search icon

Επιχειρήσεις

Οι οίκοι Armani και Dior υπό έρευνα για τις συνθήκες εργασίας σε προμηθευτές τους

Μια έρευνα είχε αποκαλύψει την ύπαρξη προμηθευτών που περιγράφονταν ως «κινεζικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφερναν να μειώσουν τα κόστη τους καταφεύγοντας σε παράνομους και παράτυπους εργάτες υπό συνθήκες εκμετάλλευσης»

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ιταλίας ξεκίνησε μια έρευνα σε βάρος του οίκου ειδών πολυτελείας Giorgio Armani όπως και του Dior Italia, που βαρύνονται με υποψίες ότι δεν υπήρξαν ιδιαίτερα σχολαστικοί σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των υπεργολάβων τους.

Έρευνες διεξήχθησαν χθες (16/7) με τη συνδρομή της ειδικής μονάδας για την προστασία του ανταγωνισμού, στην έδρα των Giorgio Armani και Dior Italia, διευκρίνισε η αρχή Ανταγωνισμού.

«Οι επιχειρήσεις έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην ποιότητα και την αριστοτεχνία. Ωστόσο, για τη δημιουργία ορισμένων αξεσουάρ, υπάρχουν υποψίες ότι απευθύνθηκαν σε ατελιέ και κατασκευαστές που απασχολούσαν εργαζόμενους, οι οποίοι αμοίβονταν ανεπαρκώς», επισήμανε.

«Επιπλέον, αυτοί οι υπάλληλοι εργάζονταν περισσότερες ώρες από το μέγιστο νόμιμο όριο που επιτρέπεται και υπό ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, σε αντίθεση με τα επίπεδα αριστείας στην παραγωγή, για τα οποία υπερηφανεύονται οι επιχειρήσεις», σύμφωνα με την ίδια πηγή.

Η ιταλική αρχή Ανταγωνισμού ερευνά επίσης για ενδεχόμενες παραβιάσεις του κώδικα καταναλωτή, που σχετίζονται με τον τρόπο προώθησης και πώλησης από ορισμένες εταιρείες του ομίλου Armani και από εταιρείες του οίκου Dior.

«Στις δύο περιπτώσεις, οι εταιρείες ενδέχεται να είχαν δημοσιεύσει παραπλανητικά δελτία Τύπου σε σχέση με την κοινωνική και ηθική ευθύνη, ιδίως σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τον σεβασμό της νομοθεσίας από τους προμηθευτές τους», συμπλήρωσε η αρχή ανταγωνισμού.

Από την πλευρά του, ο όμιλος Armani διαβεβαιώνει πως οι «εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεσμεύονται πλήρως στο να συνεργαστούν με τις αρχές», εκτιμώντας πως «οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι» κι ότι «η έρευνα θα καταλήξει σε ένα θετικό αποτέλεσμα».

Την ίδια ώρα, ο οίκος Dior ανέφερε πως ενημερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες «από τις ιταλικές αρχές για την ανακάλυψη παράνομων πρακτικών σε δύο προμηθευτές του που ασχολούνται με δραστηριότητες (μερικής) συναρμολόγησης στοιχείων δερμάτινων ειδών για την ανδρική συλλογή».

Ο Dior, ο οποίος ανήκει στον κορυφαίο παγκοσμίως όμιλο ειδών πολυτελείας LVMH, «καταδικάζει με τον πλέον σθεναρό τρόπο αυτές τις ενέργειες που αντιτίθενται στις αξίες του και στον κώδικα δεοντολογίας που υπογράφουν αυτοί οι προμηθευτές».

«Έχοντας πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας των παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από αυτούς τους προμηθευτές και των βελτιώσεων που πρέπει να γίνουν σε αυτές τις διαδικασίες ελέγχου», ο Dior «συνεργάζεται με την ιταλική διοίκηση και τις ιταλικές αρχές».

«Καμία νέα παραγγελία δεν θα γίνει στο μέλλον σε αυτούς τους προμηθευτές», διαβεβαιώνει ο Dior, προσθέτοντας πως «προφανώς κατάφεραν να αποκρύψουν αυτές τις πρακτικές, παρά τους τακτικούς ελέγχους που διενεργούνταν σε εκείνους».

Μια εταιρεία του ομίλου Armani τέθηκε τον περασμένο Απρίλιο μερικώς υπό αναγκαστική διαχείριση από το δικαστήριο του Μιλάνου επειδή χρησιμοποίησε υπεργολάβους, παραβιάζοντας το εργατικό δίκαιο.

Η εν λόγω εταιρεία είναι η Giorgio Armani Operations spa είχε διευκρινίσει το δικαστήριο στην απόφασή του.

Σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, η εταιρεία συνεργαζόταν με έναν προμηθευτή, τη Manifatture Lombarde srl, που με τη σειρά του χρησιμοποιούσε υπεργολάβους, οι οποίοι έδιναν παραγγελίες σε κινεζικά ατελιέ στην περιφέρεια του Μιλάνου και απασχολούσαν αλλοδαπούς χωρίς νόμιμα έγγραφα για την παραγωγή τσαντών, δερμάτινων ειδών και αξεσουάρ με την υπογραφή Armani.

Τον Ιούνιο, ένα δικαστήριο του Μιλάνου διέταξε η Manufactures Dior Srl, μια μονάδα του Dior Italia, να τεθεί επίσης υπό αναγκαστική διαχείριση για παρόμοιους λόγους.

Η εταιρεία είχε αναθέσει σε τρίτους την παραγωγή ενός μέρους της συλλογής 2024 των τσαντών και αξεσουάρ, σύμφωνα με ένα δελτίο τύπου της αστυνομίας.

Μια έρευνα είχε αποκαλύψει την ύπαρξη προμηθευτών που περιγράφονταν ως «κινεζικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφερναν να μειώσουν τα κόστη τους καταφεύγοντας σε παράνομους και παράτυπους εργάτες υπό συνθήκες εκμετάλλευσης».

Διαβάστε ακόμη 

Ρεύμα: Από τη φορολόγηση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας ο «κουμπαράς» των μέτρων στήριξης των καταναλωτών

Exit mobile version