Στα…πόδια της ΡΑΕ περνάει πλέον η «μπάλα» σχετικά με τις αποφάσεις για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της, χρειάζεται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της προστασίας των καταναλωτών.
Η υπόθεση αποκτά ασφαλώς «φλέγοντα» χαρακτήρα στην παρούσα συγκυρία που οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος εκτοξεύονται ως απόρροια των διεθνών εξελίξεων οι οποίες επηρεάζουν και την εγχώρια αγορά.
Η ΡΑΕ στις αρχές Αυγούστου έθεσε σε Δημόσια Διαβούλευση μια σειρά προτάσεων για τα τιμολόγια που περιλαμβάνουν την κατάργηση του παγίου στους λογαριασμούς, τη θέσπιση ορίου προσαύξησης στα κυμαινόμενα τιμολόγια, την κατάργηση της ρήτρας αποχώρησης στις συμβάσεις με κυμαινόμενα τιμολόγια (διατήρηση μόνο στα τιμολόγια σταθερής τιμής και ορισμένου χρόνου) και τη δωρεάν λήψη του λογαριασμού ανεξάρτητα από το αν η αποστολή γίνεται ηλεκτρονικά ή έγχαρτα.
Οι περισσότερες από τις προτάσεις αυτές συνάντησαν την κάθετη άρνηση των προμηθευτών ρεύματος, που προειδοποιούν ότι σε περίπτωση εφαρμογής τους θα υπάρξει κίνδυνος αποχώρησης εταιρειών του κλάδου από την αγορά, κάτι που θα έπληττε τον ανταγωνισμό. Από την άλλη, οι προτάσεις της Αρχής έτυχαν θετικής αποδοχής από τις ενώσεις καταναλωτών.
Πού επικεντρώνονται οι διαφωνίες
Σε γενικότερο επίπεδο, οι εταιρείες προμήθειας διαφωνούν τόσο με τη θέσπιση ορίου προσαύξησης στα κυμαινόμενα τιμολόγια, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζει την αρχή της οικονομικής ελευθερίας, όσο και με την κατάργηση της πάγιας χρέωσης προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτή εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες, ενώ καλύπτει τα κόστη πελατών με χαμηλή κατανάλωση, των κλειστών κτιρίων κ.ά. Τη διαφωνία τους εξέφρασαν οι προμηθευτές και για την κατάργηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης.
Παράλληλα, τάσσονται υπέρ των ηλεκτρονικών λογαριασμών θεωρώντας ότι η παροχή κινήτρων προς αυτήν την κατεύθυνση δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως επιβάρυνση των έγχαρτων λογαριασμών.
Πάντως ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτει από αυτή την άτυπη αντιπαράθεση ΡΑΕ-προμηθευτών είναι ότι η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας απέχει ακόμη από την ουσιαστική απελευθέρωση, κάτι που θα προσέφερε τα απαραίτητα εργαλεία για την καλύτερη των υπαρκτών προβλημάτων που καλείται τώρα να επιλύσει η Ρυθμιστική Αρχή.
Ειδικότερα, από τις παρεμβάσεις των προμηθευτών θα πρέπει επισημανθούν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η ΔΕΗ συμφωνεί με τη διατήρηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης στις συμβάσεις με σταθερή τιμή ορισμένου χρόνου (διάρκεια σύμβασης) καθώς αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την ανάκτηση του κόστους απόκτησης του πελάτη και συνδυάζεται με τις εκάστοτε προωθητικές ενέργειες και τυχόν προνομιακές τιμές σε παρεχόμενες υπηρεσίες.
Διαφωνεί, όμως, με την ύπαρξη προκαθορισμένης μεθοδολογίας που θα τυποποιεί το κόστος προμηθευτή για την απόκτηση πελάτη, άρα και το ύψος της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης, διότι αυτό εξαρτάται από πολλούς μεταβλητούς παράγοντες ενώ περιορίζει την ελευθερία του προμηθευτή να καθορίζει την τιμή στην οποία προσφέρει την ηλεκτρική ενέργεια.
