Πολυεπίπεδος και μεγάλος θα αποδειχθεί στο επιχειρείν αλλά και στο σύνολο της οικονομίας ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι οι διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μας με τη Ρωσία και την Ουκρανία παραμένουν περιορισμένες.

Ήδη οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες χώρες ή έχουν εμπορικές συμφωνίες εισάγοντας ή εξάγοντας προϊόντα και υπηρεσίες μετράνε ζημιές, τις οποίες πασχίζουν με έκτακτα μέτρα να περιορίσουν. Η αγορά της εμπόλεμης Ουκρανίας ουσιαστικά έχει κλείσει, ενώ της Ρωσίας πλέον μπαίνει σε απομόνωση με τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση, η οποία έφτασε να εκδιώξει από το χρηματοοικονομικό σύστημα Swift τις ρωσικές τράπεζες, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε διασυνοριακή συναλλαγή.

Η μεγάλη εικόνα βέβαια που σκιαγραφείται σε όλες τις αναλύσεις των διεθνών οίκων δείχνει ότι τελικά το μάρμαρο θα κληθούμε να το πληρώσουμε όλοι, επιχειρήσεις και καταναλωτές. Και αυτό καθώς στις προβλέψεις περιλαμβάνεται η προοπτική μεγαλύτερων και παρατεταμένων πληθωριστικών πιέσεων σε όλα τα επίπεδα (ενέργεια, πρώτες ύλες, μεταφορικά, χρήμα κ.ο.κ.) που θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα στη δυναμική της οικονομικής ανάκαμψης που επεδείκνυε τόσο η χώρα μας όσο και ολόκληρη η Ευρώπη.

Τα πρώτα «κύματα»

Και αν το παραπάνω αφορά τα «προσεχώς» της νέας κρίσης, ήδη υπάρχουν μία σειρά επιχειρήσεων και κλάδων που δέχονται τα πρώτα κύματα των συνεπειών από το κλείσιμο εργοστασίων και το πάγωμα των εμπορικών συναλλαγών με την Ουκρανία και τη Ρωσία. Η διακοπή των εμπορικών σχέσεων αναμένεται να επηρεάσει ένα συνολικό ποσό συναλλαγών που είχε υπερβεί τα 5 δισ. ευρώ κατά την περασμένη χρονιά σε επίπεδο εμπορικών σχέσεων. Τα 545 εκατ. ευρώ περίπου αφορούσαν ελληνικές εξαγωγές και τα 4,5 δισ. ευρώ εισαγωγές, εκ των οποίων 3,65 δισ. ευρώ αφορούσαν πετρελαιοειδή, τα οποία τα ελληνικά διυλιστήρια πλέον καλούνται να βρουν από αλλού!

Σημαντικές πιέσεις ωστόσο δέχονται και οι αλευροβιομηχανίες αφενός διότι προμηθεύονται σημαντικό μέρος των σιτηρών από την Ουκρανία και τη Ρωσία, αφετέρου διότι η νέα αναταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα επηρεάζει συνολικά τις τιμές των σιτηρών, που κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Στο επίπεδο των εισαγωγών ενδεικτικό της εξάρτησης της χώρας από τα σιτηρά της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι το γεγονός ότι πέρυσι το 31% των εισαγωγών σε αξία της Μύλοι Κεπενού, το 33% της Κυλινδρόμυλοι Κ. Σαραντόπουλος και το 17% των εισαγωγών της Μύλοι Λούλη προέρχονταν από τις δύο αυτές χώρες με βάση την ενημέρωση που παρείχαν προς τις Χρηματιστηριακές Αρχές.

