Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, παρά τη μεγάλη κρίση που βίωσε την περασμένη δεκαετία, παραμένει ένας από τους πιο δυναμικούς εξαγωγικούς κλάδους του πρωτογενούς τομέα στηρίζοντας παράλληλα την περιφερειακή ανάπτυξη. Μπορεί τα λάθη ετών να οδήγησαν άλλοτε κραταιές δυνάμεις στο αδιέξοδο, εν τούτοις η μεγάλη ζήτηση για πρωτεΐνη στη διατροφή παγκοσμίως τής έχει δώσει μια νέα ευκαιρία όχι μόνο για αναδιάταξη αλλά και για τη διεκδίκηση μεγαλύτερου χώρου σε μια έντονα αναπτυσσόμενη αγορά.
Οι νέες προκλήσεις βέβαια που έχει να αντιμετωπίσει είναι μεγάλες. Από τη διαταραχή που προκάλεσε η έκρηξη της πανδημίας του κορωνοϊού ως τις μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις και την ενεργειακή κρίση που επιτείνονται μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Εν τούτοις ο ελληνικός κλάδος συνεχίζει και γίνεται πόλος σημαντικών επενδύσεων που ετοιμάζουν την επόμενη μέρα. Κεφάλαια που έρχονται την τελευταία τετραετία κυρίως από το εξωτερικό, ακολουθώντας το αφήγημα της ελληνικής καινοτομίας και πρωτοπορίας σε έναν κλάδο που σχεδόν «έχτισε» στη Μεσόγειο το οποίο μπορεί να ξεθώριασε μέσα στην κρίση, ωστόσο θεωρούν ότι μπορεί να επανέλθει.
Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια, οπότε επιχειρήθηκε το μεγάλο συμμάζεμα του κλάδου, έχουν επενδυθεί πάνω από 200 εκατ. ευρώ ξένων κεφαλαίων. Το τελευταίο και πολυσυζητημένο deal έγινε μόλις τον περασμένο μήνα με την εξαγορά του 60% της Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς της οικογένειας Γερουλάνου από τον ισπανικό όμιλο Profand, που εξελίσσεται σε παγκόσμια ανερχόμενη δύναμη.
Συνολικά, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, στον κλάδο σήμερα δραστηριοποιούνται 318 μονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας, στις οποίες απασχολούνται άμεσα 4.397 άτομα, μόνιμο και έκτακτο προσωπικό.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική παραγωγή ειδών υδατοκαλλιέργειας το 2020 κατέγραψε άνοδο 3,4% φτάνοντας τους 133.168,2 τόνους σε σχέση με το 2019. Κι αυτό παρά τα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία.
Η τσιπούρα παρέμεινε στην κορυφή, εμφανίζοντας τις μεγαλύτερες ποσότητες και πωλήσεις. Συγκεκριμένα, παρήχθησαν 62.269 τόνοι τσιπούρας, οι οποίοι μεταφράστηκαν σε πωλήσεις αξίας 289,81 εκατ. ευρώ. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το λαβράκι, η παραγωγή του οποίου διαμορφώθηκε στους 41.173 τόνους, με την αξία να ανέρχεται στα 209,254 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, πρωταθλητής σε ανάπτυξη τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία αναδείχθηκε ο κρανιός, η παραγωγή του οποίου σχεδόν διπλασιάστηκε το 2020, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε όρους αξίας, η οποία ενισχύθηκε κατά 33,8%.
Βέβαια ο κλάδος, που είναι εξωστρεφής προσφέροντας 12.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας σε 11 από τις 13 Περιφέρειες της Ελλάδας, δέχεται πλέον τις αναταράξεις των μεγάλων πληθωριστικών πιέσεων.
