Η μεγάλη τάση των φυτικής προέλευσης (plant-based) τροφίμων που διαρκώς αποκτά δυναμική έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά ελληνικών εταιρειών που δρομολογούν πλέον σημαντικές επενδύσεις σε αυτή τη νέα κατηγορία προϊόντων διατροφής που αναπτύσσεται παγκοσμίως.
Ηδη τρεις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία των αδελφών Σαράντη, η ΜΕΒΓΑΛ της οικογένειας Χατζάκου και η Δωδώνη, που πλέον έχει περάσει στην ιδιοκτησία του CVC, έχουν ενεργοποιήσει συγκεκριμένα σχέδια επέκτασης σε αυτή την κατηγορία. Την ίδια ώρα, η πρωτοπόρος του είδους στη χώρα μας, Arivia, η οποία πλέον βρίσκεται υπό την ιδιοκτησία της πολυεθνικής Upfield, αναπτύσσεται με γεωμετρική πρόοδο αποτελώντας πλέον έναν σημαντικό διεθνή παίκτη.
Ο προσανατολισμός αυτών των επενδύσεων είναι εξωστρεφής, με δεδομένο πως μπορεί και στη χώρα μας οι ρυθμοί ανάπτυξης αυτής της αγοράς να είναι εντυπωσιακοί – ωστόσο, αυτή δεν παύει να είναι ακόμη αρκετά μικρή. Οι προοπτικές φαίνονται εξαιρετικές. Σύμφωνα με τελευταία έρευνα του Bloomberg Intelligence, ο κλάδος των plant-based τροφίμων αναμένεται να αυξηθεί σε αξία στα 162 δισ. δολάρια έως το 2030, όταν το 2020, με βάση τα τελευταία ετησιοποιημένα στοιχεία, ήταν 29,4 δισ. δολάρια!
Στην ενίσχυση αυτής της τάσης, σύμφωνα με την έρευνα, συντελούν και άλλοι παράγοντες, όπως το γεγονός ότι αρχίζουν να γίνονται πιο προσιτά οικονομικά ενώ παράλληλα καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο στο λιανεμπόριο, καθώς πλέον ισχυρές mainstream εταιρείες αρχίζουν να προσφέρουν plant-based εκδόσεις των προϊόντων τους. Φυσικά τον κύριο λόγο έχει η αναζήτηση των καταναλωτών για εναλλακτικές στην κατεύθυνση μιας πιο ισορροπημένης διατροφής που πλέον περνάει από τα φυτικά προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, ενώ αυτά αρχικά απευθύνονταν σε vegan διατροφικές συνήθειες, πλέον αποκτούν πιο διευρυμένη θέση στο τραπέζι ενός νοικοκυριού.
Κάτι που ειδικά στη χώρα μας έχει φανεί από την άνοδο των προϊόντων ροφήματος από αμύγδαλο έναντι των γαλακτοκομικών ή από τα φυτικά τυριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 33% των Ελλήνων αγοράζει και καταναλώνει τουλάχιστον μία κατηγορία plant-based προϊόντων τακτικά σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία ερευνών NielsenIQ.
Σημειωτέον πως η κατηγορία των plant-based γαλακτοκομικών έχει τη μεγαλύτερη διείσδυση στην ελληνική αγορά, με την εταιρεία ερευνών IRI να εκτιμά ότι το 2020 έφτασε στα 50 εκατ. ευρώ ετήσιο τζίρο, έχοντας διπλασιαστεί σε δύο χρόνια! Πρωταγωνιστής της κατηγορίας είναι τα φυτικά ροφήματα, με τις κρέμες, τα τυριά και τα παγωτά να ακολουθούν, ενώ ως πιο αναπτυσσόμενη εμφανίζεται η ομάδα των επιδορπίων. Σε ό,τι αφορά την κατηγορία των υποκατάστατων κρέατος (μπιφτέκια, κεφτεδάκια κ.ά.), εμφανίζουν επίσης σημαντική αυξητική τάση, ωστόσο δεν έχουν πιάσει ακόμα τη δυναμική των γαλακτοκομικών.
Σε κάθε περίπτωση, σε αυτή την αναπτυσσόμενη αγορά πλέον ελληνικές επιχειρήσεις επιδιώκοντας να αποκτήσουν σημαντική θέση σπεύδουν να τοποθετηθούν, γνωρίζοντας ωστόσο ότι η επιτυχία του εγχειρήματος περνάει κυρίως από τις εξαγωγές.