Όσον αφορά την έξαρση τιμών το τελευταίο διάστημα σε όλη την Ευρώπη επισημαίνει ότι είναι απολύτως κατανοητή η επί της αρχής ανάγκη διαχείρισης του προβλήματος και οι λύσεις με κρατική παρέμβαση οι οποίες εστιάζουν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα χωρίς κινδύνους αλλοίωσης του υγιούς ανταγωνισμού μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
«Συνδυαστικά μάλιστα με τις διαφοροποιημένες επιχειρήσεις προμήθειας ενέργειας που συμμετέχουν στην αγορά θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη ρυθμιστική παρέμβαση δύναται να πλήξει καίρια την βιωσιμότητα ορισμένων εξ αυτών δεδομένου ότι οι προμηθευτές θα εξαναγκάζονται να απορροφήσουν την οιαδήποτε (άνω του πλαφόν) αύξηση της τιμής» αναφέρει.
Ως προς τα δημόσια εργαλεία σύγκρισης τιμών, η ΔΕΗ θεωρεί νευραλγική την προσπάθεια επιπλέον ενίσχυσής τους και μέσω παραδειγμάτων τυπικών πελατών και ενδεικτικών τιμών για τους δείκτες που χρησιμοποιούνται στις ρήτρες των προμηθευτών. «Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή και η σύγκριση ανομοιογενών τιμολογίων μεταξύ τους (πχ ένα σταθερό με ένα μεταβλητό), δημιουργώντας ένα πολύτιμο εργαλείο για τους πελάτες.
Η Mytilineos, όσον αφορά την πρόταση θέσης ορίου προσαύξησης στις ρήτρες αναπροσαρμογής τονίζει, μεταξύ άλλων ότι αυτή «ουδόλως σχετίζεται με την ενίσχυση της διαφάνειας των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, που προσφέρονται από τους προμηθευτές. Η θέση ενός ανώτατου ορίου οικονομικού κόστους είναι άσχετη με την επιβεβλημένη υποχρέωση των προμηθευτών να επεξηγούν με λεπτομερή αλλά απλό τρόπο την τιμολογιακή πολιτική που προσφέρουν. Η διαφάνεια επιτυγχάνεται δηλαδή, με τη σωστή επεξήγηση των τιμών και όχι με την προσθήκη πλαφόν τιμής, που ανάγεται, ξεκάθαρα στην εμπορική πολιτική του προμηθευτή».
Ακόμη, όσον αφορά τη θέση της ΡΑΕ ότι τα κυμαινόμενα τιμολόγια μεταβιβάζουν στον καταναλωτή τον πλήρη κίνδυνο των τιμών χονδρεμπορικής, την θεωρεί εσφαλμένη, καθώς, όπως υποστηρίζει «σύμφωνα με τα ισχύοντα σήμερα, τα τιμολόγια δεν είναι απολύτως κυμαινόμενα, αλλά εντός ενός συμφωνημένου εύρους τιμής κόστους και τον κίνδυνο διακύμανσης φέρει απολύτως ο προμηθευτής».
Προσθέτει ακόμη ότι «το τελευταίο χρονικό διάστημα, με τη θέση σε ισχύ του target model αλλά και λόγω λοιπών οικονομικών και γεωπολιτικών συγκυριών, οι τιμές κόστους ηλεκτρικής ενέργειας είναι ασταθείς, συνεχώς μεταβαλλόμενες και έχουν εκτοξευθεί σε υψηλότατα επίπεδα. Αυτό συνιστά μία πραγματικότητα που δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή να αντισταθμιστεί με ασφάλεια, από κανέναν συμμετέχοντα στην αγορά. Ο μόνος τρόπος προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που σχετίζεται άρρηκτα με τη βιωσιμότητα των δραστηριοποιούμενων σε αυτήν προμηθευτών είναι είτε η προσφορά υψηλών σταθερών τιμολογίων, που να καλύπτουν το επιχειρηματικό ρίσκο του προμηθευτή είτε η προσφορά κυμαινόμενων τιμολογίων που σχετίζονται με τη διακύμανση των βασικών παραμέτρων του κόστους των προμηθευτών». Κατά την Mytilineos «είναι αναντίρρητο ότι οι δείκτες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολλοί και απρόβλεπτοι, τούτο όμως, δε δικαιολογεί την επιβολή περιορισμών στην εμπορική πολιτική των εν λόγω επιχειρήσεων και συνακόλουθα στην επιχειρηματική τους ελευθερία, η οποία είναι θεμελιώδης αρχή και επιδίωξη της ευρωπαϊκής και εθνικής έννομης τάξης».
