Οι αμοιβές των επικεφαλής εισηγμένων εταιρειών ήταν ελαφρά μειωμένες το 2021 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η κρίση της αγοράς περιόρισε κυρίως τις μεταβλητές αποδοχές (μπόνους) που εισπράττουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι και οι εκτελεστικοί πρόεδροι εισηγμένων εταιρειών.
Βέβαια η μείωση αποδοχών για τα ανώτερα στελέχη δεν αφορά όλες τις εταιρείες, καθώς διαπιστώνεται μεγάλη ανισότητα, παρότι οι εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης εμφανίζουν τάση ενίσχυσης των αποδοχών καθώς βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις μεγάλες εταιρείες.
Η ετήσια έρευνα αποδοχών στελεχών εισηγμένων εταιρειών που καταρτίζει η Better Future σε συνεργασία με το Hellenic Observatory of Corporate Governance (HOCG) του Λονδίνου και την Corporate Matters αποκαλύπτει τον χάρτη αμοιβών στις εταιρείες του Χρηματιστηρίου Αθηνών με βάση τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών για το 2020 που δημοσιεύτηκαν το 2021.
Στις 25 μεγάλες εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης οι συνολικές αμοιβές των διευθύνοντων συμβούλων, που περιλαμβάνουν μισθό, μπόνους και άλλες παροχές, είναι κατά μέσο όρο 986.000 ευρώ, μειωμένες σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά που ανέρχονταν σε 1,1 εκατ. ευρώ. Ωστόσο οι μισοί από τους διευθύνοντες συμβούλους αμείβονται σημαντικά λιγότερο, καθώς η διάμεσος βρίσκεται σχεδόν στις 572.000 ευρώ, ενώ το 45% των εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης έδωσαν μεταβλητές αμοιβές (μπόνους) για την οικονομική χρήση του 2020.
Πάντως, το τεταρτημόριο με όσους έχουν τις υψηλότερες αμοιβές (Q3) δείχνει ότι στην προνομιούχο ομάδα οι διευθύνοντες σύμβουλοι αμείβονται με 1,3 εκατ. ευρώ, ενώ την προηγούμενη χρονιά οι αμοιβές ξεπερνούσαν το 1,4 εκατ. ευρώ.
Η συγκράτηση αμοιβών έγινε επειδή το 45% των μεγάλων εταιρειών περιόρισαν το μπόνους στους διευθύνοντες συμβούλους σε 695.000, από 1 εκατ. ευρώ που ήταν την προηγούμενη χρονιά.
Στις 20 εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης η μέση αμοιβή του διευθύνοντος συμβούλου είναι πάνω από 609.000 ευρώ, αλλά και στην περίπτωση αυτή ο μέσος όρος αυξάνεται από συγκεκριμένη ομάδα «υψηλόμισθων» καθώς οι μισοί περίπου, όπως φαίνεται από τη διάμεσο των αμοιβών, βρίσκονται στις 387.000 ευρώ.
Οσον αφορά τις αμοιβές των προέδρων Δ.Σ., ο μέσος όρος στις μεγάλες εταιρείες είναι σχεδόν 659.000 ευρώ, με διάμεσο περίπου στις 266.000 ευρώ, και στη μεσαία κεφαλαιοποίηση σχεδόν 372.000 ευρώ, με διάμεσο στις 259.000 ευρώ. Σχετικά με τις αμοιβές των μη εκτελεστικών προέδρων διοικητικών συμβουλίων, ο μέσος όρος στις μεγάλες εταιρείες είναι 195.000 ευρώ, ενώ στη μεσαία κεφαλαιοποίηση στις 77.000 ευρώ.
Ο μέσος όρος αποδοχών για τα μη εκτελεστικά μέλη των Δ.Σ. είναι λίγο πάνω από τις 40.000 ευρώ για τις μεγάλες εταιρείες και κάτω από τις 20.000 ευρώ στις μεσαίες, που όμως έχουν την τάση να τις αυξήσουν.
Η έρευνα της Better Future, η οποία παρακολουθεί συστηματικά τις αμοιβές στελεχών στην ελληνική αγορά, επισημαίνει ότι το 60% των προέδρων είναι εκτελεστικοί, παρότι η σύσταση που προκύπτει από τον νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση είναι οι πρόεδροι Δ.Σ. να μην έχουν εκτελεστικά καθήκοντα.
Επίσης, φαίνεται ότι η υποχρέωση των εταιρειών να έχουν γυναίκες σε ποσοστό 25% των μελών του Δ.Σ. έχει αποδώσει, καθώς το ποσοστό γυναικών μελών Δ.Σ. αυξήθηκε από 15% το 2020 σε 23% το 2021. Ακόμη, το ποσοστό ανεξάρτητων μελών Δ.Σ. αυξήθηκε από 38% το 2020 σε 42% το 2021.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας ο επικεφαλής της Better Future, Κρις Αμιράλης, δήλωσε: «Φαίνεται ότι η κρίση οδήγησε στην εκλογίκευση αποδοχών των ανώτερων στελεχών των εισηγμένων εταιρειών. Ωστόσο υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για τη βελτίωση του επιπέδου αμοιβών των μη εκτελεστικών μελών Δ.Σ. που επιβάλλεται να είναι ανεξάρτητα και καλά αμειβόμενα, καθώς και όσον αφορά τη σύνδεση αμοιβών με τα αποτελέσματα των εταιρειών και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Η ανισότητα στις αμοιβές στελεχών δεν δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις από τη βελτίωση αποτελεσμάτων, ενώ οι αποδοχές των μη εκτελεστικών προέδρων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα».
Διαβάστε ακόμη
H πριγκίπισσα – εγγονή του Ανιέλι της Fiat και η σχέση της με τον Ρενιέ του Μονακό
Raxevsky: Το «story επιβίωσης» και η επόμενη ημέρα
Λιγότερα σπίτια, ακριβότερες τιμές, χαμηλή ζήτηση στα Airbnb (πίνακες)