«Το 2022 αναμένεται να είναι άλλη μία δύσκολη χρονιά για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, καθώς στις συσσωρευμένες επιπτώσεις της πανδημίας και τη συνεχιζόμενη πίεση από τον ανταγωνισμό έρχεται να προστεθεί η αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, συνθέτοντας ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον για τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου», σημειώνει ο κ. Φίλιππος Πετρίδης, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας AMBIO. «Παρά τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει και πάλι η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, υπάρχει αισιοδοξία στον κλάδο ότι αυτές θα ξεπεραστούν, κυρίως χάρη στην υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Προϋπόθεση αποτελεί η ισχυρή συνεργασία μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, με πρώτο μέλημα την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των υφιστάμενων επιχειρήσεων, συμβάλλοντας στην προσέλκυση νέων επενδύσεων. Το στοίχημα λοιπόν εστιάζει και πάλι στην αντιμετώπιση εξωγενών και ενδογενών προβλημάτων ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η διαφοροποίηση του κλάδου έναντι του ανταγωνισμού», προσθέτει.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να ενταθούν οι προσπάθειες αναγέννησης του κλάδου. Τα κεφάλαια φαίνεται ότι έρχονται, πλέον αυτά πρέπει να μετουσιωθούν σε ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο που θα ξεκινά από την καινοτομία και τις νέες προτάσεις προς την παγκόσμια αγορά ούτως ώστε να παρακαμφθούν ανταγωνιστές όπως η Τουρκία, που σήμερα έχει γιγαντωθεί χάρη στο ελληνικό know how.
Πέραν όμως της κινητοποίησης των ίδιων των εταιρειών οφείλει και η Πολιτεία να σταθεί αρωγός. Εδώ και 5 χρόνια εκκρεμεί η ιστορία της χωροθέτησης Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), δηλαδή οργανωμένων θαλάσσιων εκτάσεων εντός των οποίων θα χωροθετούνται μονάδες υδατοκαλλιέργειας. Ενα «εργαλείο» το οποίο θα αποτελέσει και το πεδίο συγκροτημένης ανάπτυξης της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας.
Κωστής Γκλαβάς (Avramar) – H επόμενη φάση μετασχηματισμού του μεγάλου ομίλου
Η Avramar είναι ο μεγαλύτερος και νεότερος παίκτης στον κλάδο, που δημιουργήθηκε μετά τη συγχώνευση των Νηρέα, Σελόντα, Andromeda και Περσέα. Η έδρα του είναι στη Βαλένθια και ιδιοκτήτες του είναι δύο ξένα funds, το αμερικανικό AMERRA Capital Μanagement και το κρατικό fund του Αμπού Ντάμπι Mubadala Investment, τα οποία άρχισαν να επενδύουν στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια από το 2018. Από το 2019 και έπειτα, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των εταιρειών του ομίλου, έχουν επενδυθεί περισσότερα από 150 εκατ. ευρώ ενώ το επενδυτικό πρόγραμμα συνεχίζεται αμείωτο. Μετά την αναδιάρθρωση των δανείων, το στοίχημα της ενοποίησης, που συνοδεύεται από την αναδιάρθρωση, την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του ενιαίου ομίλου, παραμένει στην κορυφή και της νέας διοίκησης, που έχει αναλάβει από τον περασμένο Δεκέμβριο υπό τον κ. Κωνσταντίνο Γκλαβά.
Ο όμιλος προσπαθεί να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την εξωστρέφεια και τη στρατηγική επέκτασης της εκτροφής σε νέα είδη που θα εμπλουτίσουν περαιτέρω το μεσογειακό μενού, εκτός από τα δύο δημοφιλή είδη, τσιπούρα και λαβράκι, όπως είναι ο κρανιός και το φαγκρί. Εξάλλου, στο ίδιο μοτίβο εντάσσεται και η προώθηση και η κυκλοφορία νέων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα κάνουν την κατανάλωση πιο εύκολη και εύχρηστη. Για παράδειγμα, ψάρια ολόκληρα ή φιλεταρισμένα χωρίς κόκαλα, έτοιμα για μαγείρεμα σε μοντέρνες και εύχρηστες συσκευασίες και έτοιμα γεύματα με συνταγές. Η ετήσια παραγωγή ψαριών της Avramar φτάνει τους 75.000 τόνους και η παραγωγή γόνου τα 220 εκατομμύρια ιχθύδια. Ο τζίρος της πέρυσι είχε φτάσει τα 420 εκατ. ευρώ με εξαγωγές σε 35 χώρες και επενδύοντας περί τα 30 εκατ. ευρώ. Διαθέτει 70 μονάδες εκτροφής, 10 ιχθυογεννητικούς σταθμούς, 12 συσκευαστήρια, 3 εργοστάσια μεταποίησης και 3 εργοστάσια ιχθυοτροφών. Το προσωπικό της στην Ελλάδα είναι σχεδόν 2.000 άτομα και άλλα 300 περίπου στην Ισπανία.
