«Sky is the limit», όπως φαίνεται, για τις τιμές των ρύπων. Το «ράλι» που βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα, συνεχίζεται ακάθεκτο, μετά τις αποφάσεις της Ε.Ε. για το κλίμα, αλλά και την σχετική με την κλιματική αλλαγή Σύνοδο Κορυφής. Δύο γεγονότα που ήρθαν να «πιστοποιήσουν» την προτεραιότητα της, χωρίς επιστροφή, ενεργειακής μετάβασης.
Το «σπάσιμο» του φράγματος των 50 ευρώ/τόνο (έφτασε τα 50,05 ευρώ), που αποτελεί βέβαια το νέο ιστορικό υψηλό από την έναρξη της αγοράς άνθρακα το 2005, ήρθε σε συνέχεια των πολιτικών δεσμεύσεων, αναδεικνύοντας παράλληλα, την ανάγκη ταχύτερης απανθρακοποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ένα εγχείρημα εξαιρετικά σύνθετο, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες λειτουργίας των ενεργοβόρων βιομηχανιών και οι ανταγωνιστικές πιέσεις από τρίτες χώρες, που οδηγούν και σε, ελεγχόμενη μέχρι στιγμής, τάση «μετανάστευσης».
Πόσω μάλλον όταν hedge funds και αναλυτές προβλέπουν ότι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης θα φτάσουν τα 75 ευρώ μέχρι το τέλος του έτους, με ανοιχτό το δρόμο για τα 100 ευρώ και παραπάνω.
Τις συνέπειες υφίσταται κατ αρχήν ο τομέας του χάλυβα, με την Ευρωπαϊκή Ένωση Χαλυβουργίας Eurofer, να προβάλει αφενός το πρόβλημα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η Κίνα και άλλες «υπερδυνάμεις» του κλάδου δεν έχει αυτούς τους περιορισμούς, αφετέρου τα αυξανόμενα εμπόδια για τις αναγκαίες επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες που θα επιτρέψουν τη μετάβαση σε λύσεις χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα.
Η «άλλη πλευρά του νομίσματος»
Την ίδια ώρα, βέβαια, το ράλι στις τιμές των ρύπων εκτοξεύει τα έσοδα των δημοπρασιών για τις άδειες εκπομπών. Έτσι, μόνο το 2020 το «ταμείο» έφτασε τα 21 δις ευρώ, όταν το 2013 δεν ξεπερνούσε τα 3 δις. Κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, και παρά τις συνέπειες της πανδημίας, οι εισπράξεις έφτασαν τα 5,7 δις ευρώ.
Τα νούμερα αυτά δείχνουν τη δυναμική της συγκεκριμένης αγοράς, αλλά και τη σημασία της για τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών. Όπως είναι γνωστό, με βάση το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. τουλάχιστον τα μισά από τα έσοδα των δημοπρασιών θα πρέπει να κατευθυνθούν σε δράσεις που σχετίζονται με το κλίμα ή την στροφή στην «πράσινη» ενέργεια. Επομένως, διαμορφώνεται ένα ισχυρό «μαξιλάρι» ρευστότητας για την συμπληρωματική υποστήριξη της μετάβασης.
Από την άλλη, όμως, η προσαρμογή της μεταποίησης στις νέες συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ε.Ε. Και τούτο καθώς τα μέτρα που εξετάζονται για τη θωράκιση του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, όπως η επιβολή τιμής άνθρακα για ορισμένα εισαγόμενα προϊόντα, δεν αναμένονται πριν το 2023. Απαιτούνται, επομένως, στοχευμένες αποφάσεις νωρίτερα, κάτι που αναμένεται να απασχολήσει την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις 23 Μαΐου, όπου θα συζητηθεί η εφαρμογή του Green Deal και των αυστηρότερων στόχων μείωσης των εκπομπών έως το 2030.
Η ΔΕΗ και η ταχύτερη απολιγνιτοποίηση
Όλα αυτά, βεβαίως, έχουν αυτονόητα σοβαρό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, καθώς τίθενται νέα όρια και προτεραιότητες για την εγχώρια μεταποίηση και τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
Επί της ουσίας, δικαιώνεται η επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης της ΔΕΗ, αφού με τις τιμές των ρύπων όπως διαμορφώνονται σήμερα και όπως προβλέπεται ότι θα πορευτούν στο άμεσο μέλλον, η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων καθίσταται απαγορευτική.
Αρκεί να αναφερθεί ότι η ΔΕΗ το 2019 πλήρωσε για αγορές δικαιωμάτων εκπομπών 546,5 εκατ. ευρώ, ενώ το 2020 πέτυχε να περιορίσει το κόστος στα 393,5 εκατ., λόγω της σταδιακής απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων, στρατηγική που εφαρμόζεται με μεγαλύτερη ένταση και φέτος. Έτσι, με βάση το πλάνο της Επιχείρησης, τη διετία 2021-22 αναμένεται να βγουν από την «πρίζα» μονάδες ισχύος 1360 MW.
Στο πλαίσιο αυτό, επισπεύδεται και η μετατροπή για την Πτολεμαίδα V, κατά τρία χρόνια, από το 2028 που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός, για το 2025.