Μία στις τέσσερις επιχειρήσεις σημείωσε υψηλότερες πωλήσεις την εορταστική περίοδο, συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝ.ΕΜ.Υ. της ΕΣΕΕ.
Η έρευνα καταλήγει πως η υψηλή επισκεψιμότητα των εμπορικών αγορών δεν μεταφράστηκε σε ανάλογες πωλήσεις και η λειτουργία της αγοράς δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί στα προ Covid-19 επίπεδα.
Ωστόσο, δεδομένων της ενεργειακής κρίσης και των ανατιμήσεων, το 27% των επιχειρήσεων δήλωσε πολύ/ πάρα πολύ ικανοποιημένο από τις πωλήσεις κατά την εορταστική περίοδο, πάνω από τις μισές (54,0%) μέτρια ικανοποιημένο.
Μάλιστα η αβεβαιότητα στην αγορά οδήγησε μία στις τρεις επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν προσφορές/ εκπτώσεις, γεγονός που εξηγεί γιατί, εν μέρει, στις μισές κινήθηκαν περισσότερο τα πιο φθηνά εμπορεύματα.
Βασικοί παράγοντες τροφοδότησης αυτής της αβεβαιότητας είναι αφενός οι ανατιμήσεις στο ενεργειακό κόστος και αφετέρου η αύξηση των τιμών των προμηθευτών.
Πού οφείλεται η υψηλή επισκεψιμότητα
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας για την κίνηση των εμπορικών καταστημάτων κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου 2022-2023, η υψηλή επισκεψιμότητα στα εμπορικά καταστήματα έγινε ακόμη εντονότερη κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, και οφείλεται και στην υποχώρηση των μέτρων προστασίας κατά της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και στις παρατεταμένα ήπιες καιρικές συνθήκες.
Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν την επιστροφή στο φυσικό κατάστημα, όπως αυτή αποτυπώνεται το τελευταίο διάστημα, σημειώνεται.
«Εντούτοις, η λειτουργία της αγοράς δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί στα προ Covid-19 επίπεδα, ενώ καταναλωτικές συμπεριφορές οι οποίες είχαν διογκωθεί κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, όπως οι διαδικτυακές αγορές, διατηρούνται, έως ένα βαθμό, ακόμη και σήμερα. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης και των ανατιμήσεων και η αυξημένη αβεβαιότητα την οποία επέφερε η τελευταία σε καταναλωτές και επιχειρήσεις», αναφέρεται.
Τα στοιχεία της έρευνας
Μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (26,4%) σημείωσε υψηλότερες πωλήσεις συγκριτικά με την αντίστοιχη εορταστική περίοδο του 2021- 2 2022, ενώ σχεδόν μία στις δύο (43,6%) επιχειρήσεις δεν κατέγραψε κάποια μεταβολή. Ωστόσο, το 29,4% των επιχειρήσεων εμφάνισε επιδείνωση των πωλήσεων σε σχέση με πέρυσι.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο περυσινό δελτίο οι επιδόσεις των καταστημάτων συγκρίνονταν με εκείνες του 2020, οπότε η αγορά λειτουργούσε υπό τους ασφυκτικούς περιορισμούς της πανδημίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις νέες προκλήσεις (ενεργειακή κρίση/ ανατιμήσεις), το 27% των επιχειρήσεων δήλωσε πολύ/ πάρα πολύ ικανοποιημένο από τις πωλήσεις κατά την εορταστική περίοδο. Περισσότερες από τις μισές (54,0%) εμφανίζεται μέτρια ικανοποιημένο ενώ το 19% λίγο έως καθόλου.
Το ευρήματα αυτά αφορούν την απόσταση μεταξύ των προσδοκιών και των πραγματικών πωλήσεων.
Ο υψηλός βαθμός ικανοποίησης από την επισκεψιμότητα στα καταστήματα οφείλεται στην άρση των περιορισμών των μετακινήσεων, και της επιθυμίας των καταναλωτών για επιστροφή στην κανονικότητα. Περισσότερες από μία στις τρεις (36,8%) δήλωσε από πολύ έως πάρα πολύ ικανοποιημένες από την επισκεψιμότητα, ενώ σχεδόν οι μισές (47,9%) δήλωσαν μέτρια ικανοποιημένες.
Παραδοσιακά, η καλύτερη περίοδος για την αγοραστική κίνηση ήταν πριν από τα Χριστούγεννα.
Οι παρατεταμένες αναταράξεις και η αβεβαιότητα στην αγορά οδήγησαν μία στις τρεις επιχειρήσεις (35,6%) να πραγματοποιήσουν προσφορές/ εκπτώσεις ακόμα και κατά την εορταστική περίοδο. Ειδικότερα, το 71% των επιχειρήσεων που προχώρησαν σε εκπτώσεις, υιοθέτησαν ποσοστό που κυμάνθηκε από 11% έως 30%.
Το εύρημα αυτό εξηγεί, εν μέρει, ότι στις μισές (50,3%) κινήθηκαν περισσότερο τα πιο φθηνά εμπορεύματα. Μια δεύτερη εξήγηση μπορεί να δοθεί και από το γεγονός ότι ευνοήθηκαν οι επισκέψεις/ συναθροίσεις και συνεπώς η ανάγκη για ανταλλαγή συμβολικών δώρων.
Για το 2022 συνολικά, η αγορά παρουσιάζει μια μεικτή εικόνα συγκριτικά με το 2021 με τις θετικές αποκρίσεις να αντισταθμίζουν τις αρνητικές.
Η ανισότητα στις επιδόσεις αποτυπώνεται και στις προβλέψεις των πωλήσεων για το 2023. Μία στις πέντε επιχειρήσεις (18,4%) δηλώνει αδυναμία πρόβλεψης εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας και του 3 ιδιαίτερα ρευστού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενώ μία στις τέσσερις (26,4%) αναμένουν επιδείνωση.
Βασικοί παράγοντες τροφοδότησης αυτής της αβεβαιότητας είναι αφενός οι ανατιμήσεις στο ενεργειακό κόστος και αφετέρου η αύξηση των τιμών των προμηθευτών. Ως εκ τούτου, περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (53,7%) δηλώνουν εξαιρετικά υψηλή αρνητική επίδραση. Για σχεδόν έξι στις δέκα επιχειρήσεις (58,9%) οι ανατιμήσεις των τιμών των εμπορευμάτων από τους προμηθευτές κυμάνθηκε από 11% έως 30%.
Διαβάστε ακόμη
Δημήτρης Κοντομηνάς: Πώς η τεράστια περιουσία του «ροκανίζεται» από τους πλειστηριασμούς (pics)
Eurostat: Πρώτες ενδείξεις για πτώση πληθωρισμού σε Ελλάδα και ΕΕ