Συγκρατημένη μεν αλλά αυξημένη αισιοδοξία καταγραφουν οι Έλληνες επιχειρηματίες στο πρώτο εξάμηνο του 2019 σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας IBR της Grant Thornton, η αισιοδοξία των Ελλήνων επιχειρηματιών για την οικονομική προοπτική των επόμενων 12 μηνών αυξήθηκε κατά 5% και ανήλθε στο 29%, γεγονός που αντικατοπτρίζει τα «δειλά» βήματα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Στον αντίποδα, η επιχειρηματική αισιοδοξία τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην Ευρώπη μειώθηκε στο 32% και 26% αντίστοιχα.
H οικονομική αβεβαιότητα μειώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο εξάμηνο, ωστόσο το ποσοστό παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και αντικατοπτρίζει την έλλειψη σταθερότητας στο ευρύτερο περιβάλλον.
Προσδοκίες κερδών και εξαγωγές
Παράλληλα με την αισιοδοξία για την οικονομική προοπτική της χώρας διαμορφώνονται υψηλές προσδοκίες για την κερδοφορία και τα έσοδα των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, οι προσδοκίες για τα κέρδη ανέρχονται στο 52% και οι προσδοκίες για τα έσοδα στο 63%.
Παρά το γεγονός ότι και τα δύο ποσοστά είναι μικρότερα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα ποσοστά σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Οι ερωτηθέντες Έλληνες επιχειρηματίες δήλωσαν την αισιοδοξία τους και αναφορικά με τις εξαγωγές της επιχείρησής τους.
Συγκεκριμένα, οι προσδοκίες των επιχειρηματιών αυξήθηκαν από το 35% στο προηγούμενο εξάμηνο, στο 52% στο πρώτο εξάμηνο του 2019.
Οι θετικές προβλέψεις για τις εξαγωγές συμβαδίζουν με τις εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και επιβεβαιώνουν τη δέσμευση του ελληνικού επιχειρείν για περισσότερη εξωστρέφεια.
Ψηφιακές τεχνολογίες, επενδύσεις στην έρευνα
Επιπλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αντιληφθεί σε σημαντικό βαθμό την αξία των ψηφιακών τεχνολογιών και δείχνουν μια έντονη μεταστροφή προς αυτή την κατεύθυνση.
Αναλυτικότερα, το ποσοστό των επιχειρηματιών που δηλώνουν πως θα προχωρήσουν σε επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες μέσα στους επόμενους 12 μήνες, αυξήθηκε κατά 6% και διαμορφώθηκε στο 47%.
Ταυτόχρονα, πέραν της αυξητικής τάσης για επενδύσεις στην τεχνολογία και στον ψηφιακό μετασχηματισμό, παρατηρούνται θετικές αποκλίσεις σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο στις επενδύσεις σε μηχανήματα και εγκαταστάσεις (56%), σε ανάπτυξη των δεξιοτήτων του προσωπικού (40%) και σε νέα κτίρια (29%).
Σημαντική αύξηση παρουσιάζει και το ποσοστό των επιχειρηματιών που αναμένεται να προχωρήσουν σε επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Ειδικότερα, το ποσοστό κατέγραψε αύξηση της τάξης του 32% και διαμορφώθηκε στο 48%.
Ο προσανατολισμός σε έρευνα και ανάπτυξη μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, βγάζοντάς την από το τέλμα απροθυμίας για πιο καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Τροχοπέδη η γραφειοκρατία
Η γραφειοκρατία συνεχίζει να αποτελεί τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία των Ελλήνων επιχειρηματιών τάσσεται υπέρ αυτής της άποψης καθώς το 55% των ερωτηθέντων αναφέρει ως εμπόδιο τους κανονισμούς και τη γραφειοκρατία.
Αν και το ποσοστό κατέγραψε μείωση της τάξης του 37%, σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, παραμένει ιδιαίτερα υψηλό σε αντιπαραβολή με τα ποσοστά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του παγκόσμιου μέσου όρου.
Έλλειψη ταλέντων αλλά και απροθυμία μισθολογικών κινήτρων για την προσέλκυσή τους
Επιπρόσθετα, η έλλειψη ταλέντων αναδεικνύεται πλέον στον ισχυρότερο παράγοντα ανησυχίας για τις επιχειρήσεις.
Στην Ελλάδα, η δυσκολία των εργοδοτών να βρουν το κατάλληλο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό απειλεί την ανταγωνιστικότητά των επιχειρήσεων και για αυτό οι εργοδότες οφείλουν να επικεντρωθούν σε άλλες στρατηγικές που θα τους βοηθήσουν να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα που αναζητούν.
Τέλος, παρά το γεγονός ότι οι εργοδότες έχουν έλλειψη ταλέντων δεν αναμένεται να προχωρήσουν άμεσα σε αύξηση μισθών για να προσελκύσουν εξιδεικευμένο εργατικό δυναμικό.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που προσδοκούν να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους ανέρχεται στο 17% σε αντίθεση με τα ποσοστά σε ευρωπαϊκό και παγκόσμια επίπεδο τα οποία ανέρχονται στο 60% και 65% αντίστοιχα.