Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ταχύτητα της εξάπλωσης της νόσου των «τρελών αγελάδων» σε επιδημικές διαστάσεις ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα. Όταν λίγα χρόνια αργότερα το πρώτο κρούσμα της νόσου Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ διαγνώστηκε στον άνθρωπο και συνδέθηκε με την κατανάλωση μολυσμένου κρέατος από ζώα με σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια προκλήθηκε παγκόσμιος πανικός.
Ο μολυσματικός παράγοντας που προκαλεί τη νόσο είναι το πρίον, ένα είδος πρωτεΐνης που «σκοτώνει» τις φυσιολογικές πρωτεΐνες του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται ασθένειες, μεταξύ άλλων, η Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ, αλλά και η θανατηφόρα χρόνια εξασθενητική νόσος (CWD), η οποία εντοπίζεται στα ελάφια.
Ο συναγερμός σήμανε για πρώτη φορά τον περασμένο Νοέμβριο όταν η ασθένεια των «ζόμπι» ελαφιών ανιχνεύθηκε σε ζώο στο Εθνικό Πάρκο Yellowstone στις ΗΠΑ. Πολύ γρήγορα η θανατηφόρος νόσος εξαπλώθηκε στον Καναδά, αλλά και τη Σκανδιναβία και τη Νότιο Κορέα.
Όταν ένα ελάφι αρρωσταίνει, ο θάνατός του είναι βέβαιος αφού δεν υπάρχει θεραπεία ή εμβόλιο. Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί ένα ζώο που έχει προσβληθεί: Κινείται αργά, έχει κακή ισορροπία, είναι ληθαργικό, έχει σιελόρροια και κενό βλέμμα -εξού και «ζόμπι».
Προς το παρόν, η επιστημονική κοινότητα εμφανίζεται διχασμένη καθώς ειδικοί εκτιμούν ότι η σπάνια ασθένεια δεν απειλεί τον άνθρωπο αφού δεν έχει καταγραφεί κανένα κρούσμα.
Εντούτοις, το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) αναφέρεται σε μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν ότι ορισμένα είδη πρωτευόντων θηλαστικών, όπως οι πίθηκοι, κινδυνεύουν. Οι μελέτες αυτές εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τη μετάδοση του ιού στον άνθρωπο αν έρθει σε επαφή με μολυσμένο κρέας ελαφιού, με τον εγκέφαλο ή με σωματικά υγρά.
Η Βρετανική Κολομβία του Καναδά επισημαίνοντας πως «δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις ότι η νόσος μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο και δεν έχουν σημειωθεί κρούσματα της νόσου σε ανθρώπους», εξέδωσε ανακοίνωση με μέτρα για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της ασθένειας των ελαφιών-ζόμπι ώστε να σταματήσει την πορεία της προς το υπόλοιπο της Βόρειας Αμερικής. Διετάχθη, λοιπόν, η διεξαγωγή εξετάσεων σε ελάφια, άλκες, καριμπού, ταράνδους που βρίσκονται νεκρά, ενώ τέθηκε σε περιορισμό η μετακίνηση και διάθεση ελαφιών στην περιοχή που εντοπίστηκαν τα κρούσματα. Οι κάτοικοι της καναδικής επαρχίας κλήθηκαν να αναφέρουν άμεσα την παρουσία ελαφιών που δυσκολεύονται να περπατήσουν ή που από το στόμα τους παράγεται μεγάλη ποσότητα σιέλου.
Έπειτα από μήνες ή χρόνια εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα
Οι πειραματικές μελέτες σχετικά με τη μεταδοτικότητα της νόσου στον άνθρωπο βασίζονται στο ιστορικό άλλων παρόμοιων ασθενειών, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της συνεχιζόμενης κλιματικής αλλαγής που επιδρά στην υγιή διαβίωση του ζωικού πληθυσμού.
Τον έλεγχο της κατάστασης δυσχεραίνει το γεγονός ότι τα συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν μήνες ή χρόνια αφού έχει προσβληθεί το ζώο καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την έγκαιρη διάγνωση.