Γιώργος Μομφεράτος (Philosofish) – Το δεύτερο μεγαλύτερο σχήμα
Σήμερα το αντίπαλον δέος της Avramar είναι η εταιρεία Philosofish, γνωστή παλαιότερα ως Μπιτσάκος Ιχθυοκαλλιέργειες. Μια εταιρεία που ουσιαστικά γιγαντώθηκε πάνω στη διαδικασία ενοποίησης των υπόλοιπων μεγάλων που συγκροτούν σήμερα το νέο σχήμα και οι οποίοι κατ’ εντολήν της DG Comp, της Γεν. Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., εκποίησαν μονάδες τους, τις περισσότερες εκ των οποίων εξαγόρασε η Philosofish. Από το 2015 βασικός μέτοχος της Philosofish είναι το επενδυτικό fund Diorasis International με έδρα το Λουξεμβούργο, το οποίο πήρε τον έλεγχο της Μπιτσάκος αντί 20 εκατ. ευρώ.
Η Diorasis είναι ένα ελληνικών συμφερόντων επενδυτικό κεφάλαιο που έχουν συγκροτήσει ο εφοπλιστής Νικόλας Λυκιαρδόπουλος (Neda Maritime) και ο fund manager Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, σε συνεργασία με τον διακεκριμένο οικονομολόγο Γιώργο Μομφεράτο, τον τραπεζίτη Γιάννη Μπράβο και τους επιχειρηματίες Περικλή Β. Λιβά και Ανδρέα Σωτηρόπουλο.
Τη διοίκηση στη Philosofish ασκεί ο κ. Μομφεράτος από τη θέση του προέδρου. Η εταιρεία επέτυχε πέρυσι παραγωγή ψαριών 17.000 τόνων και γόνου 100 εκατομμυρίων ιχθυδίων.
Ο κύκλος εργασιών της έφθασε τα 87 εκατ. ευρώ, με στόχο φέτος να ξεπεράσει τα 100 εκατ. κάνοντας εξαγωγές σε 30 χώρες. Την τελευταία τριετία οι επενδύσεις που έχει κάνει ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ και απασχολεί 570 άτομα. Διαθέτει 23 μονάδες εκτροφής, 4 ιχθυογεννητικούς σταθμούς και 4 συσκευαστήρια.
Νάνσυ Παντελεημονίτου (Γαλαξίδι) – Σταθερή δύναμη
Στις μεγάλες φουρτούνες της προηγούμενης δεκαετίας η κυρία Νάνσυ Παντελεημονίτου αποδείχθηκε πολύ καλή καπετάνισσα κρατώντας σταθερά το τιμόνι της Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες, φτάνοντας σήμερα να αποτελεί έναν από τους «βράχους» και τις υγιείς δυνάμεις του κλάδου. Ο όμιλος, που σήμερα αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο παίκτη, κάνει κινήσεις περαιτέρω ενίσχυσης της παρουσίας του στο εξωτερικό, έχοντας ιδρύσει προ τριετίας θυγατρική στην Ισπανία. Το γεγονός ότι αποτελεί ένα σύγχρονο καθετοποιημένο σχήμα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης τον βοηθά να επιτύχει οικονομίες κλίμακας, ιδίως καθώς οι πλωτές και χερσαίες παραγωγικές δραστηριότητες βρίσκονται σε μια περιοχή, την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας.
Ο όμιλος διαθέτει επτά πλωτές παραγωγικές μονάδες πάχυνσης ιχθυοπληθυσμού στον Νομό Φωκίδας, μία στον Νομό Βοιωτίας και μία στη L’Ametlla de Mar στην επαρχία Ταραγόνα στην Ισπανία, δύο ιχθυογεννητικούς σταθμούς στο Γαλαξίδι και στη Δεσφίνα και ένα σύγχρονο συσκευαστήριο στο Γαλαξίδι με δυναμικότητα 9.000 τόνων ετησίως. Η συνολική παραγωγική δυναμικότητα νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας (τσιπούρα, λαβράκι κ.λπ.) ανέρχεται σε 15.757 τόνους ετησίως και η παραγωγική δυναμικότητα ιχθυδίων των ιχθυογεννητικών σταθμών ανέρχεται σε 47εκατομμύρια ανά έτος. Το τελικό προϊόν εξάγεται κατά περίπου 97,03% στο εξωτερικό, κυρίως σε Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία και ΗΠΑ, το δε υπόλοιπο διατίθεται στην ελληνική αγορά.
