Με το βλέμμα στραμμένο στην ΔΕΗ και στις ταρίφες που θα προσφέρει μέχρι τις 10 Ιουλίου στην αγορά, βρίσκονται οι ιδιώτες προμηθευτές ενέργειας για να χαράξουν την νέα εμπορική πολιτική που θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται από τον επόμενο μήνα στην αγορά ηλεκτρισμού και θα ενσωματώσει τον νέο μηχανισμό με την διπλή παρέμβαση: το πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά και την αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Ο παίκτης με την δεσπόζουσα θέση, θα δώσει τον τόνο στην αγορά σε μια περίοδο ισχυρών αναταράξεων και αποσταθεροποίησης του τομέα της προμήθειας.
Κόκκινο πανί για τις εταιρείες του κλάδου είναι η αντικατάσταση της ρήτρας με πρόβλεψη της τιμής του φυσικού αερίου του μεθεπόμενου μήνα, με την οποία καλούνται να υπολογίσουν το κόστος της κιλοβατώρας για τους πελάτες τους.
Ο δεύτερος πονοκέφαλος είναι η πλήρης απελευθέρωση των μετακινήσεων, ο λεγόμενος ενεργειακός «τουρισμός», ο οποίος επιτρέπει στους καταναλωτές να αλλάζουν πάροχο αζημίως με μοναδικό κίνητρο τα φθηνότερα τιμολόγια.
Επειδή οι γεωπολιτικές εξελίξεις εμπεριέχουν πολύ μεγάλο ρίσκο και καθιστούν απρόβλεπτο το ενεργειακό κόστος ακόμη και σε 24ωρη βάση, η πρόβλεψη σύμφωνα με τους παρόχους ενέργειας είναι αδύνατη, με κίνδυνο παραγωγής μεγάλων ζημιών.
«Με βάση τα μοντέλα που έχουμε τρέξει, η χειρότερη απόκλιση στις προβλέψεις μας μπορεί να είναι από 75 έως 100 ευρώ η μεγαβατώρα από 3% έως 4% που θα ήταν ένα νορμάλ ποσoστό αστοχίας», αναφέρει στέλεχος μεγάλης εταιρείας στo retail με 20ετή παρουσία στην αγορά.
Όπως λέει σήμερα τα μοντέλα δεν κινούνται όπως παλιά. «Ακόμη και να βήξει ο Πούτιν η τιμή του φυσικού αερίου μπορεί να εκτιναχθεί από τα 130 ευρώ που είναι σήμερα στα 200 ευρώ η μεγαβατώρα», επισημαίνοντας ότι τα παράγωγα του Δεκεμβρίου του 2022 δείχνουν τιμή 700 ευρώ /MWh.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής μετακύλισε το κόστος της ενέργειας στον πελάτη υπολογίζοντας το κόστος χονδρεμπορικής συν ένα περιθώριο κέρδους. «Σήμερα, που η κυβέρνηση την αναστέλλει, θα ενσωματωθεί στις τελικές χρεώσεις και για να προφυλάξει τους παρόχους από το ρίσκο, θα χρειαστεί να μπει ένα risk margin», υποστηρίζει η ίδια πηγή.
Τι σημαίνει αυτό; Μπορεί το κόστος στην χονδρική να είναι 300 ευρώ η μεγαβατώρα αλλά οι επιχειρήσεις να προσθέσουν σε αυτό 40 ή 50 ευρώ risk margin και να πουλάνε την ενέργεια με 350 ευρώ/MWh, κάτι που θα επιβαρύνει τους καταναλωτές.
Αυτό εξηγεί και τα επιχειρήματα των προμηθευτών ότι στο τέλος της μέρας, οι τιμές θα είναι υψηλές, τις οποίες θα έρθουν να καλύψουν –ως ένα βαθμό- οι επιδοτήσεις.