To success story της εξωστρεφούς Arivia
Αυτό εξάλλου έχει καταδείξει το success story της Arivia με έδρα στη Θεσσαλονίκη και εργοστάσιο στην Προσοτσάνη Δράμας. Η εταιρεία που διοικείται από τον διευθύνοντα σύμβουλο Ανθιμο Μισαηλίδη λάνσαρε το 2015 τα φυτικά τυριά Violife στην αμερικανική αγορά μέσω μιας μικρής εισαγωγικής εταιρείας και πλέον έχει φτάσει να σημειώνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην κατηγορία των vegan τυριών στα αμερικανικά σούπερ μάρκετ και μάλιστα, σύμφωνα με την NielsenIQ, είναι η πλέον αναγνωρίσιμη μάρκα!
Με σημαντικούς ρυθμούς αναπτύσσονται οι εξαγωγές της επίσης στη Βρετανία, γεγονός που περίπου προ δύο ετών προσέλκυσε την πολυεθνική Upfield, στην οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, τα brands Becel και Flora, να εξαγοράσει την ελληνική εταιρεία, της οποίας οι πρώτες προσπάθειες με φυτικά τυριά που προορίζονταν για την περίοδο της νηστείας είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του ’90. Με το όνομα και τα δίκτυα της Upfield, λοιπόν, η Arivia έχει απογειωθεί προχωρώντας διαρκώς σε νέες επενδύσεις για την επέκταση των υποδομών και των νέων γραμμών παραγωγής στο εργοστάσιό της.
Σε ό,τι αφορά τώρα την εικόνα των επιδόσεών της, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις του 2020, τις πρώτες ουσιαστικά υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 47,59% και ανέρχονται στα 104,177 εκατ. ευρώ, έναντι 70,584 εκατ. ευρώ, την ίδια στιγμή που τα καθαρά κέρδη ενισχύθηκαν κατά 91%, στα 27,921 εκατ. ευρώ.
Οι επενδύσεις των αδελφών Σαράντη
Το παράδειγμα της εταιρείας στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και η δυναμική της αγοράς των φυτικής προέλευσης τροφίμων έχει κινητοποιήσει και άλλες εταιρείες να ανοίξουν έναν κύκλο επενδύσεων που θα τους βοηθήσει να επεκταθούν στον συγκεκριμένο χώρο.
Ηδη ο επικεφαλής του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία Μιχάλης Σαράντης έχει προαναγγείλει μια σημαντική επένδυση προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία, όπως έλεγε στο πρόσφατο Dairy Conference της Boussias Communication, είτε θα αφορά την εξαγορά εταιρείας με εγκαταστάσεις που θα στραφούν στο κομμάτι της παραγωγής φυτικών προϊόντων, είτε τη μετατροπή του εργοστασίου της Γαλακτοβιομηχανίας Ροδόπη στην Ξάνθη σε μονάδα αποκλειστικής παραγωγής των φυτικών προϊόντων του ομίλου.
Ο όμιλος πάντως, όπως φαίνεται από την περιβαλλοντική μελέτη που έχει υποβάλει στις αρμόδιες αρχές, φαίνεται ότι προετοιμάζεται για το δεύτερο ενδεχόμενο.
Σημειωτέον πως η Ελληνικά Γαλακτοκομεία με τα brands Ολυμπος, Ροδόπη, ΤΥΡΑΣ, Καρπός ήταν από τις πρώτες ελληνικές εταιρείες στον χώρο που έκαναν άνοιγμα και στην κατηγορία των plant-based ροφημάτων και επιδορπίων γιαουρτιού.
Εισέρχεται δυναμικά η Δωδώνη
Την ευκαιρία στην αναδυόμενη κατηγορία των φυτικών τυριών είδε και η Δωδώνη, κάνοντας το βήμα μέσω εξαγωγών. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας που βρίσκεται πλέον κάτω από την ιδιοκτησιακή ομπρέλα του CVC, Μιχάλη Παναγιωτάκη, έχει κυκλοφορήσει ήδη στο εξωτερικό προϊόν τύπου λευκού τυριού, το οποίο δοκιμάζεται στις μεγάλες αγορές, ύστερα από αίτημα των συνεργαζόμενων αλυσίδων σούπερ μάρκετ που διείδαν αυτή την ανάγκη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η δυναμική της τάσης προς τα φυτικής προέλευσης τρόφιμα, η οποία πυροδοτείται κυρίως από τη νέα γενιά καταναλωτών, θα αλλάξει αναμφίβολα και τις γαλακτοβιομηχανίες ώστε να προσφέρουν συνολική γκάμα προϊόντων διατροφής.
