O αμερικανικός τεχνολογικός κολοσσός καλείται να πληρώσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 113 εκατ. δολαρίων ως μέρος ενός διακανονισμού που διαπραγματεύτηκε με 33 πολιτείες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Περιφέρειας της Κολούμπια, στην προσπάθεια της να επιλύσει τους ισχυρισμούς ότι η εταιρεία προέβη σε ψευδείς δηλώσεις σχετικά με την απόδοση της μπαταρίας σε ορισμένα παλαιότερα μοντέλα iPhone, καθώς και τις ενημερώσεις του λογισμικού της που συντέλεσαν στην επιβράδυνση της απόδοση των συσκευών.
Αυτός είναι ο τελευταίος από μία σειρά διακανονισμών στον οποίο ήταν υπόλογος η Apple για το ίδιο ζήτημα το 2020, σύμφωνα με το οποίο θα καταβάλει έως και 500 εκατ. δολάρια σε πρώην και τρέχοντες ιδιοκτήτες των Apple iPhone 6, iPhone 6 Plus, iPhone 6s, iPhone 6s Plus, iPhone 7, iPhone 7 Plus και το iPhone SE πρώτης γενιάς.
Η Apple αρνήθηκε την οποιαδήποτε παραβίαση στη γενική εισαγγελία των ΗΠΑ, ενώ σύμφωνα με τους όρους διακανονισμού, η Apple συμφώνησε να διατηρήσει εύκολα προσβάσιμες και εξέχουσες ιστοσελίδες που παρέχουν «σαφείς και εμφανείς» πληροφορίες στους καταναλωτές σχετικά με τις μπαταρίες ιόντων λιθίου, απρόσμενες διακοπές λειτουργίας και διαχείριση επιδόσεων.
Τα νομικά ζητήματα που προέκυψαν από τις ενημερώσεις λογισμικού iOS της Apple, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2016 και είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την απρόσμενη απενεργοποίηση των iPhone. Οι ενημερώσεις επιβραδύνουν την κορυφαία απόδοση ορισμένων iPhone για να αποτρέψουν τις ξαφνικές διακοπές λειτουργίας, οι οποίες συνέβησαν όταν οι μπαταρίες δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσουν την ανώτατη ισχύ της απόδοσης, σύμφωνα με την Apple.
Οι πολιτείες (και οι ενάγοντες της αγωγής κατηγορίας) ισχυρίστηκαν ότι η Apple γνώριζε για τα ελαττώματα και απέτυχε να ενημερώσει τους καταναλωτές – και ότι η ραγδαία επιβράδυνση της απόδοσης προκάλεσε τους πελάτες να αγοράσουν νές συσκευές.
«Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας πρέπει να σταματήσουν να χειραγωγούν τους καταναλωτές και να τους πουν όλη την αλήθεια για τις πρακτικές και τα προϊόντα τους», δήλωσε σε δήλωση ο Γενικός Εισαγγελέας της Αριζόνα, Μαρκ Μπρονόβιτς.
Τον Δεκέμβριο του 2017, η Apple ζήτησε συγγνώμη από τους πελάτες της και έδωσε μια εξήγηση σχετικά με την απογοητευτική απόδοση των μπαταριών. Ως μέρος της δήλωσης της εταιρείας, ανέφερε ότι, η ενημέρωση του iOS 10.2.1, την οποία είχε εκδώσει σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, περιείχει λειτουργίες διαχείρισης ενέργειας για ορισμένα iPhone για την αποφυγή απροσδόκητων διακοπών λειτουργίας. Η εταιρεία εκείνη την εποχή είπε ότι θα μειώσει προσωρινά το κόστος αντικατάστασης της μπαταρίας για τα επηρεαζόμενα τηλέφωνα σε 29 δολλάρια, σε σύγκριση με την κανονική χρέωση των 79 δολαρίων.
Από τον Δεκέμβριο του 2017 έως τον Ιούνιο του 2018, κατατέθηκαν 66 ξεχωριστές αγωγές κατά της Apple για το ζήτημα της επιβράδυνσης του iPhone με αποτέλεσμα αυτές οι αγωγές να ενοποιηθούν σε μία υπόθεση.
Ο διακανονισμός που συμφώνησε η Apple με τις πολιτείες, για τον οποίο εκκρεμεί έγκριση από το δικαστήριο, θα επιλύσει έρευνες που ξεκίνησαν από την Αλάσκα, την Αριζόνα, το Αρκάνσας, την Καλιφόρνια, μέχρι το Κονέκτικατ, τη Φλόριντα, τη Χαβάη, το Αϊντάχο και Περιφέρεια της Κολούμπια.
Διαβάστε ακόμη:
Μήνυμα «αλλάξτε τα όλα» από Κομισιόν με μεταρρυθμίσεις και Ταμείο Ανάκαμψης (πίνακες)
Κομισιόν: Νέα NPLs και κόστος τιτλοποιήσεων οι κίνδυνοι για τις ελληνικές τράπεζες
Folli Follie: «Eξαϋλώνονται» τα ποσοστά των Κουτσολιούτσων – Τι προβλέπει η συμφωνία εξυγίανσης