Μικρότερο καλάθι στις επενδύσεις της ενεργειακής μετάβασης, σε επίπεδα κάτω από 100 δισ. ευρώ, και σε τεχνολογίες που δεν είναι ώριμες και θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος για τους πολίτες κρατά το ΥΠΕΝ, δίνοντας το στίγμα της νέας πολιτικής για τον εθνικό ενεργειακό και κλιματικό σχεδιασμό.
Οι επενδύσεις αυτές κατανέμονται σε δαπάνες ύψους 65 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια και σε περίπου 30 δισ. για τις εγκαταστάσεις ΑΠΕ, φυσικού αερίου και τις άλλες ενεργειακές υποδομές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έως το 2030. Το ΕΣΕΚ, όπως έχει καθιερωθεί, αποτελεί τον οδικό χάρτη κάθε κράτους-μέλους της Ε.Ε. προκειμένου να θέσει τους στρατηγικούς στόχους και τα εθνικά οράματα στον δρόμο για την πράσινη μετάβαση και τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου.
Στη χώρα μας παρουσιάστηκε ένα πρώτο draft πριν από ενάμιση χρόνο, το οποίο ανέβαζε τις συνολικές δαπάνες στο ύψος των 140 δισ. ευρώ, νούμερο που μαζί με τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και τη διάχυση της ηλεκτροκίνησης εκτινασσόταν στα 270 δισ. έως το 2030, προκαλώντας υπέρογκα βάρη στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα για το πρασίνισμα στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την αναβάθμιση του οικιακού τομέα και των μεταφορών. Το νούμερο αυτό προσγειώθηκε στα 165 δισ. στο προσχέδιο που είχε σταλεί στις Βρυξέλλες το περασμένο φθινόπωρο και ανατράπηκε ξανά από τον τελικό σχεδιασμό, για να μπει ένα μεγάλο φρένο στις γιγαντιαίες επενδύσεις του προηγούμενου διαστήματος, που πέφτουν πλέον στα 94 δισ. ευρώ. Η νέα στρατηγική υπαγορεύτηκε από τον εξορθολογισμό των δαπανών ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην πληρώσουν ακριβά την αυξημένη διείσδυση της πράσινης ενέργειας στην κατανάλωση.
Παρ’ όλα αυτά, περισσότερες από 400.000 κατοικίες μπαίνουν στο τρένο της ενεργειακής αναβάθμισης (μονώσεις, ενεργειακά αποδοτικές συσκευές, αντλίες θερμότητας και συστήματα αυτοπαραγωγής ΑΠΕ), αφού τόσες προβλέπει το ΕΣΕΚ ότι πρέπει να ανέβουν το ενεργειακό σκαλοπάτι έως το 2030, νούμερο που αντιστοιχεί σε 68.000 κατοικίες ανά έτος για την επόμενη εξαετία από 79.000 που προέβλεπε το προηγούμενο σχέδιο. Οι ρυθμοί ανακαινίσεων θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια προβλέποντας την αναβάθμιση επιπλέον 1.800.000 κατοικιών έως το 2050. Το ΕΣΕΚ προβλέπει θεαματική αύξηση του εξηλεκτρισμού της θέρμανσης κτιρίων (αντλίες θερμότητας) μετά το 2030, λαμβάνοντας υπόψη την απαγόρευση πώλησης νέων καυστήρων πετρελαίου από το 2025, σύμφωνα με τον Κλιματικό Νόμο και τις Οδηγίες της Ε.Ε. (2024/1275), για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και την απαγόρευση χορήγησης κινήτρων για νέους λέβητες αερίου μετά το 2025. Επίσης, την υποχρέωση για ανάμειξη του πετρελαίου θέρμανσης με bio-diesel τουλάχιστον κατά 30% από το 2030, καθώς και την ένταξη του κτιριακού τομέα στο καθεστώς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, μέτρα τα οποία θα αυξήσουν το κόστος χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