Όπως λένε εύστοχα στην αγορά, όποιος διατηρήσει χαμηλά τις τιμές και πάρει το ρίσκο, πρακτικά θα τζογάρει με κίνδυνο να χάσει χρήματα αλλά θα πάρει πολλούς πελάτες. Το ερώτημα είναι πόσοι είναι διατεθειμένοι και έχουν τις αντοχές να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Στην αγορά εκτιμούν ότι τα πάντα θα εξαρτηθούν από την στάση της ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ καταργεί τις εκπτώσεις
Το στίγμα της επιχείρησης έδωσε τις προηγούμενες μέρες ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος κ. Γιώργος Στάσσης στην γενική συνέλευση των μετόχων, λέγοντας ότι με το νέο πλαίσιο τιμολόγησης, επανασχεδιάζονται τα πάντα από την αρχή, προεξοφλώντας εμμέσως πλην σαφώς το τέλος των εκπτώσεων του 30% στα τιμολόγια που εφάρμοζε τον τελευταίο χρόνο.
«Με το νέο μοντέλο τιμολόγησης από 1η Ιουλίου, δεν τίθεται θέμα διατήρησης ή όχι της έκπτωσης 30%, θα ανακοινώνουμε όπως όλες οι εταιρείες τις δικές μας ταρίφες», πρόσθεσε.
Με τα νέα μέτρα, την τελευταία εργάσιμη μέρα κάθε μήνα πρέπει οι εταιρείες να ανακοινώσουν την τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας για τον μεθεπόμενο μήνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στα τέλη Αυγούστου, θα πρέπει να προβλέψουν τις τιμές του Σεπτεμβρίου και μαζί με άλλες παραδοχές (π.χ κόστος ρύπων) να εκτιμήσουν το κόστος για τον Οκτώβριο ώστε να τιμολογήσουν τους πελάτες τους.
Κατ΄εξαίρεση για την αρχή, μέχρι τις 10 Ιουλίου οι προμηθευτές θα πρέπει να υπολογίσουν το κόστος της κιλοβατώρας για τον Αύγουστο και να αναρτήσουν τα νέα τιμολόγια στην ιστοσελίδα τους ώστε οι καταναλωτές να επιλέξουν το πιο ανταγωνιστικό τιμολόγιο που θα πάρουν στα χέρια τους το Σεπτέμβριο.
Η αδυναμία της σωστής πρόβλεψης σύμφωνα με τις εταιρείες είναι αδύνατο να ανακτηθεί και αυτό είναι ο «ελέφαντας» στο ντουλάπι των προμηθευτών ενέργειας. Ακόμη και αν ενσωματώσει το αυξημένο κόστος σε ένα τιμολόγιο, ο πελάτης θα μείνει για λίγο στην εταιρεία και στην συνέχεια θα φύγει για να αναζητήσει κάτι φθηνότερο.
Αυτή η απομάκρυνση ισοδυναμεί για τις εταιρείες με απώλειες κάποιων εκατομμυρίων ευρώ.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία αν κάποιος έχει ανεξόφλητες οφειλές και μετακινηθεί σε άλλο πάροχο δεν κινδυνεύει με διακοπή ρεύματος, δημιουργεί ένα γαϊτανάκι κακοπληρωτών που συνεχώς μεγαλώνει και επεκτείνεται ακόμη και σε τυπικούς μέχρι πρόσφατα στις πληρωμές πελάτες.
Σε αναβρασμό οι πάροχοι
Οι εταιρείες μολονότι έχουν όλο τον Ιούλιο για να κάνουν την μετάπτωση των συστημάτων τους στις απαιτήσεις των νέων μέτρων, επισημαίνουν ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα στην εφαρμογή τους. Με βάση την τροπολογία, κάθε μήνα, ο καταναλωτής μπορεί να αλλάζει προμηθευτή. «Αν υποθέσουμε ότι κάθε μήνα ανακοινώνονται οι νέες τιμές αυτό σημαίνει ότι ο καταναλωτής πριν ακόμη δεχτεί τιμολόγιο για το μήνα που ξόδεψε ενέργεια, θα μπορεί να αλλάξει προμηθευτή. Αυτό είναι απαράδεκτο», αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας κ. Μίλτος Ασλάνογλου. Τονίζει επίσης ότι ισοδυναμεί με μεγάλες επισφάλειες για τα δίκτυα καθώς συντηρεί ένα κύμα τζαμπατζήδων που ήδη υπάρχει και θα ενταθεί. Εκφράζει μάλιστα αμφιβολίες για το αν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις ο ΔΕΔΔΗΕ, ο οποίος καλείται να κάνει την καταμέτρηση του μήνα αλλά και οι ίδιες οι εταιρείες, οι οποίες δεν είναι εκπαιδευμένες σε μεγάλους όγκους μετακινήσεων.
