Θετική κάθε παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων-καταναλωτών, δήλωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς για τον κατώτατο μισθό αλλά πρόσθεσε πως η αγορά περιμένει, το αμέσως επόμενο διάστημα, η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και τη περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών. «Κάθε παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων-καταναλωτών είναι θετική για την αγορά. Συνεπώς η απόφαση της Κυβέρνησης να επισπεύσει την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Mαΐου κατά 50 ευρώ από τα 663 στα 713 ευρώ σε 650.000 εργαζόμενους, θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά και θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μία δύσκολη εποχή για τις επιχειρήσεις, αυτές επωμίζονται ένα επιπλέον κόστος, την ίδια ώρα που η απόφαση αύξησης του κατώτατου μισθού είναι δημοσιονομικά ουδέτερη.
Προφανώς λοιπόν και με δεδομένο ότι η Κυβέρνηση έχει περιθώρια παρέμβασης αναμένουμε το αμέσως επόμενο διάστημα να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και τη περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ώστε η αγορά να μπορέσει να ανταπεξέλθει και τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις. Σε διαφορετική περίπτωση είναι ορατός ο κίνδυνος εκτίναξης της αδήλωτης εργασίας ή/ και μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή ως ύστατες πράξεις επιβίωσης των επιχειρήσεων».
Γιάννης Μπρατάκος: Καίρια κυβερνητική παρέμβαση η αύξηση του κατώτατου μισθού
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Γιάννης Μπρατάκος, μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για την αύξηση του κατώτατου μισθού, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μια καίρια κυβερνητική παρέμβαση για τη θωράκιση των νοικοκυριών. Το προσαυξημένο εισόδημα των εργαζομένων, όχι μόνο θα μειώσει την οικονομική τους επισφάλεια, αλλά και θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη, τονώνοντας τελικά την αγορά.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης δεν θα πρέπει να σταματήσουν εδώ. Η μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη, που αποτελεί πάγιο αίτημα της επιμελητηριακής κοινότητας, θα ευνοηθεί από την εφαρμογή επιπλέον μέτρων, που θα εξασφαλίσουν και τον κόσμο των επιχειρήσεων, έναντι των αρνητικών οικονομικών συνθηκών που έχουν προκύψει από τις πρωτοφανείς περιστάσεις.
Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, που έχει ήδη αναγγελθεί από τον πρωθυπουργό, όχι μόνο θα αντισταθμίσει την αύξηση στον κατώτατο μισθό, αλλά και θα οδηγήσει σε αμοιβαία οικονομικά οφέλη, τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις.
Επιπροσθέτως, η ορθολογική διαχείριση των κριτηρίων επιδότησης για τους νεοπροσληφθέντες, αναλόγως του κλάδου και της έδρας του εργοδότη, μπορεί να λειτουργήσει προτρεπτικά στις νέες προσλήψεις, μειώνοντας την ανεργία και το φαινόμενο των πολλαπλών κενών θέσεων εργασίας και αναστέλλοντας τις τυχόν επιφυλάξεις των εργοδοτών εξ’ αιτίας του υψηλότερου εργοδοτικού κόστους.
Η κοινωνία και η οικονομία πρέπει να συνεχίσουν να συμβαδίζουν συμμετρικά και ισόρροπα. Με αυτόν τον τρόπο μόνο, θα επιτευχθεί ο κοινός στόχος για βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη».
Γιάννης Χατζηθεοδοσίου: Οποιαδήποτε αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυάζεται με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους
Κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς ενισχύει το εισόδημα των χαμηλόμισθων και ταυτόχρονα μπορεί να δώσει «ανάσα» στην αγορά, όπως σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου. Προσθέτει όμως ότι, οποιαδήποτε αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυάζεται με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους καθώς η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δίνει αγώνα επιβίωσης λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας της.
Συγκεκριμένα ο κ. Χατζηθεοδοσίου δήλωσε: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ το μήνα είναι μία κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση καθώς ενισχύει το εισόδημα των χαμηλόμισθων και ταυτόχρονα μπορεί να δώσει «ανάσα» στην αγορά.
Ειδικά το τελευταίο διάστημα που οι τζίροι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κατά πολύ εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και των συνεχών ανατιμήσεων, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα κατανάλωσης από τους πολίτες.
Αυτή είναι όμως η μία πλευρά του νομίσματος, καθώς υπάρχει και μία δεύτερη που αφορά στα επιπλέον βάρη που επωμίζονται οι επιχειρήσεις, σε μία στιγμή μάλιστα που ζητάνε ενίσχυση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει τονίσει ότι η οποιαδήποτε αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυάζεται με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους που παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Σήμερα που η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δίνει αγώνα επιβίωσης λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας, απαιτούνται στοχευμένα μέτρα που θα μειώσουν τα βάρη και θα δώσουν προοπτικές βιωσιμότητας στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρχουν πλέον μνημονιακές φορολογικές επιβαρύνσεις ή φόροι που αυξήθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο. Αναφέρομαι στο τέλος επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης που πιστεύουμε ότι ήρθε η ώρα να καταργηθούν και ταυτόχρονα να επανέλθει το αφορολόγητο για τις ατομικές επιχειρήσεις και η προκαταβολή φόρου σε προηγούμενα χαμηλότερα επίπεδα.
Την ώρα που το ενεργειακό κόστος πιέζει ασφυκτικά τους μικρομεσαίους και οι συνεχείς ανατιμήσεις φέρνουν τους πολίτες στα όρια τους, είναι αναγκαίο να υπάρξουν μέτρα ελάφρυνσης των επιχειρήσεων ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν και να προσφέρουν θέσεις απασχόλησης και έσοδα στα δημόσια ταμεία».
ΒΕΑ: Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος
Όμως, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η αύξηση του εισοδήματος όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη και θα επιστρέψει στην κατανάλωση. Απεναντίας, η μηνιαία ενίσχυση των 50 ευρώ το μήνα, θα χαθεί στην αποπληρωμή του τιμολογίου του ρεύματος, στο κόστος μετακίνησης, αλλά και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής.Την ίδια στιγμή επίσης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος. Ο κάθε εργοδότης, θα κληθεί να καταβάλει 63 ευρώ επιπλέον, για κάθε εργαζόμενο το μήνα, με αποτέλεσμα έως το τέλος του 2022, να επιβαρυνθεί με 504 ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστεί και η αύξηση από την 1η Ιανουαρίου, η επιβάρυνση φτάνει τα 556 ευρώ έως το τέλος της χρονιάς, σε σχέση με το 2021 (χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπλέον αμοιβές για τον 13ο και 14ο μισθό). Μια μικρομεσαία επιχείρηση με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό για το 2022, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 2.780 ευρώ. Χιλιάδες ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποχρεούνται στο εξής, να καταβάλουν αισθητά αυξημένες αποδοχές στους εργαζομένους τους – μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές.
Διαβάστε ακόμη
Εφοριακοί με κινητά θα ελέγχουν τις πινακίδες των αυτοκινήτων
Τα (πιο) φρέσκα γκάλοπ, οι «δερβίσηδες» της Σκιάθου, τα παιδιά του Γουάτσα και το deal του Κομάρεκ
ΕΚΕΠ: Τον Μάιο ξανά στο σφυρί το εμβληματικό εκθεσιακό κέντρο