Το υπουργείο θα συνεχίσει να δίνει κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό και τη μείωση του ενεργειακού κόστους προγραμματίζοντας σύντομα ένα νέο «Εξοικονομώ» για αντλίες θερμότητας με στόχο την επιτάχυνση εξηλεκτρισμού των κατοικιών για θέρμανση. Το πρόγραμμα αναμένεται να προκηρυχθεί το φθινόπωρο και θα επιδοτεί σε ποσοστό 50%-60% το κόστος αγοράς και εγκατάστασης αντλίας θερμότητας με κλιμακωτό τρόπο, εισάγοντας κριτήρια βαθμοημερών αντίστοιχα με αυτά που ισχύουν στα επιδόματα πετρελαίου θέρμανσης. Στόχος είναι να μην υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια, για να επιτευχθεί η απαλλαγή από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά για θέρμανση, δηλαδή το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Πέρα από το νέο «Εξοικονομώ» με τις αντλίες θερμότητας, πιθανώς εντός των επόμενων εβδομάδων θα βγει στον αέρα και ένα ακόμη «Εξοικονομώ» για ευάλωτα νοικοκυριά. Υπολογίζεται ότι θα είναι προϋπολογισμού περίπου 30 εκατ. ευρώ και θα χορηγεί αυξημένα κίνητρα καθώς το ποσοστό της επιδότησης μπορεί να φτάσει στο 95% ή ακόμη και στο 100% (από 75% που ήταν στο προηγούμενο πρόγραμμα).
Φρένο στις υπερβολές
Στις υπερβολές αλλά και στους κινδύνους να εγκλωβιστούμε σε πολύ ακριβές τεχνολογίες έχει αναφερθεί αρκετές φορές και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, λέγοντας ότι δεν μπορεί μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα να επενδύει πρόωρα σε νέες τεχνολογίες και ότι πρέπει να υπάρξει συγκράτηση, διαφορετικά «κινδυνεύουμε να αυξήσουμε τα κόστη και τις επιδοτήσεις εις βάρος της πραγματικής οικονομίας». Σήμερα, όπως έχει αναφέρει, υπάρχουν πολλές τεχνολογίες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά δεν γνωρίζουμε ποια θα επικρατήσει στο τέλος – και πάνω απ’ όλα, αν θα επιλέξουμε τη σωστή ή τη λάθος.
«Το σημαντικότερο στοιχείο της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ είναι ότι ελήφθη υπόψη το κόστος και η βελτιστοποίησή του, κάτι που δεν είχε γίνει προηγουμένως και επίσης η ωριμότητα των τεχνολογιών ώστε να προκύψει ένα ρεαλιστικό σχέδιο καθώς στο προηγούμενο είχαν μπει πολύ ανώριμες τεχνολογίες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υλοποιηθούν», αναφέρουν αρμόδιες πηγές με γνώση του νέου σχεδιασμού.
Οι στόχοι σε ΑΠΕ και ορυκτά καύσιμα
Το ΕΣΕΚ διατηρεί τους φιλόδοξους στόχους στις ΑΠΕ σε μια περίοδο όπου υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες και απίστευτη ουρά επενδυτών με όρους σύνδεσης και νέες αιτήσεις, που μαζί με τα έργα που είναι σε λειτουργία αθροίζουν άνω από 70 GW.
Το νέο Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα περιγράφει μια εγκατεστημένη βάση 36,4 GW έως το 2030 από 22,6 GW το 2022. Στην αιχμή της ενεργειακής μετάβασης βρίσκεται η ηλιακή ενέργεια με εν λειτουργία χαρτοφυλάκιο 13,5 GW την επόμενη εξαετία, αυξάνοντας αντίστοιχα και την αναλογία της αιολικής ενέργειας στα 10,8 GW. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα υπεράκτια αιολικά ισχύος 1,9 GW που αποτελούν μέρος της εθνικής στρατηγικής, καθώς αναμένεται να ενισχύσουν το σχέδιο ενεργειακής μετάβασης της χώρας προσφέροντας καθαρή και προσιτή ενέργεια στο ενεργειακό μείγμα.
Σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό για τα συστήματα αποθήκευσης που θα επιτελέσουν και τον ρόλο του ρυθμιστή της ενεργειακής μετάβασης, οι μπαταρίες αυξάνονται στα 4,3 GW έναντι 3,1 GW του αρχικού σχεδίου και προστίθενται στον τελικό «πράσινο» λογαριασμό 1,7 GW για την τεχνολογία της αντλησιοταμίευσης. Μαζί με τις μπαταρίες ανεβάζουν τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ σε περισσότερα από 6 GW. Η ισχύς αυτή θεωρείται ικανή να στηρίξει τη γιγαντιαία διείσδυση των ΑΠΕ και την ευστάθεια του συστήματος. Τα σενάρια για το 2050 μιλούν για στόχο άνω από 12 GW σε μπαταρίες και 5,4 GW σε αντλησιοταμίευση, με τη συνολική δυναμικότητα των δύο αυτών τεχνολογιών να ξεπερνά τα 17,4 GW.
Στις υπόλοιπες τεχνολογίες η κατανομή γίνεται ως εξής: σε 7,8 GW αντιστοιχεί η συνολική εγκατεστημένη ισχύς από μονάδες φυσικού αερίου έως το 2030, μηδέν από λιγνίτη, ο οποίος αποσύρεται από το ενεργειακό μείγμα το 2026, και σε 0,08 GW από βιομάζα.
Για το υδρογόνο που έχει γίνει μεγάλος ντόρος και λόγω κυβερνητικών αναφορών που καλλιεργούν ένα κλίμα «αποκλεισμού» για την επόμενη εξαετία, με ένταξη στο ενεργειακό μείγμα από το 2035 και μετά, η πρόβλεψη είναι ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι μονάδες ηλεκτρόλυσης θα περιοριστούν στα 187 MW από 300 MW που προβλεπόταν στο draft. Μέχρι το 2040 θεωρείται ότι θα έχει αναπτυχθεί τεχνικά και οικονομικά η παραγωγή -και κυρίως η χρήση- υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων, γεγονός που θα επιτρέψει τη διείσδυσή τους στους τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως οι βαριές οδικές μεταφορές και ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι.
Αντίστοιχα, πριν από το 2030 προβλέπεται να ξεκινήσει η παραγωγή βιομεθανίου προς υποκατάσταση μέρους του φυσικού αερίου (με έγχυση κυρίως στα δίκτυα διανομής λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών μονάδων), αλλά και υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών.
Η αξιοποίηση του υδροηλεκτρικού δυναμικού αποτελεί επίσης προτεραιότητα του εθνικού σχεδίου, καθώς πρόκειται για έναν πολύτιμο πόρο που το τελευταίο διάστημα δοκιμάζεται από τα φαινόμενα λειψυδρίας, τα οποία έχουν ρίξει τα υδάτινα αποθέματα. Για τον σκοπό αυτό στόχος είναι να ολοκληρωθούν και να τεθούν σε λειτουργία τα υπό κατασκευή μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, να αξιοποιηθεί το δυναμικό σε αρδευτικά/υδρευτικά έργα και ταμιευτήρες, ενώ αντίστοιχα να αναπτυχθεί περαιτέρω η κατηγορία των μικρών υδροηλεκτρικών έργων. Η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών έργων στο εγχώριο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής θεωρείται κρίσιμη και απαραίτητη για να επιτευχθεί η διείσδυση μη ελεγχόμενων ΑΠΕ με υψηλό μερίδιο συμμετοχής σε αυτό. Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των υδροηλεκτρικών έργων αναμένεται να ανέλθει σε 3,4 GW έως το 2030 και σε 330 MW η ανάπτυξη των μικρών υδροηλεκτρικών.
Αντίστοιχα, στον τομέα της ηλεκτροκίνησης ο πήχης επίσης χαμηλώνει, αφού το ακριβό ακόμη κόστος των ηλεκτρικών οχημάτων και η έλλειψη ενός εκτεταμένου δικτύου φόρτισης λειτουργούν αποτρεπτικά για αύξηση της διείσδυσης ενός ηλεκτρικού στόλου Ι.Χ. πριν το 2030. Επομένως, μέχρι τότε το βάρος πέφτει στην ανάπτυξη των σταθμών φόρτισης.