Σύνθετη άσκηση η μείωση της κιλοβατώρας
Με την αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής ενεργοποιείται και το πλαφόν στην χονδρεμπορική, στο οποίο έχει ποντάρει η κυβέρνηση για να αποκλιμακώσει τις τιμές ηλεκτρισμού.
Η σχετική υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζονται οι τιμές αποζημιώσεων ανά τεχνολογία προβλέπει σταθερές ταρίφες για τα έργα ΑΠΕ στα 85 ευρώ/MWh και για τα υδροηλεκτρικά 112 ευρώ/MWh. Μεταβλητές λόγω και της έκθεσής τους στο διεθνές περιβάλλον θα είναι οι τιμές για το φυσικό αέριο και τον λιγνίτη.
Οι τιμές αυτές θα καθορίζονται ανά μήνα, σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους (κόστος εξόρυξης λιγνίτη, βαθμός απόδοσης μονάδας κ.α). Για τον πρώτο μήνα εφαρμογής, δηλαδή τον Ιούλιο, το μοντέλο υπολογισμού προσδιορίζει την αποζημίωση στις μονάδες φυσικού αερίου στα 253,9 ευρώ/MWh και για τις μονάδες λιγνίτη στα 206,7 ευρώ/MWh. Την Πέμπτη η τιμή της χονδρεμπορικής ήταν στα 349 ευρώ/MWh.
Πριν την κρίση το σύνολο της αξίας των συναλλαγών στην χονδρεμπορική αγορά (Day Ahead Market) ήταν 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά το 40% προερχόταν από το φυσικό αέριο. Η αύξηση της τιμής από 20 ευρώ η μεγαβατώρα σε 120 ευρώ σε συνδυασμό με την αύξηση των δικαιωμάτων ρύπων από 25 ευρώ στα 70 ευρώ ανά τόνο, δημιουργεί ένα επιπλέον κόστος της τάξης των 5 δις.
Πρόκειται για ένα κόστος που οφείλεται σε απολύτως εξωγενείς παράγοντες, τονίζει ο κ. Ασλάνογλου όταν όλες οι προβλέψεις κάνουν λόγο για περαιτέρω αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου το επόμενο διάστημα.
Πόσο εφικτό τον ρωτάμε, είναι να υποχωρήσει η τιμή της κιλοβατώρας στα επίπεδα των 0,16 ευρώ όπως είναι η προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση εφαρμόζοντας τον μηχανισμό του πλαφόν στην χονδρική;
«Με τα κόστη που προανέφερα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα». Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να μπουν καινούρια λεφτά μέσα στο σύστημα πέραν των πόρων που ανακυκλώνονται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης με την συνδρομή του κρατικού προϋπολογισμών ή άλλων εναλλακτικών πηγών.
Μολονότι βρισκόμαστε σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο που είναι απαγορευτική κάθε άλλη συζήτηση πέραν των επιδοτήσεων, πληθαίνουν οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι η αγορά πρέπει να αρχίσει να «στρίβει το τιμόνι».
«Το να λέμε συστηματικά ότι το ηλεκτρικό ρεύμα επιδοτείται συνιστά μια καταστροφή», αναφέρουν παράγοντες της αγοράς. Αφενός γιατί τα κεφάλαια δεν είναι ανεξάντλητα αφετέρου γιατί με την λογική αυτή κανείς δεν θα έχει την διάθεση να βελτιώσει την κατανάλωσή του αλλά και να επενδύσει σε συστήματα ενεργειακής αποδοτικότητας και σε τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Κάτι παρόμοιο έγινε και την δεκαετία του ’70 που ενώ είχαμε μια ελληνική βιομηχανία ηλιακών θεσμοσιφώνων σε άνθηση, με δυνατότητα εξαγωγικής δύναμης, αυτή καταστράφηκε καθώς τα φθηνά τιμολόγια της ΔΕΗ έσπρωξαν τον κόσμο στους ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες.
Διαβάστε ακόμα: