Τη μαύρη τρύπα των αερομεταφορών και την κατάρρευση της επιβατικής κίνησης καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση αφού οι επιπτώσεις της πανδημίας συνεχίζουν να επηρεάζουν τον αεροπορικό κλάδο χωρίς καμία ορατότητα για το χρόνο λήξης του συναγερμού.
Ήδη, οι διαπραγματεύσεις με τη Fraport που διαχειρίζεται τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια όσο και την Διεθνής Αερολιμένα Αθηνών, η οποία διαχειρίζεται αντίστοιχα το Ελευθέριος Βενιζέλος, δείχνουν ότι το Δημόσιο επιδιώκει να προχωρήσει σε ένα εξωσυμβατικό συμβιβασμό, ο οποίος οδηγεί σε ετεροχρονισμένη μετάθεση υποχρεώσεων και για τις δύο εταιρείες.
Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με την Αegean ,όπου στην περίπτωσή της θα δοθεί κρατική στήριξη και ζεστό χρήμα ύψους 120 εκατ. ευρώ, με τον ιδιώτη να είναι υποχρεωμένος να συμμετέχει με 60 εκατ. ευρώ στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Υπολογίζεται ότι και για τις δύο εταιρείες οι διευκολύνσεις θα καλύψουν μια ζημιά που ισοδυναμεί σύμφωνα με πληροφορίες από 150 έως 180 εκατ. για την κάθε παραχώρηση, ποσό που όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές αφορά μόνο το 2020.
Τι θα γράψει ο λογαριασμός για τη νέα χρονιά, που εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από το κύμα της πανδημίας κανείς ακόμη δεν είναι σε θέση να υπολογίσει.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι διευκολύνσεις που θα παρασχεθούν στις δύο εταιρείες, δεν θα έχουν το χαρακτήρα της τροποποίησης της σύμβασης.
Ο λόγος είναι γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει ο συμβιβασμός που θα γίνει για το 2020 να είναι εντός της σύμβασης γιατί έτσι προκαλεί προηγούμενο και θεμελιώνει δικαιώματα στον παραχωρησιούχο και για το 2021 και πιθανός και για το 2022 εάν συνεχιστεί η κρίση, δημιουργώντας ένα είδος μόνιμου διορθωτικού μηχανισμού.
Με βάση τη συμφωνία, οι δύο εταιρείες, οι οποίες έχουν μακροχρόνιες συμβάσεις με το Δημόσιο θα κληθούν να παραιτηθούν από το δικαίωμα της προσφυγής τους σε διαιτησία. Και αυτό γιατί όπως εξηγούν καλά ενημερωμένες πηγές, η ένταση και η διάρκεια της κρίσης είναι τόσο μεγάλη που μπορεί να συμφωνηθεί ένα ποσό άλφα για το 2020 αλλά και των υστέρων η εταιρεία να κρίνει ότι οι επιπτώσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες και τις νέες διεκδικήσεις να τις στείλει σε διαιτησία εντός του έτους.
Η Fraport, να σημειωθεί είχε ξεκινήσει την διαιτησία για να καλύψει το ύψος των ζημιών της για το πρώτο κύμα της πανδημίας, την οποία ανέστειλε για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, οι οποίες μάλιστα επικυρώθηκαν και με το ανακοινωθέν του περασμένου Σεπτεμβρίου κατόπιν συνάντησης σε υψηλότερο επίπεδο του μάνατζμεντ της εταιρείας με τον Πρωθυπουργό. Τότε είχε εκφραστεί ικανοποίηση των δύο πλευρών «για την εξεύρεση αμοιβαία επωφελούς λύσης για τα εκκρεμή ζητήματα για τα περιφερειακά αεροδρόμια».
Και στις δύο περιπτώσεις είναι απαραίτητη η έγκριση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν προκειμένου να αποφανθεί ότι οι συμφωνίες αποτελούν συμβατή κρατική ενίσχυση.
Να σημειωθεί ότι στον κρατικό προϋπολογισμό του 2021 στο σκέλος των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, έχουν μετατεθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύμβαση παραχώρησης για την Fraport κατά 3 έτη. Αυτό σημαίνει ότι για την περίοδο έως το 2022, το Δημόσιο δεν περιμένει έσοδα από την εταιρεία.
Oι υποχρεώσεις της Fraport αφορούν τόσο το ετήσιο τίμημα παραχώρησης ύψους 22,9 εκατ. ευρώ όσο και ποσοστό επί των λειτουργικών κερδών, το οποίο αντιστοιχεί σε 28% των EBITDA και έχει μετατεθεί για το 2023 και 2024 έναντι του αρχικού σχεδιασμού που ήταν για 2022-2023 και θα καταβαλλόταν με την ολοκλήρωση των έργων δηλαδή από φέτος.
Τα νούμερα πάντως από την επιβατική κίνηση είναι αμείλικτα και δείχνουν τις δυσκολίες αλλά και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση στον τομέα αυτό και εντός του έτους.
Κάθετη υποχώρηση εμφανίζουν οι αριθμοί και για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, τα οποία για το Δεκέμβριο παρουσίασαν μείωση της επιβατικής κίνησης κατά 85,3%. Συνολικά διακινήθηκαν 102.623 επιβάτες.
Δραματική ήταν η πτώση τον Δεκέμβριο και στο Ελευθέριος Βενιζέλος καθώς διαμορφώθηκε στους 236.000 επιβάτες περίπου, μειωμένη κατά 85,6% σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019.
Οι επιβάτες, τόσο των πτήσεων εσωτερικού όσο και των διεθνών πτήσεων, κατέγραψαν μείωση της τάξης του 80,1% και 87,7% αντίστοιχα.
Συνολικά, η επιβατική κίνηση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών κατά τη διάρκεια του έτους 2020 ανήλθε σε 8,08 εκατ., σημειώνοντας πτώση της τάξης του 68,4% σε σχέση τα επίπεδα του 2019, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας κατά την περίοδο Μαρτίου-Δεκεμβρίου.
Διαβάστε ακόμη:
«Τέλος χρόνου» για Σωκράτη Κόκκαλη και Intralot: Τι θα αποφασίσουν οι ομολογιούχοι
Οι δύσκολοι επόμενοι μήνες του τουρισμού στην Ευρώπη – Οι προβλέψεις για την Ελλάδα