Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Από το Ναύπλιο του 1911 μέχρι την κρίση του 21ου αιώνα η κονσερβοποιία έζησε όλα τα γεγονότα της νεότερης Ελλάδας, μένοντας όρθια, διατηρώντας την οικονομική της υγεία και ανοίγοντας πλέον τους ορίζοντές της στο εξωτερικό
Στην Ελλάδα της ευκολίας, της μίζας και της λατρείας της αρπαχτής, κάπου δηλαδή προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αναδύθηκε μια νεοαστική τάξη που πόρρω απείχε από αυτό που θεωρούνταν αστικό τα προηγούμενα χρόνια. Επρόκειτο για μια γενιά που είχε ως πρότυπό της τα πρόσωπα εκείνα που είχαν προβάλει και προβληθεί τη «γρήγορη» δεκαετία του ’60: τον «λαϊκίζοντα» Αριστοτέλη Ωνάση, που ταίριαζε την όπερα της Μαρίας Κάλλας με τα μπουζούκια του Σταμάτη Κόκκοτα και αποθέωνε το επιτηδευμένα γκλάμορους, και τον Ζορμπά-Αντονι Κουίν, που ως ανυπόταχτος δεν ήθελε στο κεφάλι του κανέναν νόμο, καμία ηθική κάνοντας πάντα το κέφι του. Τρεις άνθρωποι, τρία πρότυπα που υπόσχονταν στους ακόλουθούς τους τη μη τήρηση της νόρμας, τη λατρεία του απρόβλεπτου, την ανυπακοή στους νόμους και τους κανόνες. Ηταν σαν να ράγιζε δηλαδή το γυαλί όλων όσα γνωρίζαμε, με τη βοήθεια φυσικά και της ανόδου νέων πολιτικών δυνάμεων που αμφισβητούσαν τον παλιό, αστικό, πολιτικό κόσμο και πολιτισμό.
Η κονσερβοποιία Κύκνος με τη σειρά της στάθηκε απέναντι στο συγκεκριμένο ανατρεπτικό ρεύμα, χαρακτηριζόμενη από πολλούς «συντηρητική». Ανήκοντας τόσο γεωγραφικά (εδρεύει στην πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο) όσο και αισθητικά σε αυτό που αποκαλούμε «παλιά Ελλάδα», η βιομηχανία συνέχισε μια δύσκολη, υπαγορευμένη όμως από την ιστορία της πορεία. Σε πείσμα όσων κατέστρωναν σχέδια εθνικοποίησης γνωστών βιομηχανιών κατά το πρότυπο της Πειραϊκής Πατραϊκής, η εταιρεία κατόρθωσε να επιβιώσει, να επεκταθεί και σήμερα να παρουσιάζεται υγιής κατά την περίοδο της κρίσης. Οταν όλοι επένδυαν στη μίμηση των ξένων προτύπων, αυτή πρόβαλλε την ελληνικότητά της με συσκευασίες που παρέπεμπαν και συνεχίζουν να παραπέμπουν στη δεκαετία του ’50. Και όταν η φούσκα την οποία όλοι μας δημιουργήσαμε από τη δεκαετία του ’80 και μετά έσκασε, η Κύκνος έμεινε όρθια θυμίζοντάς μας πως κάποιες φορές η «συντήρηση» και η αγάπη για τις ρίζες είναι ίσως ο καλύτερος δρόμος για την ουσιαστική πρόοδο.
