Η επίτευξη υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία και συνακόλουθα τις ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερα κεφάλαια και να πραγματοποιήσουν περισσότερες εξαγορές και συγχωνεύσεις, σε σχέση με το 2019 οπότε η αξία των τελευταίων διαμορφώθηκε στα 4,3 δισ. ευρώ.
Το θετικό είναι ότι το 2020 ξεκίνησε με …φόρα, με τις ήδη δρομολογημένες εξαγορές και συγχωνεύσεις στο πρώτο δίμηνο του έτους να αντιστοιχούν σε μία αξία συναλλαγών άνω των 3,3 δισ. ευρώ με επιπλέον 1,6 δισ. ευρώ που αναμένονται από τις ιδιωτικοποιήσεις (σε 1,2 δισ. ευρώ υπολογίζονται τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων το 2019).
«Το 2019 οι βασικοί δείκτες της οικονομίας ήταν αρκετά ασθενείς και οι επενδύσεις ήταν αρκετά χαμηλά ώστε να υποστηρίξουν τους ρυθμούς ανάπτυξης που έχει ανάγκη η χώρα- της τάξεως του 4%», ανέφερε χαρακτηριστικά χθες ο κ. Κυριάκος Ανδρέου, Partner και AdvisoryLeader, PwC Ελλάδας στο πλαίσιο της παρουσίασης της ετήσιας μελέτης της PwC «Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2019».
«Από την άλλη πλευρά, το 2020 ξεκινά με πολύ καλύτερες προοπτικές: Το έλλειμμα εμπιστοσύνης που είχε η ελληνική οικονομία (σ.σ. με αποτέλεσμα όλη η οικονομία να δανείζεται πιο υψηλά), φαίνεται ότι αποκαθίσταται και η ελληνική οικονομία ξαναμπαίνει στις αγορές με προοπτική να εισέλθει σε επενδυτική βαθμίδα τους επόμενους μήνες. Αυτές οι παράμετροι τώρα δημιουργούν μία αισιοδοξία και το 2020 βλέπουμε μία καλή ανάκαμψη.
»Η πρόκληση είναι το … πώς φεύγεις από μία βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη και πώς διατηρείς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ξεκινάμε το 2020 με ένα θετικό momentum και αν θέλουμε να το διατηρήσουμε πρέπει να προχωρήσουμε σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν στην εξωστρέφεια, ενώ θα πρέπει να δοθεί έμφαση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Χρειάζεται ένα μεγάλο κύμα επενδύσεων σε πάγιο εξοπλισμό για να ανέβει η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Η νέα ανάπτυξη δε θα πρέπει να δημιουργεί ξανά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως είχε γίνει κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Αρα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι κλάδοι που θα μπορούν να εξισορροπήσουν το ισοζύγιο».
Στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα η ανάκαμψη είναι δεδομένη, ωστόσο η μεγάλη πρόκληση είναι η διατήρησή της σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα γι’ αυτό και είναι κρίσιμες οι μεταρρυθμίσεις.
Όπως επεσήμαναν οι επιτελείς της PwC, «το κράτος δεν θα πρέπει να είναι επιχειρηματίας, ωστόσο διαμορφώνει την πολιτική και όταν προχωρεί σε ανακοινώσεις είναι εμφανές ότι μπορεί να επηρεάζει συνολικά την αγορά». Ο Γιώργος Μακρυπίδης, Partner και επικεφαλής Corporate Finance της PwC Ελλάδας, σημείωσε έφερε ως σχετικό παράδειγμα τις ανακοινώσεις περί απολιγνιτοποίησης, «οι οποίες φαίνεται ότι έχουν κινητοποιήσει την αγορά προς το θετικό. Πάντα ωστόσο χρειάζονται περισσότερα. Το 2020 ξεκίνησε πολύ θετικά με πρωταγωνιστή τον τομέα της ενέργειας όπου η απολιγνιτοποίηση δημιουργεί μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν η συμφωνία της Μυτιληναίος με την Motor Oil και των ΕΛΠΕ με την γερμανική εταιρεία Juwi στις οποίες η PwC λειτούργησε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος. Αναμένουμε ένα δυναμικό έτος με τους τομείς ενέργειας, τουρισμού και ακίνητης περιουσίας να έχουν κυρίαρχο ρόλο».
