Απο το 2014, όταν ακόμα η κρίση δεν είχε τελειώσει στην Ελλάδα, είχε στο νου της η εταιρεία Γιώτης την επέκτασή της στη βόρεια Αφρική. Ναι, στη “Μαύρη Ήπειρο” η Γιώτης έχει παρουσία, καθώς εξάγει εκεί τα προϊόντα της, όμως το project που από τότε εξέταζε είναι η δημιουργία τοπικής μονάδας παραγωγής και κοινοπρακτικών σχημάτων. Ίσως να έχει φτάσει η ώρα για να το κάνει.
Περίεργες οι συνθήκες που επικρατούν, ειδικά για μια εταιρεία που δραστηριοποιείται παραδοσιακά στα τρόφιμα και δη στα βρεφικά. Μια σειρά από ευρωπαϊκές οργανώσεις ζητούν τη συνδρομή της για βρεφικά δημητριακά -και θυμίζουμε ότι η ΕΕ είναι αυτή που φροντίζει για την εξάλειψη της πείνας στην Αφρική-, τα σιτηρά βρίσκονται σε έλλειψη λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι μεταφορές (λόγω και των καυσίμων) και είναι σε εξέλιξη μια κρίση πληθωρισμού, εν μέσω έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων μετά από μια πανδημική κρίση. Είναι η σωστή ώρα για να προχωρήσει ένα τέτοιο project;
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Γιώτης, Ιωάννης Γιώτης, από το βήμα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων του οποίου είναι πρόεδρος, λέει πως «οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δεν σχετίζονται πλέον μόνο με στόχους και στρατηγικές αλλά με πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν έχουν προηγούμενο. Οι επιπτώσεις σε επίπεδο παραγωγής, μεταποίησης, αγοράς καταναλωτών μας είναι πολλές με αποτέλεσμα να διακυβεύεται όχι απλά η ανάπτυξη αλλά η βιωσιμότητα του κλάδου μας».
Ο ίδιος τονίζει ότι είναι πλέον «καθημερινές οι πληθωριστικές πιέσεις που αντιμετωπίζουμε με τεράστιες αυξήσεις στην ενέργεια στις μεταφορές και με σημαντικές ελλείψεις στις πρώτες ύλες σε ζωοτροφές και σε λιπάσματα την ίδια στιγμή πρέπει να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη τροφοδοσία και λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας και να εξασφαλιστεί η επισιτιστική επάρκεια. Οι καταναλωτές που αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για τη βιομηχανία μας έχουν υποστεί ουσιαστική μείωση στην αγοραστική τους δύναμη ενώ οι αλλαγές στην καταναλωτική τους συμπεριφορά είναι σημαντικές και αναπόφευκτα επηρεάζουν τον κλάδο μας.
Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως ανάπτυξης εθνικής στρατηγικής που θα καθορίζει το πλαίσιο και τις δράσεις για τη σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τη μεταποίηση, μεγέθυνση και εκσυγχρονισμός των εκμεταλλεύσεων, ενσωμάτωση τεχνολογιών, κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, καλύτερη διασύνδεση του κλάδου με τον τουρισμό».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΤ, η βιομηχανία τροφίμων έχει ανάγκη τη συνεχή στήριξής της επιχειρήσεων ενάντια στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, διευκόλυνση στην εισαγωγή πρώτων υλών με ταχύτερες διαδικασίες ελέγχου, απεξάρτηση και εξεύρεση εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού για ενέργεια και πρώτες ύλες, μείωση του ΦΠΑ στα προϊόντα διατροφής, προώθηση των εξαγωγών, άμεση ενεργοποίηση του Αναπτυξιακού Νόμου για τις επενδύσεις, διευκόλυνση στην απορρόφηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Η εξωστρέφεια
Για μια εταιρεία σαν τη Γιώτης, που η εξωστρέφεια είναι το ζητούμενο, η σημερινή κρίση που βιώνει ο πλανήτης ίσως να μην αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα εφαρμογής των σχεδίων της. Η εταιρεία είναι μάλλον φειδωλή -αν όχι μυστικοπαθής- στην αποκάλυψη των επιχειρηματικών της σχεδίων, όμως είναι κοινό μυστικό ότι θέλει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις εξαγωγές και την αύξηση των μεριδίων τους επί του συνολικού τζίρου. Ήταν άλλωστε στόχος της και μέσα στην κρίση να ξεπεράσει το 10% το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι εξαγωγές επί του συνολικού της τζίρου και να φτάσει το 20% και αυτό επιχειρείται ξανά τώρα.