Συγκεκριμένα το ECDC αναφέρει πως μπορεί «να περάσει πάνω από ένας χρόνος προτού ένα μολυσμένο ζώο εμφανίσει συμπτώματα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν δραστική απώλεια βάρους, αστάθεια, ατονία και άλλα νευρολογικά συμπτώματα. Η CWD μπορεί να προσβάλει ζώα όλων των ηλικιών, ενώ ορισμένα μολυσμένα ζώα μπορεί να πεθάνουν χωρίς να εκδηλώσουν ποτέ τη νόσο. Η CWD είναι θανατηφόρα για τα ζώα και δεν υπάρχουν θεραπείες ή εμβόλια».
Το στοίχημα παραμένει να σταματήσει το φαινόμενο «spillover», η μετάδοση της νόσου σε άλλα ζώα, όπως ακριβώς συνέβη με τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Παρότι δεν υπάρχουν ακόμα ενδείξεις για τη διασπορά σε άλλα θηλαστικά ή στον άνθρωπο, η εξέλιξη της κατάστασης ανησυχεί.
«Η μετάδοση στον άνθρωπο θα οδηγούσε σε κρίση» αναφέρει έκθεση του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νοσημάτων επισημαίνοντας την επείγουσα ανάγκη σχεδίου ετοιμότητας και αντιμετώπισης ώστε οι αρμόδιες αρχές να μην πιαστούν απροετοίμαστες.
«Πολύ πιθανό να προσβληθεί ο άνθρωπος»
Παράλληλα, ο Χέρμαν Σάτζλ, αναπληρωτής κοσμήτορας στην κτηνιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Κάλγκαρι, δήλωσε στο βρετανικό Guardian ότι προηγούμενες έρευνες σε μακάκους αποδεικνύουν ότι η μετάδοση της CWD μεταξύ πρωτευόντων είναι δυνατή.
Στο πλαίσιο της έρευνας πρωτεύοντα θηλαστικά (μακάκοι) κατανάλωσαν μολυσμένο εγκεφαλικό ιστό ώστε να διαπιστωθεί αν η μακροχρόνια λήψη του θα μπορούσε να επηρεάσει τον άνθρωπο. Οι περισσότεροι δείκτες της νόσου ανιχνεύθηκαν στο νωτιαίο μυελό παρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα, αποκαλύπτοντας τον ύπουλο χαρακτήρα της ασθένειας αφού δεν αποτελεί τυπικό σημείο για να την αναζητήσει κανείς.
Σύμφωνα με το πείραμα «είναι πολύ πιθανό η CWD να προσβάλλει τον άνθρωπο. Έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν; Δεν υπάρχει καμία αναφορά ανθρώπου με τη νόσο από την κατανάλωση ελαφιού. Θα συμβεί, όμως, στο μέλλον; Πολύ πιθανόν, ναι».
Ο Σατζλ δήλωσε ότι η ταχεία εξάπλωση της νόσου στη Βόρεια Αμερική και τη Σκανδιναβία και η πιθανότητα να γίνει πιο ευμετάβλητη με την πάροδο του χρόνου θα πρέπει να προκαλεί ανησυχία.
«Εάν η χρόνια εξασθενητική νόσος μεταδοθεί στον άνθρωπο, θα μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο; Αυτό είναι το χειρότερο σενάριο: Να υπάρξει μετάδοση, όπως με τη γρίπη των πτηνών (που μεταδίδεται μεταξύ) ανθρώπων ή σαν τον Covid», προειδοποίησε ο καθηγητής εστιάζοντας στη μακρά περίοδο επώασης. Στην περίπτωση μετάδοσης στον άνθρωπο η εκδήλωση των συμπτωμάτων δε θα ήταν άμεση «και αυτό είναι πρόβλημα».
Photo: Pixabay
Διαβάστε ακόμη
Πουλήθηκε το ξενοδοχείο ΤΙΤΑΝΙΑ – Από τη βρετανική L+R στον όμιλο Χατζηλαζάρου (pic) (upd)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