Σύμφωνα με πληροφορίες του «business stories», και οι τρεις εταιρείες έχουν προσώρας παγώσει παραγγελίες που προγραμμάτιζαν. «Δεν μπορούμε παρά να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Αυτές τις ημέρες η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις αγορές και χρειάζεται ψυχραιμία», λέει στο «b.s.» η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Μύλοι Κεπενού, Ελένη Κεπενού. «Κανείς στην αγορά δεν περίμενε το ακραίο σενάριο της γενικευμένης πολεμικής σύρραξης. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως κάθε ένας έχει κάνει τους υπολογισμούς του και διαθέτει επαρκή αποθέματα τουλάχιστον για το επόμενο τρίμηνο», συμπληρώνει. Η κυρία Κεπενού διαβεβαιώνει ότι στην αγορά δεν πρόκειται να υπάρξει έλλειψη αφού υπάρχουν χώρες που μπορούν να αναπληρώσουν το κενό. «Ωστόσο οι τιμές θα είναι πολύ υψηλότερες και εκτιμώ ότι ακόμα και αν ο πόλεμος τερματιστεί αύριο, χωρίς να υπολογίζω τις κυρώσεις στη Ρωσία, θα χρειαστούν μήνες πριν επανέλθει μια σχετική κανονικότητα στην αγορά».

Με τη σειρά τους οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων, ειδικά όσες χρησιμοποιούν ως βασική πρώτη ύλη τα σιτηρά και τα άλευρα, παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις τηρώντας προς το παρόν στάση αναμονής. Η ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στο σιτάρι, στο καλαμπόκι και στη σόγια αναμένεται να επηρεάσει και τον τομέα της κτηνοτροφίας λόγω ακριβότερων ζωοτροφών.

Προβληματισμός επικρατεί και στις μεταλλουργικές εταιρείες, καθώς Ρωσία και Ουκρανία αποτελούν βασικούς προμηθευτές χάλυβα. Είναι ενδεικτικό ότι το 17% των αναγκών της Σωληνουργεία Τζιρακιάν καλύφθηκε πέρυσι από τις δύο αυτές χώρες, αντίστοιχο ποσοστό των αναγκών της σε χάλυβα αγόρασε η Αφοί Κορδέλλου από την Ουκρανία και η ΣΙΔΜΑ το 6,7% το εισήγαγε από τη Ρωσία και την Ουκρανία.

Επίσης, στην ελληνική αγορά γίνονται σημαντικές εισαγωγές ρωσικού αλουμινίου, με την πλειονότητα αυτών να απορροφά η ΕΛΒΑΛ ΧΑΛΚΟΡ στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τη Rusal.

Σημαντικό πλήγμα βέβαια δέχονται και όσοι πραγματοποιούν εξαγωγές στις δύο χώρες. Εκτεθειμένες πολλές επιχειρήσεις της χώρας που αφενός δεν μπορούν να προβούν σε νέες πωλήσεις, αφετέρου να εισπράξουν παλαιότερες οφειλές από τους πελάτες στη χονδρική – Ρωσία και Ουκρανία απορροφούν πάνω από το 50% της εγχώριας παραγωγής γούνας. Σημαντικό πρόβλημα θα αντιμετωπίσει ο κλάδος της γουνοποιίας, που εξάγει πάνω από το 50% της παραγωγής του στη Ρωσία και την Ουκρανία.

Όπως εξηγεί στο «b.s.» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Γούνας Απόστολος Τσούκας, οι περίπου 2.000 επιχειρήσεις του κλάδου της ελληνικής γουνοποιίας όχι μόνο δεν μπορούν να προβούν σε νέες πωλήσεις, αλλά κινδυνεύουν να μείνουν με τον «μουντζούρη» στο χέρι, καθώς η αποπομπή των ρωσικών τραπεζών από το Swift καθιστά αδύνατη την όποια προσπάθεια αποπληρωμής των παλαιών οφειλών πελατών από τη Ρωσία.
«Δύο χρόνια τώρα, με την πανδημία, ο κλάδος πέρασε πολύ δύσκολα. Και φέτος που ετοιμαζόμασταν να ξανακάνουμε την παγκόσμια έκθεσή μας με την προσδοκία της ανάκαμψης, έγινε αυτό. Για πολλούς εκτιμώ ότι θα είναι ταφόπλακα, για να μη μιλήσω για ολόκληρο τον κλάδο», τονίζει ο κ. Τσούκας.

Αποκαλύπτει δε ότι πολλοί γουνοποιοί πλέον είναι εκτεθειμένοι από τις πρόσφατες αγορές που έκαναν στη μεγάλη δημοπρασία δερμάτων, τη μεγαλύτερη στον κόσμο, που διεξήχθη στις αρχές του μήνα στην Αγία Πετρούπολη. «Πληρώσαμε τα δέρματα, και πλέον δεν μπορούν να τα στείλουν. Μιλάμε για εκατομμύρια ευρώ», λέει ο κ. Τσούκας. Ήδη η Ομοσπονδία έχει απευθύνει αίτημα στην κυβέρνηση για τη στήριξη του κλάδου.