Σήμερα, η Γιώτης εξάγει σε περισσότερες από 25 χώρες, έχοντας ως κυριότερες αγορές τα Βαλκάνια (από το 2018 έχει εξαγοράσει το εργοστάσιο της Royal TM στη Βουλγαρία), τη Γερμανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ παρουσία έχει και στην αχανή κινεζική αγορά. Εξαγωγές κάνει και στην αφρικανική ήπειρο και συγκεκριμένα στην Αίγυπτο, όπου προωθεί bulk προϊόντα της, κυρίως βρεφικά δημητριακά, τα οποία συσκευάζονται από τοπική βιομηχανία και διανέμονται με τα σήματα της Γιώτης. Ήδη υπάρχει συνεργασία με άλλη μάρκα στην αγορά, αλλά το project που είχε ξεκινήσει το 2014-2015, φαίνεται πως “ξαναζεσταίνεται”. Άραγε, θα “χτίσει” η Γιώτης ένα δίκτυο κοινοπρακτικών σχημάτων στην αιγυπτιακή αγορά, ώστε να στηριχθεί η δημιουργία τοπικής μονάδας παραγωγής, πριν γιορτάσει τα 100ά της γενέθλια;
Προς το παρόν, η εταιρεία, μετά από ένα επενδυτικό σερί, ετοιμάζει και νέα επένδυση στην Ελλάδα. Στην Τανάγρα, όπου και μέσω της θυγατρικής της, “Ακτίνα”, η οποία εξαγόρασε την Credin, θα ιδρύσει εργοστάσιο για παραγωγή και συσκευασία πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής. Η Ελλάδα, άλλωστε, είναι το “σπίτι” της Γιώτης. Εδώ γεννήθηκε πριν από 92 χρόνια.
Η αρχή
Η εταιρεία γεννήθηκε την εποχή του Μεσοπολέμου. Τότε, στο χωριό Καταρράκτης, στα Τζουμέρκα της Άρτας, ο 25χρονος γόνος αστικής οικογένειας της περιοχής, Ιωάννης Γιώτης, έχει παντρευτεί τη Μαρία. Στα πρώτα βήματα της ζωής τους και αναζητώντας τον προσανατολισμό τους, σκέφτονται να δραστηριοποιηθούν σε έναν τομέα που τότε μάστιζε την Ελλάδα, την παιδική θνησιμότητα, η οποία οφειλόταν στην κακή διατροφή που προκαλούσε θανατηφόρες δυσεντερίες και άλλες ασθένειες.
Ο Ιωάννης Γιώτης ταξιδεύει στη Γαλλία και μαθαίνει το σύστημα παραγωγής τυποποιημένων βρεφικών προϊόντων διατροφής. Επιστρέφει, με σχέδιο να δημιουργήσουν την πρώτη ελληνική τυποποιημένη βρεφική και παιδική τροφή, σε μορφή κρέμας. Και, το 1930 -όταν έχουν μόλις αποκτήσει το πρώτο τους παιδί, τον Χρήστο- ιδρύουν την εταιρεία, με το πρώτο της εργοστάσιο στις Τρεις Γέφυρες.
Γρήγορα, χρησιμοποιώντας ελληνική πρώτη ύλη, δημιουργούν τα -καινοτόμα για την εποχή- Άνθος Ορύζης Γιώτης και Άνθος Αραβοσίτου Γιώτης και λανσάρουν τις πρώτες βρεφικές και παιδικές κρέμες στην Ελλάδα. Όλοι οι οιωνοί είναι θετικοί: Φθηνή πρώτη ύλη, ανταγωνισμός ανύπαρκτος και οι μητέρες αγκαλιάζουν το προϊόν που θα θρέψει και θα μεγαλώσει με ασφάλεια τα παιδιά τους.