Οι επιτελείς της PwC επεσήμαναν ότι η Ελλάδα δημιουργεί σταδιακά το δικό της αφήγημα με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. «Αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις του Ελληνικού 10ετούς ομολόγου οι οποίες έπεσαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2006. Η απόσταση της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου από το μέσο όρο ευρωπαϊκών χωρών – ανάλογα επηρεασμένων από την κρίση – βρισκόταν στο τέλος του 2019 στις 0,84 π.μ. από τις 2,68 π.μ. το 2018. Η μείωση του κόστους κεφαλαίου ενθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα, ωστόσο η επίτευξη υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση. Είναι αναγκαία η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα από ένα γενναίο κύμα μεταρρυθμίσεων».
Οι ίδιοι δεν παρέλειψαν να αναφερθούν και στις επιπτώσεις από τον κορωνοϊό, οι οποίες είναι σε αυτή τη φάση κυρίως σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ωστόσο ο αντίκτυπος θα φανεί προσεχώς, όσο εξελίσσονται τα πράγματα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα συμπεράσματα της έρευνας
Οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν συνολικά 12 δισ. ευρώ το 2019, εκ των οποίων τα 4,3 δισ. ευρώ προέκυψαν από Εξαγορές και Συγχωνεύσεις (Ε&Σ), 5 δισ. ευρώ αφορούν εταιρικά ομόλογα, 1,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, και 1,5 δισ. ευρώ αφορούν συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες. Το 2019, πραγματοποιήθηκαν 85 Ε&Σ. Εξ’ αυτών οι πέντε μεγαλύτερες συναλλαγές άγγιξαν τα 1,7 δισ. ευρώ. Η εικόνα για το 2019 κυριαρχείται από έντονη διακλαδική δραστηριότητα Ε&Σ, χωρίς κάποιος συγκεκριμένος κλάδος να κυριαρχεί στην ελληνική αγορά.
«Ολοι μιλάνε με όλους και γίνονται συναλλαγές, γεγονός το οποίο είναι πολύ σημαντικό και οι ιδιοκτήτες είναι πιο δεκτικοί. Είναι σημαντική η σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη. Οι τάσεις είναι αυτή την στιγμή μιας πιο ώριμης αγοράς σε σχέση με τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο της κρίσης. Φαίνεται να μπαίνουμε σε μία περίοδο ‘’κανονικότητας’’ και όχι σε βεβιασμένες πωλήσεις», ανέφεραν οι επιτελείς της PwC.
Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις το 2019 προήλθαν κυρίως από την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών για 20 έτη, με τίμημα 1,1 δισ. ευρώ.
Το 2019, ξεκίνησε η τιτλοποίηση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συστημικές τράπεζες, τα οποία πωλήθηκαν σε διεθνή funds. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι πωλήσεις των μηεξυπηρετούμενων δανείων, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεών τους και αποσχίσεων, θα φτάσουν τα 52,8 δισ. ευρώ το 2020.
Στην Ευρώπη, οι 20 μεγαλύτερες Ε&Σ που πραγματοποιήθηκαν ανήλθαν σε €235 δισ., από τις οποίες 45% αφορούσαν τον κλάδο των φαρμακευτικών, 16% τον κλάδο της ενέργειας και 14% τον κλάδο των τεχνολογικών, ΜΜΜ και τηλεπικοινωνιών.
Η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ στην Ευρώπη βάσει αριθμού συναλλαγών και δεύτερος βάσει αξίας συναλλαγών σε συναλλαγές μεταξύ 10 εκατ. – 300 εκατ. δολαρίων.