Πτώση καταγράφει για έκτη συνεχή χρονιά η αγορά προϊόντων βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, σύμφωνα με την τελευταία κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε από την διεύθυνση οικονομικών μελετών στη ICAP.
Ειδικότερα, τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης συνοψίζονται παρακάτω:
*Συνεχή μείωση καταγράφει από το 2010 και μετά το μέγεθος της αγοράς (συνολικές πωλήσεις επιχειρήσεων) των εταιρειών βιοτεχνικής αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής, με επιβραδυνόμενο ωστόσο ρυθμό.
*Μείωση με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4% παρουσιάζει από το 2010 το μέγεθος αγοράς (σε αξία) της βιοτεχνικής αρτοποιίας, ενώ λίγο μεγαλύτερη είναι η μείωση για το μέγεθος αγοράς των εταιρειών ζαχαροπλαστικής την ίδια περίοδο (5,5% περίπου).
*Σταθεροποίηση της αγοράς προβλέπεται για το 2016 και ελαφρά ανάκαμψη για το 2017.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση της ICAP, στον κλάδο της βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής δραστηριοποιείται πληθώρα επιχειρήσεων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων λειτουργεί μεμονωμένα καταστήματα. Η οικονομική κατάσταση της χώρας τα τελευταία έτη και η συμπίεση του εισοδήματος των καταναλωτών είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση της εν λόγω αγοράς από το 2010 και μετά.
Κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για τα προϊόντα της βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής είναι το μέγεθος του πληθυσμού της χώρας, η τιμή πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, οι διατροφικές συνήθειες του αγοραστικού κοινού και βέβαια ο σύγχρονος τρόπος ζωής των εργαζομένων.
Σε όλα τα Επιμελητήρια της χώρας, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μελών στην βιοτεχνική αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική ανέρχεται σε πάνω από 10.000 επιχειρήσεις, με τις μονάδες βιοτεχνικής αρτοποιίας να αντιπροσωπεύουν ποσοστό της τάξης του 58%. Ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων είναι καταγεγραμμένος στην περιοχή της Αθήνας (ποσοστό 17%) και ακολουθεί η Θεσσαλονίκη (ποσοστό 7%).
Τα τελευταία κυρίως χρόνια, κάποιες επιχειρήσεις του κλάδου, πέραν της επέκτασης του δικτύου τους μέσω εταιρικών καταστημάτων, έχουν στηρίξει την ανάπτυξή τους και μέσω του συστήματος της διακαιόχρησης (franchising) λειτουργώντας αλυσίδα καταστημάτων κάτω από ενιαίο εμπορικό σήμα.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο οποίος επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη μελέτη σχολιάζει σχετικά με τις εξελίξεις του κλάδου: Το μέγεθος αγοράς της βιοτεχνικής αρτοποιίας παρουσιάζει συνεχή μείωση από το 2010 και μετά, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 4%. Ομοίως, το μέγεθος αγοράς των εταιρειών ζαχαροπλαστικής παρουσιάζει συνεχή μείωση την ίδια περίοδο, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 5,5%. Και στις δύο αγορές, ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται τα τελευταία τρία έτη. Σύμφωνα πάντα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, σταθεροποίηση της αγοράς βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής εκτιμάται για το 2016, ενώ ελαφρά ανάκαμψη προβλέπεται το 2017.
Η διάθεση ποικιλίας προϊόντων από τις επιχειρήσεις του κλάδου καθώς και το ότι ορισμένα είδη αρτοποιίας περιλαμβάνονται στην καθημερινή διατροφή, αποτελούν δυνατά σημεία του κλάδου. Αντίθετα, ο κατακερματισμός της αγοράς και η πληθώρας υποκατάστατων (τυποποιημένων προϊόντων), συνιστούν αδύνατα σημεία.
Σύμφωνα με τον κο Παλαιολόγο, ο περαιτέρω εμπλουτισμός της ποικιλίας προϊόντων και η διεύρυνση του δικτύου των πωλήσεων των επιχειρήσεων, αποτελούν ευκαιρίες για τον κλάδο, ενώ ως απειλές μπορούν να εκληφθούν η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών καθώς και η γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με ό,τι αυτή συνεπάγεται (μείωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων κλπ.).
Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε ξεχωριστή χρηματοοικονομική ανάλυση τόσο για τις επιχειρήσεις βιοτεχνικής αρτοποιίας όσο και για τις επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών.
Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 43 εταιρειών βιοτεχνικής αρτοποιίας, προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικού τους μειώθηκε κατά 2,8% το 2014/13. Μείωση προκύπτει και για τα συνολικά ίδια κεφάλαια την ίδια περίοδο (1,8%). Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος εμφάνισαν αύξηση 10,8%, ενώ λίγο μεγαλύτερη είναι η αύξηση για τα μικτά κέρδη (13,8%). Όσον αφορά το καθαρό αποτέλεσμα, τα καθαρά (προ φόρου) κέρδη μειώθηκαν δραστικά (κατά 64,1%) το 2014 σε σχέση με το 2013. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 39,5% το ίδιο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι 29 από τις 43 εταιρείες ήταν κερδοφόρες το 2014.
Από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 41 εταιρειών ζαχαροπλαστικής, προκύπτει ελαφρά αύξηση για το σύνολο του ενεργητικού τους (κατά 1,3%) το 2014 σε σχέση με το 2013 και μείωση κατά 2,3% για το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τους. Οι συνολικές πωλήσεις των εν λόγω εταιρειών εμφάνισαν μείωση 3,8%, ενώ αντίθετα αύξηση 3% κατέγραψαν τα μικτά κέρδη. Σε σχέση με το καθαρό αποτέλεσμα, τα καθαρά κέρδη υπερδιπλασιάστηκαν την περίοδο 2014/13. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 22% το 2014. Τέλος σημειώνεται ότι, από τις 41 συνολικά εταιρείες οι 31 ήταν κερδοφόρες το 2014.