Αντισυνταγματική κρίνει η Ολομέλεια του Συμβούλιο της Επικρατείας την ένταξη των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο, γεγονός που ανατρέπει όλα τα μέχρι σήμερα δεδομένα για τις δύο εταιρείες.
Πρόκειται για απόφαση, η οποία εκτιμάται ότι φέρνει αλυσιδωτές επιπτώσεις ακόμη και στις διοικήσεις των δύο επιχειρήσεων.
Η προσφυγή στο Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο, είχε γίνει από τα σωματεία εργαζομένων και είναι η δεύτερη φορά που το ΣτΕ υπεραμύνεται του δημόσιου αγαθού του νερού. Η πρώτη απόφαση είχε εκδοθεί το 2014 και ήταν εκείνη που ανέτρεψε την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε, κατά πλειοψηφία η Ολομέλεια ΣτΕ (19 προς 1 που μειοψήφησε) ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ από το ελληνικό δημόσιο είναι επιβεβλημένος όχι μόνο με την άσκηση εποπτείας μέσω εταιρείας που ελέγχει αλλά και απευθείας με τον έλεγχο του μετοχικού της κεφαλαίου. Όπως αναφέρεται, «η ΕΕΣΥΠ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς, με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών».
Σε άλλο μάλιστα σημείο, η απόφαση αναφέρει ότι τα κέρδη που αποφέρει η διαχείριση του χαρτοφυλακίου της ΕΕΣΥΠ διατίθενται, υποχρεωτικά, πρώτον κατά 50% ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο για την περαιτέρω διάθεσή τους προς απομείωση των οικονομικών-δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, και δεύτερο κατά το υπόλοιπο 50%, ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο για την πραγματοποίηση επενδύσεων και εν μέρει στην ίδια την ΕΕΣΥΠ ΑΕ για την άσκηση της επενδυτικής της πολιτικής και την δημιουργία αποθεματικών.
Η ολομέλεια του ΣτΕ ουσιαστικά ευθυγραμμίζεται με την αντίστοιχη του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ, η οποία είχε εκδοθεί το καλοκαίρι του 2020 και έκρινε αντισυνταγματική την μεταφορά του 50% των μετοχών των δύο κρατικών εταιρειών στην ΕΕΣΥΠ. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του θέματος αποφασίστηκε τότε να μεταφερθεί το θέμα στην κρίση της Ολομέλειας.
Να σημειωθεί ότι το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με νεώτερη απόφαση (92/2022) που δημοσιεύθηκε στις 18 Γενάρη αποφαίνεται και κατά της ΚΥΑ τιμολόγησης νερού, εναντίον της οποίας είχαν επίσης προσφύγει τα ίδια σωματεία εργαζομένων. Και πάλι λόγω της σοβαρότητας του θέματος, η υπόθεση είχε παραπεμφθεί για να εκδικαστεί σε νέα δίκη, στην μείζονα σύνθεση του ΣτΕ, στις 10 του ερχόμενου Μάη.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να τιμολογείται με αυστηρά οικονομικά κριτήρια και χωρίς εκτίμηση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων.
Τον Μάιο του 2017, εκδόθηκε η ΚΥΑ τιμολόγησης νερού η οποία ουσιαστικά, λογιστικοποιεί τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, με τους εργαζόμενους να αναφέρουν ότι ανοίγει την πόρτα σε ιδιώτες για την διαχείριση του νερού, ενώ εισάγει την «ανάκτηση κόστους» όπου οι πολίτες πλέον θα χρηματοδοτούν τις επενδύσεις του κάθε ιδιώτη εξασφαλίζοντας του σίγουρο κέρδος. «Ότι περίπου συμβαίνει στα διόδια του ΣΔΙΤ της Αττικής Οδού και των Εθνικών δρόμων» αναφέρουν.
Τα δικαστήριο επικαλείται την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι «Το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης», καθώς και ότι «η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας».
Διαβάστε ακόμη
Χρηματιστήριο: Τι φέρνει το rebalancing των δεικτών MSCI – Πού ποντάρουν οι διαχειριστές κεφαλαίων
«Αρχοντικό Χατζηγάκη»: Βγαίνει στο σφυρί το 5άστερο «διαμάντι» των Τρικάλων
Δημήτρης Φαφαλιός: Υπέρ της πρότασης της ΕΕ για συνυπευθυνότητα στις εκπομπές ρύπων