Πέρασε από ζημίες σε κέρδη
Αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πορείας είναι τα νούμερα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως το 2012 μπορεί η πελοποννησιακή βιομηχανία να κατέγραψε απώλειες τζίρων της τάξης των 700.000 ευρώ και από 19 εκατ. να έπεσε στα 18,3 εκατ. ευρώ, όμως η επίτευξη κερδών στα 745.000 από 335.000 ευρώ ζημιές το 2011 δείχνει τι σημαίνει καλή διαχείριση. Αυτό συνάγεται και από τη δραστική μείωση των εξόδων λειτουργίας που πέτυχε η διοίκηση της επιχείρησης, εξασφαλίζοντας σε καιρούς κρίσιμους οικονομίες ύψους 1,4 εκατ. ευρώ. Με μονάδες σε Ναύπλιο, στην εθνική οδό Πατρών – Πύργου και αποθήκες στο Ρουφ, η εταιρεία κατορθώνει να έχει οικονομική υγεία χάρη και στον χαμηλό της δανεισμό, ο οποίος μειώθηκε περίπου κατά 2 εκατ. ευρώ. Δίνοντας έμφαση στις εξαγωγές, η Κύκνος εδώ και χρόνια άνοιξε τους ορίζοντές της, καθώς συμμετέχει διαρκώς σε διεθνείς εκθέσεις όπως αυτή στην οποία βρίσκεται τώρα στο Ντουμπάι. Πρόσφατα μάλιστα η βιομηχανία που έχει ζωή εδώ και 103 χρόνια βραβεύτηκε για την καινοτομία της στα ηλεκτρονικά συστήματα που ακολουθεί. Ποια όμως είναι πραγματικά αυτή η βαθιά προοδευτική μέσα στη συντήρησή της βιομηχανία; Πώς κατόρθωσε δίχως να έχει καν έδρα στη μητρόπολη Αθήνα να επιβιώνει και σήμερα να αναπτύσσεται;
Από τους Βαλκανικούς πολέμους στην Ελλάδα του κραχ
Η Κύκνος ιδρύθηκε λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1911, στην Αργολίδα. Η καταγωγή της για την ακρίβεια είναι η Ασίνη. Η Κύκνος υπήρξε γέννημα δύο αδελφών: των Μιχαήλ και Κωστή Μανουσάκη, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο εφηύραν την κονσέρβα στην Ελλάδα. Τα εγγόνια τους σήμερα, κύριοι Γεώργιος Μανουσάκης και Αθανάσιος Μανουσάκης-Λιαλιάτσης, είναι αυτά που τρέχουν την εταιρεία ενώ πρόεδρος (τύποις περισσότερο, καθώς δεν ασκεί διοίκηση) είναι η γνωστή και πολυβραβευμένη ενδυματολόγος κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου, της οποίας ο πατέρας υπήρξε εκ των ιδρυτών της Κύκνος. Η επιχειρηματική προσπάθεια ξεκίνησε από ένα κτήμα που είχε ο Κωστής Μανουσάκης και το οποίο αποτέλεσε τις πρώτες εγκαταστάσεις της εταιρείας. Εκεί ο αδελφός του Μιχαήλ, ο οποίος εκείνη την περίοδο υπηρετούσε ως καθηγητής Φυσικής στο Γυμνάσιο του Πειραιά, παρασκεύασε με τη βοήθεια του αδελφού του τις πρώτες κονσέρβες της Ελλάδας σε ένα πρωτότυπο πείραμα που προσπάθησε να αντιγράψει τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προϊόντα που διατηρούσαν τα τρόφιμα. Ο περίφημος ντοματοπελτές ήταν πλέον γεγονός και σύντομα οι παραγγελίες κατέκλυσαν τη μικρή μονάδα κοντά στο Ναύπλιο. Επρόκειτο για μια διατροφική επανάσταση σε μια Ελλάδα που όχι απλώς αυξανόταν γεωγραφικά, αλλά ουσιαστικά μεταλλασσόταν σε ευρωπαϊκό κράτος. Βέβαια η πατέντα της κονσέρβας δεν ήταν ελληνική. Η διατήρηση των τροφίμων είχε απασχολήσει τους επιστήμονες πριν από πολλά χρόνια, καθώς όλοι γνωρίζουμε πως για τον Στρατό η τροφοδοσία είναι μεγάλη υπόθεση. «Μητέρα» της κονσέρβας υπήρξε η Γαλλία, λόγω των αναγκών των στρατευμάτων του Ναπολέοντα να διατηρούν τα τρόφιμά τους σε καλή κατάσταση.