Σημειωτέον ότι το πρώτο μεγάλο χτύπημα η ελληνική γουνοποιία το δέχθηκε τη διετία 2014-2015, όταν η Ρωσία είχε επιβάλει είτε εμπάργκο είτε αυστηρούς περιορισμούς στην εισαγωγή ευρωπαϊκών -και ελληνικών- προϊόντων στον απόηχο των δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας. Παράλληλα υπήρξε μεγάλο φρένο στις εξαγωγές στην Ουκρανία, που ως τότε απορροφούσε σχεδόν τις ίδιες ποσότητες με τη Ρωσία, λόγω της οικονομικής φθίνουσας πορείας της ουκρανικής οικονομίας στον απόηχο των τότε εξελίξεων.
Ως αποτέλεσμα ενώ οι παγκόσμιες εξαγωγές ελληνικής γούνας κινούνταν ως το 2013 στα επίπεδα των 230 εκατ. ευρώ τον χρόνο, το 2019, τελευταία χρονιά απρόσκοπτης λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς (πριν από την πανδημία και τα lockdowns), είχαν υποχωρήσει στα 108 εκατ. ευρώ. Στη διετία της πανδημίας οι πωλήσεις στο εξωτερικό συρρικνώθηκαν ακόμα περισσότερο. Μαζί τους και ο αριθμός των εκτροφείων που, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2020 είχαν μείνει μόλις 92 – μείωση 20% σε σχέση με μόλις δύο χρόνια πριν!

Ανήσυχοι είναι και οι εξαγωγείς τροφίμων. Όπως εξηγεί ο Κώστας Αποστόλου, προέδρος της Ενωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), σε Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία, σήμερα εξάγονται κομπόστες, συμπυκνωμένοι χυμοί ροδάκινου και λίγες ποσότητες σαλατών. Ειδικά για τα προϊόντα που εξάγονται σε Ρωσία και Ουκρανία απαιτούνται περίπου 40.000 τόνοι φρέσκου ροδάκινου. Επιπλέον, από τους συνολικά 25.000-30.000 τόνους χυμού ροδάκινου, που παράγονται στην Ελλάδα, το 1/3 πηγαίνει προς τη Ρωσία, ενώ η Ουκρανία απορροφά σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής επιτραπέζιου ροδάκινου.

Εκτεθειμένες

Πέραν όμως των εταιρειών με εμπορική δραστηριότητα στη Ρωσία και την Ουκρανία, υπάρχουν και οι ελληνικές εταιρείες με ισχυρή παρουσία στην περιοχή, οι οποίες πλέον είναι αντιμέτωπες με τις συνέπειες του πολέμου.

Η Coca-Cola HBC ήδη διέκοψε τη λειτουργία του εργοστασίου της στην Ουκρανία, όπως και ο όμιλος Σαράντη, που διαθέτει παραγωγική μονάδα στη χώρα μέσω της θυγατρικής του, Ergopack. Η τελευταία, με 600 εργαζομένους, συνεισφέρει το 6,7% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών του ομίλου και το 50% των πωλήσεών της είναι μέσω εξαγωγών σε χώρες όπως η Γεωργία, η Μολδαβία και το Αζερμπαϊτζάν. Σε αναστολή της λειτουργίας της θυγατρικής της στην Ουκρανία έχει προχωρήσει και η εταιρεία εμπορίας πρώτων υλών ELTON. Συνολικά στη χώρα, σύμφωνα με το Ελληνο-ουκρανικό Επιμελητήριο, δραστηριοποιούνται επενδυτικά 70 ελληνικές επιχειρήσεις. Μεταξύ αυτών, η υαλουργία HGI, που διαθέτει εργοστάσιο, η Αlumil, η Etem, η Printec και η JSC Piraeus Bank ICB, που οι δραστηριότητές της αγγίζουν μόλις το 0,2% του συνολικού ενοποιημένου ενεργητικού της Πειραιώς Financial Holdings, όπως είχε ανακοινώσει προ ημερών ο όμιλος.