Εκτός της παραγωγής τσιπούρας και λαυρακιού, η εταιρεία παράλληλα ερευνά και αναπτύσσει κι άλλα είδη όπως φαγκρί, μυτάκι και κρανιό, ενώ από το 2007 έχει ξεκινήσει και τη βιολογική καλλιέργεια τσιπούρας και λαβρακιού. Ο όμιλος έχει 411 εργαζομένους και ο κύκλος εργασιών του το 2020 ήταν 55,21 εκατ. ευρώ με προοπτική να αυξηθεί 10% το 2021, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διοίκησης στον τελευταίο ισολογισμό που έχει δημοσιοποιήσει. Βασικός μέτοχος του ομίλου είναι η κυρία Νάνσυ (σ.σ.: Αθανασία) Παντελεημονίτου, η οποία βρίσκεται στο τιμόνι του από το 1987.
Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου (Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς) – Αλλαγή σελίδας για μια ιστορική εταιρεία
Τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς, που ίδρυσε ο Μαρίνος Γερουλάνος το 1981, θα αποτελούν πάντα εμβληματική εταιρεία, καθότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να δημιουργηθεί ολόκληρος ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μας. Φέτος η εταιρεία, που διοικείται από την κυρία Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου, σύζυγο του γιου του Μαρίνου, Παύλου Γερουλάνου, γυρίζει σελίδα, αφού οι διαπραγματεύσεις ετών έφεραν νέο στρατηγικό επενδυτή και μεγαλομέτοχο στην εταιρεία.
Πρόκειται για τον ισπανικό όμιλο Grupo Profand που έλαβε το 60% των μετοχών, με το υπόλοιπο 40% να παραμένει στα χέρια των ιδρυτών της επιχείρησης, την οικογένεια Γερουλάνου. Πρόκειται για μια συμφωνία που δένει το «άρμα» της Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς, που παρέμειναν και συνεχίζουν να αποτελούν οικονομικά υγιή δύναμη στην αγορά, σε έναν σημαντικό όμιλο με μεγάλο δίκτυο πωλήσεων στο εξωτερικό, διασφαλίζοντας έτσι το μέλλον του.
Μάλιστα ο όμιλος Profand έχει θέσει στόχο να καταστεί σημαντική πολυεθνική εταιρεία στον παγκόσμιο αλιευτικό τομέα, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη ποιότητα σε ένα μοντέλο που είναι ολοκληρωμένο και βιώσιμο από την αλίευση έως την πώληση και διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια των τροφίμων αλλά και την κερδοφορία. Σημειωτέον ότι πρόκειται για τον δεύτερο τη τάξει, βάσει πωλήσεων, κλάδο στην Ισπανία με παρουσία σε 60 χώρες, 12 εργοστάσια και περισσότερους από 3.000 εργαζομένους. Σε ό,τι αφορά την Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς ΑΕΒΕ, η παραγωγή ψαριών έφθασε πέρυσι τους 5.500 τόνους και γόνου τα 7,5 εκατομμύρια ιχθύδια.
Ο τζίρος της έφτασε τα 55 εκατ. ευρώ, με το 90% των πωλήσεων να γίνει στο εξωτερικό. Η εταιρεία προχώρησε σε επενδύσεις 4 εκατ. ευρώ. Διαθέτει 3 μονάδες εκτροφής, 1 ιχθυογεννητικό σταθμό και 2 συσκευαστήρια. Το προσωπικό της φτάνει τα 260 άτομα.
Διαβάστε ακόμα:
Στο 60%-90% οι κρατήσεις για το Πάσχα – Οι premium προορισμοί (pics)
Φορολογικά «Πιστοποιητικά»: Επιστροφές φόρων «εξπρές» με αυτοματοποιημένες διαδικασίες