Η Ήρων Ενεργειακή επισημαίνει ότι «η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, παράλληλα με τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, εξακολουθεί να εμφανίζει δομικά προβλήματα όπως η έλλειψη ρευστότητας στην ενδοημερήσια και στην προθεσμιακή αγορά με αποτέλεσμα αφενός να απουσιάζουν τα απαραίτητα εργαλεία διαχείρισης κινδύνου για τους προμηθευτές που δραστηριοποιούνται σε αυτήν και αφετέρου η ρυθμιστική παρέμβαση που στοχεύει στην ενίσχυση της διαφάνειας, να μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε τυποποίηση των τιμολογίων και κατ’ επέκταση στην αποδυνάμωση του ανταγωνισμού και στο κλείσιμο της αγοράς». Έτσι η εταιρεία θεωρεί ότι πριν την εφαρμογή όλων των ειδικών μέτρων που προτείνει η ΡΑΕ με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά προμήθειας, θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστούν τα δομικά προβλήματα της χονδρεμπορικής αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτηρίζει επιτακτική την ανάγκη άμεσης εφαρμογής της πρότασης που περιλαμβάνεται στο κείμενο της Δημόσιας Διαβούλευσης της Αρχής και αναφέρει ότι «η ΡΑΕ, θα ελέγχει τις χρηματορροές κάθε προμηθευτή σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση για κάθε κατηγορία καταναλωτών, ώστε αν διαπιστώσει ότι κάποιος προμηθευτής κάνει dumping τιμών για market squeeze, θα δρομολογεί κυρωτικές διαδικασίες».
Η Ήρων αναφέρει ακόμη ότι «η αρχή της διαφάνειας εξυπηρετείται από την υποχρέωση για γνωστοποίηση της ύπαρξης ή της απουσίας ανά κυμαινόμενο τιμολόγιο του σχετικού ορίου προσαύξησης της Χρέωσης Προμήθειας. Συνεπώς σε περίπτωση που ο προμηθευτής δεσμεύεται για την ύπαρξη σχετικού ορίου προσαύξησης στο προσφερόμενο εμπορικό του πρόγραμμα (το οποίο αφορά σε κυμαινόμενο τιμολόγιο) τότε θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα της ελεύθερης διαμόρφωσης τόσο της Αναλογικής Χρέωσης όσο και της Χρέωσης Αναπροσαρμογής και να μην περιορίζεται σε υλοποίηση συγκεκριμένης συνάρτησης, τύπου, παραμέτρων ή δεικτών. Η επιλογή των παραπάνω αποτελεί πυρήνα της εμπορικής πολιτικής και συνεπώς της επιχειρηματικής ελευθερίας του κάθε προμηθευτή».
Όσον αφορά την πρόταση κατάργησης του παγίου, επισημαίνει ότι η σχετική χρέωση «αποτελεί ιστορικά μία από τις βασικές παραμέτρους ενός τιμολογίου, υφίσταται τόσο στην Ελλάδα όσο και σε υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και εξυπηρετεί συγκεκριμένους βάσιμους και υπαρκτούς σκοπούς».