Σύντομα, λοιπόν, η Κύκνος αναπτύσσεται, με τις κονσέρβες της να έχουν εκτός από ντομάτα και μπάμιες. Κοντά στα αδέλφια Μανουσάκη γρήγορα θα τοποθετηθεί και ένας επενδυτής της εποχής ο οποίος με 60.000 δραχμές θα αγοράσει μερίδιο. Επρόκειτο για την οικογένεια Βασιλείου Παπαντωνίου η οποία πίστεψε στις δυνατότητες της κονσερβοποιίας. Τα τέλη του 1914 και με τις δυσκολίες που επέφερε σε παγκόσμιο επίπεδο ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος η εταιρεία δεν ήταν έτοιμη να πατήσει φρένο στην ανάπτυξή της και έτσι συνεχίζει ακάθεκτη, ρισκάροντας και έχοντας μετεγκατασταθεί στο Ναύπλιο, όπου εδρεύει έως τις μέρες μας. Η βιομηχανία αγόραζε πρώτες ύλες από την Αργολίδα, αλλά και την Αυστραλία, ενώ στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η ανάπτυξη της συντελέστηκε σε όλη την επικράτεια. Κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της Κύκνος υπήρξε η δημιουργία δεύτερης μονάδας στην Αργολίδα το 1928. Σε μια πρωτόγνωρη επένδυση για τα δεδομένα της εποχής η εταιρεία αγόρασε μηχανήματα από τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα επένδυσε στη διαφήμιση. Κανένα μπακάλικο που σεβόταν τον εαυτό του δεν διανοούνταν να μην έχει Πελτέ Κύκνος στα ράφια του. Η εταιρεία επιβίωσε με δυσκολίες στην Κατοχή βοηθώντας πολλούς πολίτες που είχαν προβλήματα διαβίωσης, ενώ τη δεκαετία του ’60 ακολούθησε ένα δεύτερο μεγάλο ρεύμα επενδύσεων με τη δημιουργία μονάδας στα Σαβάλια Ηλείας και στο Ρουφ. Την ίδια περίοδο η πρότυπη αυτή εταιρεία δημιουργεί τη σάλτσα κέτσαπ, που μέχρι τότε ήταν γνωστή μόνο στις ΗΠΑ. Η δεκαετία του ’80 δοκιμάζει τη βιομηχανία, περισσότερο όμως λόγω της διείσδυσης ανταγωνιστικών σχημάτων όπως το περίφημο brand Pummaro, που θα της αποσπάσει μερίδια αγοράς. Παρά το μοντέρνο στυλ του ανταγωνιστή της, η διοίκηση της Κύκνος θα μείνει σταθερά προσηλωμένη στην παραδοσιακή μορφή του προϊόντος της και θα δικαιωθεί. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τη δεκαετία του ’90 το ρετρό και τα 60s θα γίνουν ξανά μόδα. Μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της εταιρείας ήταν ο κ. Ακης Κρητικός, πεθερός του νυν πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά και μέτοχος της Κύκνος.
Η εκτέλεση του μεγαλομετόχου στον Εμφύλιο και το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα
Στα άγνωστα στοιχεία για την εταιρεία είναι επίσης το γεγονός πως μέτοχός της είναι επίσης το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, το οποίο ιδρύθηκε από την κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου προς τιμήν ενός από τους ιδρυτές της Κύκνος, του Βασίλειου Παπαντωνίου. Ο τελευταίος μάλιστα, σε μια άγνωστη πτυχή της νεότερης επιχειρηματικής και πολιτικής ζωής του τόπου, εκτελέστηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου από μέλη του Δημοκρατικού Στρατού όταν οι τελευταίοι εισέβαλαν στο σπίτι του θεωρώντας πως θα βρουν χρυσές λίρες. Μόλις διαπίστωσαν την απουσία αυτών, αντί να φύγουν, αποφάσισαν να «τιμωρήσουν» τον επιχειρηματία δολοφονώντας τον και στέλνοντας έπειτα από ημέρες το άψυχο κορμί του στην οικογένειά του «διά παραδειγματισμό». Η κόρη του δεν ασχολήθηκε άμεσα με την εταιρεία, αλλά μετά τις σπουδές της στη Βρετανία τη δεκαετία του ’60 στράφηκε στην τέχνη ως ενδυματολόγος, ενώ συνεργάστηκε με όλα τα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου όπως ο Αλέξης Μινωτής, ο Κάρολος Κουν και η Κατίνα Παξινού. Αστή από κούνια, η ίδια δώρισε όλη την περιουσία και τις μετοχές της στην Κύκνος στο ίδρυμα προς τιμήν του πατέρα της επιλέγοντας να ζει με ελάχιστα χρήματα. Ανιψιά της τελευταίας είναι η κυρία Γεωργία Σαμαρά-Κρητικού.