Την ανάγκη να παραμείνουν ζωντανές οι επιχειρήσεις, αλλά και να γίνει εγκαίρως ο σχεδιασμός με τους κανόνες με τους οποίους θα ανοίξει ξανά η αγορά, τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην πρόσφατη ζωντανή διαδικτυακή εκπομπή «Εστιασμένα», που διοργάνωσε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Εξοπλισμού Μαζικής Εστίασης.
Ο ίδιος σημείωσε μεταξύ άλλων ότι οι προσδοκίες για επιστροφή στην κανονικότητα στρέφονται πλέον γύρω από το εμβόλιο και την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας εμβολιασμού του πληθυσμού. «Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να ανοίξει η αγορά, να βελτιωθεί το κλίμα και η ψυχολογία. Να μπορέσουν οι άνθρωποι να ξαναβρούν τις συνήθειές τους και την κοινωνική τους ζωή. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να βάλουμε όλη αυτή τη δοκιμασία πίσω μας και να αναπληρώσουμε ό,τι χάθηκε».
«Τώρα, οφείλει η Πολιτεία να εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο μέσο για να ενισχύσει τους κλάδους, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που πλήττονται περισσότερο. Γιατί διαφορετικά, όταν θα τελειώσει η πανδημία, δεν θα έχει μείνει κανείς όρθιος», είπε ο Κ. Μίχαλος.
Ειδικά ο κλάδος της εστίασης, όπως είπε, αποτελείται, στη συντριπτική του πλειονότητα, από χιλιάδες πολύ μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά ευάλωτες και οι οποίες δεν είχαν και δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και κεφάλαια κίνησης.
Στην πραγματικότητα, συνέχισε, στο τραπεζικό σύστημα της χώρας έχουν σήμερα πραγματική πρόσβαση 15.000 – 25.000 περίπου μεγάλες επιχειρήσεις. Στο κρατικό σύστημα στήριξης, μέσω επιχορηγήσεων και δανείων έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν συνολικά στο 10% των ενεργών ΑΦΜ.
«Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν μείνει μόνες. Να δίνουν τη μάχη, χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία».
Πρόσθεσε δε ότι έχουν ληφθεί κάποια μέτρα, των οποίων ήταν αυτονόητη η παράταση: Μέτρα όπως ο 5ος κύκλος της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, η αναστολή πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών, η αναστολή των συμβάσεων εργασίας και η μείωση του ενοικίου κατά 80% για τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο.
Όλα αυτά παρέχουν μια μικρή ανακούφιση. Όμως, μια επιχείρηση που δεν λειτουργεί, καταγράφει και συσσωρεύει ζημιές κάθε μέρα που περνάει και «η αναβολή των υποχρεώσεων δεν ισοδυναμεί βεβαίως με διαγραφή. Μεταφέρει, απλώς, το πρόβλημα στο μέλλον», πρόσθεσε ο Κ. Μίχαλος.
Στη συνέχεια, υπενθύμισε ότι η επιμελητηριακή κοινότητα έχει διατυπώσει συγκεκριμένα αιτήματα και προτάσεις προς την πολιτεία, όπως να διερευνηθεί η δυνατότητα για τη λεγόμενη «συγχώρεση χρέους» προς τις επιχειρήσεις. Να μπορέσει, δηλαδή, το κράτος να διαγράψει χρέη των επιχειρήσεων που πλήττονται από την πανδημία.
Εναλλακτικά, να εξεταστεί το «κούρεμα» ενός μέρους των χρεών των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, αντί της παράτασης των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, όπως ισχύει σήμερα.
Επιπλέον, για άλλη μια φορά, να αναλάβουν και οι τράπεζες τον ρόλο που τους αναλογεί στη διαχείριση της κρίσης. «Γιατί βλέπουμε, δυστυχώς, να δημιουργούνται διαρκώς προσκόμματα και εμπόδια στις επιχειρήσεις, ακόμα και για συμμετοχή σε προγράμματα που χρηματοδοτεί το δημόσιο και η ΕΕ», όπως είπε και πρόσθεσε ότι:
«Από τον Μάρτιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει παράσχει στις τράπεζες 31.5 δισ. ευρώ πρόσθετης ρευστότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης και μάλιστα με αρνητικό επιτόκιο. Από αυτά, μόλις τα 5 δισ. έχουν βρει το δρόμο τους προς την πραγματική οικονομία. Κι αυτά έχουν πάει στις λίγες – κυρίως μεγάλες – επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να πάρουν δάνειο με τυπικά τραπεζικά κριτήρια.
Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις συνεχίζουν να είναι αποκλεισμένες στη συντριπτική τους πλειονότητα, επειδή δεν πληρούσαν κάποια τυπική ή ουσιαστική προϋπόθεση. Μάλιστα, μας αναφέρθηκαν περιπτώσεις υγιών και βιώσιμων επιχειρήσεων που δεν κατάφεραν να δανειστούν», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να υπάρξουν νέα προγράμματα χρηματοδότησης, χωρίς την παρεμβολή των τραπεζών.
«Τέτοιο πρόγραμμα είναι αυτό που υλοποιείται με πόρους του ΕΣΠΑ για την ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης χωρίς επιστροφή. Το πρόγραμμα αυτό έχει προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ, τα οποία δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες.
Θα πρέπει, λοιπόν, η Πολιτεία να αναζητήσει πρόσθετα κονδύλια. Να διαθέσει μέσω του προγράμματος πόρους άνω των 2 δισ. ευρώ, ώστε να αποτελέσουν, γραμμή ζωής, για τις μικρές επιχειρήσεις», είπε.
Τέλος, ο κ. Μίχαλος σημείωσε ότι, από τώρα πρέπει να γίνει ο σχεδιασμός με ποιό χρονοδιάγραμμα και με ποιους κανόνες θα μπορέσει να ανοίξει ξανά η αγορά. «Να υπάρξουν ξεκάθαρες οδηγίες, προγράμματα ενημέρωσης και υποστήριξη. Για να μη χρειάζεται ο επιχειρηματίας να τρέχει τελευταία στιγμή για προσαρμογές».