Γι’ αυτό εξάλλου και η Δωδώνη εξετάζει το επόμενο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Στο επενδυτικό πλάνο των Χατζάκου – Θεοδωρόπουλου
Επενδυτική κίνηση προς την κατεύθυνση παραγωγής plant-based προϊόντων φαίνεται να προγραμματίζει και η ΜΕΒΓΑΛ.
Η εταιρεία προχωρά δυναμικά στον νέο αναπτυξιακό της σχεδιασμό μετά τη μετοχική ισχυροποίηση της κυρίας Μαίρης Χατζάκου αλλά και την είσοδο του κ. Σπύρου Θεοδωρόπουλου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μετά την έξοδο της ΔΕΛΤΑ.
Σημειωτέον πως η κυρία Χατζάκου προανήγγειλε πρόσφατα ένα επενδυτικό σχέδιο άνω των 24 εκατ. ευρώ σε βάθος πενταετίας για τον εκσυγχρονισμό της γαλακτοβιομηχανίας.
Κινήσεις από Λούστα, Υφαντή και Βιντζηλαίο
Σημαντικές επενδυτικές κινήσεις, ωστόσο, γίνονται και στο κομμάτι των υποκατάστατων κρέατος.
Σημαντική παρουσία προσώρας εμφανίζουν η Megas Yeeros και ο όμιλος Υφαντής έχοντας λανσάρει ήδη φυτικά προϊόντα.
Η πρώτη, μάλιστα, είχε προλάβει να βγάλει λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας στην ελληνική αγορά αλλά και προς εξαγωγή τη σειρά Mega Meatless. Μια επιλογή που, όπως εξηγούσε τότε ο διευθύνων σύμβουλος και εκ των βασικών μετόχων της εταιρείας Νίκος Λούστας, ήταν μονόδρομος με βάση τη δυναμική που εμφανίζει η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών. Προς αυτό, εξάλλου, η εταιρεία δρομολόγησε την επέκταση του εργοστασίου που έχει στον Ασπρόπυργο, ενώ για την κάλυψη της αμερικανικής αγοράς ενισχύει το εργοστάσιο που διαθέτει στο Νιου Τζέρσεϊ.
Περίπου το ίδιο διάστημα εισήλθε στην κατηγορία των plant-based προϊόντων και η Υφαντής. Η νέα δραστηριότητα αναπτύσσεται στις εγκαταστάσεις της μονάδας της Luncheon Meat στην Αλεξανδρούπολη, όπου δημιουργήθηκαν εξειδικευμένες γραμμές παραγωγής, και ήδη οι φυτικοί κωδικοί (τυροκομικά, μπέργκερ και κεφτεδάκια) διατίθενται στα εγχώρια καταστήματα λιανικής, ενώ έχουν ξεκινήσει και το «ταξίδι» τους στα διεθνή ράφια. Τα φυτικά προϊόντα της Υφαντής, όπως προαναφέρθηκε, έχουν ήδη λανσαριστεί και στην αμερικανική αγορά και σύντομα θα παράγονται και στην τοπική μονάδα.
Στο κομμάτι των υποκατάστατων κρέατος αναμένεται επίσης κίνηση από τον έτερο μεγάλο παίκτη στα αλλαντικά, την Creta Farms. Ηδη ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας Δημήτρης Βιντζηλαίος έχει προαναγγείλει τη μετατροπή του εργοστασίου της Λακωνικής Τροφίμων (που πλέον συγχωνεύθηκε με την Creta Farms) στη Σπάρτη σε μονάδα παραγωγής vegan προϊόντων. Εξάλλου, το 80% της παραγωγής της πρώην Λακωνικής έχει μεταφερθεί στο εργοστάσιο της Creta στο Ρέθυμνο.
Διαβάστε ακόμη:
Αυτοί είναι οι Έλληνες μάνατζερ των funds που κινούν €850 δισ. (pics)
Οι Έλληνες την εποχή των social media: Οι αναρτήσεις που θα ήθελαν να εξαφανίσουν – Infographic
Μερική επιστροφή στην κανονικότητα από αύριο με χαλάρωση των μέτρων σε εστίαση – διασκέδαση