Η Elpedison, από την πλευρά της, αναφέρει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το μη επιτρεπτό ρήτρας πρόωρης αποχώρησης, ότι η επιβολή ρήτρας «δεν πρέπει να συνδέεται με την ελεύθερη αλλαγή προμηθευτή και συνεπώς δε θα πρέπει να επιτρέπονται ρήτρες εξαναγκαστικής πιστότητας. Αντίθετα, η ρήτρα πρέπει να συνδέεται με το κόστος που επιφέρει στον προμηθευτή είτε αυτό αφορά συμβόλαια εγγυημένης σταθερής τιμής είτε συμβόλαια κυμαινόμενης τιμής που όμως περιλαμβάνουν πρόσθετες παροχές». Προσθέτει ακόμη ότι «η προσυμβατική ενημέρωση των πελατών θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσω της διακριτής αποδοχής ειδικών όρων που θα απαιτούν πρόσθετη έγκριση-υπογραφή του πελάτη και θα αντανακλούν αποκλειστικά την πρόσθετη παροχή». Παράλληλα τονίζει ότι «η διασφάλιση σταθερής τιμής γίνεται με διάφορα μέσα γεγονός που καθορίζει το αναλαμβανόμενο ρίσκο/κόστος. Συνεπώς, το σχετικό κόστος θα πρέπει να υπολογίζεται κατά περίπτωση από τον προμηθευτή, ώστε να καθορίζονται εύλογες ρήτρες αποχώρησης και ανάλογοι τρόποι αποπληρωμής».
Συνολικότερα η Elpedison κρίνει ότι «η υπό διαβούλευση πρόταση εγείρει σημαντικούς κινδύνους για την ομαλή λειτουργία της αγοράς και τον ανταγωνισμό», ενώ θεωρεί ότι είναι επιτακτική ανάγκη να επανεξεταστούν κάποια από τα προτεινόμενα μέτρα και να τροποποιηθούν ανάλογα «ώστε να μην θέτουν περιορισμούς στην τιμολόγηση των προϊόντων, οδηγώντας σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Η Volterra επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η «επιβολή ορίου προσαύξησης της χρέωσης προμήθειας κατά την ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής χωρίς την παροχή των απαραίτητων αντισταθμιστικών εργαλείων από το Χρηματιστήριο Ενέργειας (όχι μόνο για την Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς, αλλά για το σύνολο του κόστους) για τη διασφάλιση συγκεκριμένου τελικού κόστους προμήθειας περιορίζει κατά πολύ τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των προμηθευτών ειδικά σε μια αγορά που υπάρχει σαφής διαχωρισμός τους σε δύο μεγάλες κατηγορίες, ήτοι εταιρειών με διττή ιδιότητα παραγωγού και προμηθευτή και εταιρειών που δραστηριοποιούνται μόνο ως προμηθευτές».
Ο ΕΣΠΕΝ (Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας) θεωρεί ότι «η πλειοψηφία των υπό διαβούλευση ρυθμίσεων, δεν εξυπηρετούν τους δηλούμενους στόχους, αναφορικά με την ενδυνάμωση των καταναλωτών και την προώθηση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κανονιστικός καθορισμός των χαρακτηριστικών των προσφερόμενων προϊόντων, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, καθώς θα ενισχύσει περαιτέρω τη δομική ασυμμετρία μεταξύ των συμμετεχόντων, θα καταστήσει την προσέλκυση νέων πελατών εξαιρετικά δυσχερή έως και αδύνατη, και θα οδηγήσει σε αύξηση των εμποδίων για την είσοδο (entry barriers) νέων παικτών, παγιώνοντας έτσι την ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση στη λιανική αγορά ενέργειας».
Ο ΕΣΕΠΗΕ (Ελληνικός Σύνδεσμος Εμπόρων και Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας) επισημαίνει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη ρήτρα αποχώρησης ότι αυτή θα πρέπει να επιβάλλεται τόσο σε σταθερά όσο και σε κυμαινόμενα τιμολόγια.
«Η κατάργηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης, θα οδηγήσει σε καταχρηστική μετακίνηση των πελατών μεταξύ των προμηθευτών πριν την λήξη της συμφωνηθείσας σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, προκαλώντας οικονομική ζημία εις βάρος των προμηθευτών» τονίζει χαρακτηριστικά.
Τώρα με εύλογο ενδιαφέρον αναμένονται οι επόμενες κινήσεις από την πλευρά της ΡΑΕ.