Στη Ρωσία, πάλι, οι επενδύσεις στις οποίες έχουν προβεί ελληνικές επιχειρήσεις, που πλέον αναζητούν τρόπους να μην εγκλωβιστούν, είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος και, σύμφωνα με το Γραφείο Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Μόσχα, κατανέμονται στους τομείς της μεταποίησης, του χονδρεμπορίου – λιανεμπορίου, των μεταφορών – αποθήκευσης, της διαμονής – σίτισης, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, του real estate, των επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών και της υγείας.

Επίσης, η Chipita, που πλέον έχει περάσει στα χέρια του πολυεθνικού ομίλου Mondelez International, διαθέτει παραγωγική μονάδα στην Αγία Πετρούπολη, από την οποία διοχετεύει τα προϊόντα της (είδη σνακ και αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής) σε πολύ μεγάλο αριθμό σημείων πώλησης.

Παρουσία στην περιοχή αλλά μικρότερη έκθεση διαθέτει επίσης η εταιρεία Πλαστικά Κρήτης (μέσω της θυγατρικής παραγωγικής εταιρείας Global Colors στη Ρωσία) και η Cenergy (διαθέτει joint venture των Σωληνουργείων Κορίνθου στη Ρωσία).
Εργοστάσιο συναρμολόγησης διαθέτει και ο όμιλος Kleeman που κατασκευάζει ανελκυστήρες, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία της εταιρείας δομικών υλικών Isomat.

Ελληνικές επενδύσεις έχουν γίνει και σε μονάδες επεξεργασίας αλουμινίου αλλά και στο λιανικό εμπόριο ενδυμάτων.

Πηγές κοντά στον Όμιλο Σαράντη αναφέρουν ότι η επίδραση για τον όμιλο είναι ιδιαίτερα περιορισμένη στη Ρωσία (διατηρεί θυγατρική εμπορική εταιρεία), σε επίπεδα μικρότερα του 0,5% επί του ενοποιημένου κύκλου εργασιών και ακόμα μικρότερο ποσοστό επί της ενοποιημένης κερδοφορίας.

Οι ρωσικές επενδύσεις

Την ίδια ώρα υπολογίζεται πως το ρωσικών συμφερόντων κεφάλαιο που έχει επενδυθεί ήδη στη χώρα ή πρόκειται να επενδυθεί μέσω των στρατηγικών επενδύσεων που έχουν εγκριθεί από τη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι 596 Ρώσοι που έχουν λάβει «χρυσή βίζα», ο αριθμός των οποίων αυξάνει στους 1.693, αν συνυπολογιστούν και οι άδειες που έχουν δοθεί στα μέλη των οικογενειών τους.

Σε ό,τι αφορά τον χώρο του λιανεμπορίου τροφίμων, από το 2021 δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα η ρωσικών συμφερόντων αλυσίδα hard discount MERE του Ομίλου Svetofor. Ο τελευταίος ελέγχει 1.800 καταστήματα στη Ρωσία και την τελευταία τριετία επιχειρεί άνοιγμα σε αρκετές ευρωπαϊκές αγορές. Στη χώρα μας έχει τέσσερα καταστήματα, σε Λάρισα, Τρίπολη, Αγρίνιο και Κόρινθο, ενώ το πέμπτο κατάστημα που είχε ανοίξει στον Λαγκαδά έκλεισε πριν από λίγους μήνες. Επίσης Ρώσοι μέσω της SI Foods έχουν επενδύσει εδώ και χρόνια στη γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη, στην οποία πλέον έχει εισέλθει και το αμερικανικών συμφερόντων fund CVC Capital. Πάντως οι Ρώσοι της Δωδώνη απέκτησαν πέρυσι την Provet και προ ετών επένδυσαν στην εταιρεία Unismack.

Διαβάστε ακόμη:

Αριστείδης Μπελλές: Από τα ψάρια και τον Νηρέα, στο real estate και τον τουρισμό (pics)

Νέο πακέτο στήριξης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις: Μειώσεις φόρων με… πλατφόρμα για τα καύσιμα 

Λιγνίτης σε γυναικεία ελληνικά χέρια κόντρα στην ενεργειακή κρίση