Το να πεισθούν οι μέτοχοι της Renault SA και της Fiat Chrysler Automobiles για τα οφέλη μιας μεταξύ τους συγχώνευσης, είναι μάλλον το εύκολο σε αυτή την υπόθεση. Το δύσκολο είναι να «πουλήσουν» τη συμφωνία στον εταίρο της Renault, τη Nissan Motor, αλλά και στα εργατικά συνδικάτα και στους πολιτικούς που ανησυχούν ότι θα χαθούν θέσεις εργασίας.

Ο Jean-Dominique Senard, που αναμένεται να ηγηθεί της γαλλο-ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας που θα προκύψει από τον συνδυασμό των δύο, είναι αυτή τη στιγμή στο Τόκιο για να κάνει αυτό που μπορεί να αποδειχθεί το μεγάλο βήμα στην καριέρα του.

Σε σημερινή συνέντευξή του, ζωγράφισε την εικόνα μιας μεγάλη συμμαχίας που θα κατασκευάζει και θα πουλά αυτοκίνητα σε όλο τον κόσμο, διατηρώντας τις θέσεις εργασίας και αποκομίζοντας κέρδη.

«Μπορεί να συμβεί μόνο αν ο κόσμος είναι ανοιχτός σε αυτήν (τη συγχώνευση)», ανέφερε ο 66χρονος Senard, στο περιθώριο συνάντησης του ΔΣ που επιβλέπει τη συμμαχία μεταξύ Nissan, Renault και Mitsubishi Motors Corp. Στόχος του ήταν να εξηγήσει τα πλεονεκτήματα τη συμφωνίας Fiat-Renault στα στελέχη από την Ιαπωνία που πήγαν στη συνάντηση με πολλές ερωτήσεις.

Στο τέλος της συνάντησης, η διάθεση είχε ελαφρύνει αισθητά και όλοι ήταν πιο θετικοί, σύμφωνα με τον ίδιο, όπως μεταδίδει το Bloomberg.

Σύμφωνα με τον Senard, η Nissan, που στο παρελθόν είχε αντιταχθεί σε προσπάθειες μεγαλύτερης ενοποίησης, τώρα έχει αντιληφθεί το μήνυμα που κόμισε ο ίδιος, αλλά δεν μπορούν να το «χωνέψουν» εν μια νυκτί.

Μετά από τρεις ημέρες στην Ιαπωνία, ο Senard θα επιστρέψει στην Ευρώπη για να εργαστεί πάνω στη συγχώνευση της Fiat Chrysler και της Renault. Ο ίδιος δεν προβλέπει κάποια σοβαρά ρυθμιστικά εμπόδια στη συγχώνευση. Ερωτηθείς εάν η ένωση δύο ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών θα οδηγήσει σε περικοπές θέσεων εργασίας, ο Senard ανέφερε ότι η συμφωνία «δεν απαιτεί θυσίες σε ανθρώπινο δυναμικό».

Η συγχώνευση δεν θα συνεπάγεται κλείσιμο εργοστασίων, σύμφωνα με τη Fiat, αν και δεν ανέφερε πιθανές περικοπές θέσεων εργασίας όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία. Η συγχώνευση έχει την έγκριση της ιταλικής και της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίες, όπως είναι φυσικό, είναι σε μόνιμη επιφυλακή για τον κίνδυνο αναταραχών στο εργασιακό πεδίο.