Το ζευγάρι δεν θα έχτιζε μια εταιρία που θα απευθυνόταν στις μητέρες των πιο αγνών πλασμάτων, υιοθετώντας μια σκληρή, επιχειρηματική λογική. Αντίθετα, θα έφτιαχναν τη φήμη ότι συμπεριφέρονται στους εργαζόμενους σαν παιδιά τους. Από τα πρώτα χρόνια της επιτυχίας, οι 180 εργαζόμενοι της εταιρίας, ανεξαιρέτως, είχαν, εκτός της ασφάλισής τους στο ΙΚΑ και εταιρικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έδιναν πρόσβαση στους ίδιους και στα παιδιά τους, σε κορυφαίους ιδιώτες γιατρούς της εποχής. Κάτι που αποτελεί μέρος της κουλτούρας της εταιρείας, η οποία, ως σήμερα, παρέχει παρόμοιες «διευκολύνσεις» στους εργαζομένους της, όπως για παράδειγμα, τη διατροφή των μωρών των εργαζομένων για δύο χρόνια.
Στην Κατοχή, το εργοστάσιο θα κλείσει και δεν θα ξανανοίξει παρά μόνο μετά το τέλος της, με μεγάλη επιτυχία. Και εν μέσω ανάπτυξης, η οικογένεια Γιώτη, θα λανσάρει ακόμα ένα πρωτοποριακό προϊόν για την εποχή: Το φρουί ζελέ που γίνεται αμέσως επιτυχία και ακολουθείται από την Κρέμα Καραμελέ.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Γιώτη, το 1960, η εταιρία θα γίνει μητριαρχική, με τη Μαρία να καθοδηγεί τα δύο της παιδιά, Χρήστο και Θανάση στη διοίκηση. Θα ακολουθήσει το λανσάρισμα άλλων καινοτόμων προϊόντων που γίνονται ανάρπαστα από τις Ελληνίδες -και όχι μονο- νοικοκυρές, όπως η Φαρίνα Γιώτη, το αλεύρι που φουσκώνει μόνο του. Μέχρι και το 1980, οπότε, μετά από το θάνατο του Θανάση, η εταιρεία θα μείνει στα χέρια του Χρήστου Γιώτη, χωρίς όμως να διασπαστεί ποτέ αυτό που πρεσβεύει η Γιώτης: Η οικογένεια.
Και αυτό φαίνεται πως το νιώθει η οικογένεια Γιώτη, όπως κάνει, για παράδειγμα, στο πρόγραμμα “Μια ελπίδα γεννιέται”. Και, φέτος, συμπληρώνονται 4 χρόνια που το πρόγραμμα που “τρέχει” η εταιρεία με τη ΜΚΟ HOPEgenesis σε 90 χωριά της Ηπείρου που είχαν μηδενικές γεννήσεις, συνεχίζεται. Σε αυτά τα 4 χρόνια, το πρόγραμμα “απέφερε” 55 νέα μωράκια, με τη Γιώτης να καλύπτει τα έξοδα προγεννητικού ελέγχου, τοκετού, των βρεφικών τροφών για 2 χρόνια, έχοντας διαθέσει πάνω από 100.000 γεύματα βρεφικού γάλακτος και κρέμας. Και, ίσως με την περαιτέρω επέκταση στις 5 ηπείρους όπου δραστηριοποιείται και τις επενδύσεις, η εταιρεία να έχει “ανακαλύψει” ένα μυστικό όπλο που δρα κατά της υπογεννητικότητας…
Διαβάστε ακόμη
Ρεύμα: Τι αλλάζει στη ρήτρα αναπροσαρμογής και τα τιμολόγια από την 1η Ιουλίου
Πλειστηριασμοί: Εβδομάδα… Μυκόνου με επώνυμα σφυριά και αναστολές (pics)