Πώς θα πέσουν οι τιμές στο ρεύμα
Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, η ισόρροπη ανάπτυξη των ΑΠΕ ανά κατηγορία (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά), ο προγραμματισμός βάσει των αναγκών, με κριτήριο την ελαχιστοποίηση των περικοπών ενέργειας, και ταυτόχρονα η ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στη βελτίωση του κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές.
Αλλοι παράγοντες είναι η απόκριση (μετατόπιση) της ζήτησης στις ώρες υπερπροσφοράς των ΑΠΕ, αλλά και η συγκράτηση σε εύλογα επίπεδα του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με την ανάπτυξη δικτύων, σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση, έως την οριστική εξάλειψη, των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με τις ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ – αφού θα λήξουν οι συμβάσεις με υψηλές επιδοτήσεις) και την επιδότηση των καταναλώσεων στα νησιά (ΥΚΩ – αφού θα έχουν υλοποιηθεί οι διασυνδέσεις). Στα επιπλέον μέτρα μείωσης του κόστους συγκαταλέγονται η μεταφορά του χαμηλού κόστους ΑΠΕ στον τελικό καταναλωτή με διμερείς συμβάσεις (PPAs) και η ανάπτυξη της αυτοπαραγωγής.
Μετά το 2030 οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από το 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες φυσικού αερίου θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.
Μηχανισμός αποζημίωσης για τις μονάδες φυσικού αερίου
Στο ΕΣΕΚ το μοντέλο της ηλεκτροπαραγωγής δεν επηρεάζεται σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο για το φυσικό αέριο, καθώς οι μεγάλες διαφοροποιήσεις ξεκινούν μετά το 2030. Κάποιες μονάδες θεωρείται δεδομένο ότι θα αποσυρθούν λόγω παλαιότητας και χαμηλής αποδοτικότητας, ενώ άλλες θα μπουν σε εφεδρεία – η εκτίμηση είναι ότι η παραγωγή από μονάδες αερίου έως το 2030 θα μειωθεί στις 10 τεραβατώρες.
Η συνολική ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου μαζί με τις καινούριες που θα μπουν στο σύστημα προβλέπεται να φτάσει στα 7,8 GW. «Η ηλεκτροπαραγωγή φυσικού αερίου εξελίσσεται όπως και στο αρχικό σχέδιο, καθώς μειώνεται στο μισό, ενώ αυξάνονται και μπαίνουν καινούριες μονάδες στο σύστημα. Αυτό που είναι αναμενόμενο είναι ότι θα υπάρξει αναδιάρθρωση της αγοράς. Οι παλιές μονάδες, οι οποίες έχουν αποσβεστεί και είναι μη αποδοτικές, θα φύγουν και θα μείνουν μόνο οι νέες που μπορεί να δουλεύουν περισσότερο», λένε αρμόδια στελέχη του ΥΠΕΝ. Το ΕΣΕΚ ανοίγει παράθυρο και για νέες μονάδες με πρωταρχικό σκοπό την ενεργειακή ασφάλεια και την επαρκή τροφοδοσία της χώρας.
Επιπλέον, προβλέπει την ανάγκη θέσπισης ενός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030-2040 εκτιμάται ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. Η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο κρίνεται απαραίτητη για τη διασφάλιση -σε κάθε ενδεχόμενο- της ευστάθειας και της ασφάλειας της τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το 2050. Είναι δε ευνόητο, όπως αναφέρουν παράγοντες του ΥΠΕΝ, ότι τα δίκτυα φυσικού αερίου θα παραμείνουν ενεργά για την τροφοδοσία των μονάδων αυτών, καθώς και για τη διακίνηση του βιομεθανίου. Παράλληλα, πετρελαϊκές μονάδες σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειαστεί να παραμείνουν ενεργές και για τα νησιά για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. λόγω βλάβης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων). Το ΕΣΕΚ επικυρώνει το τέλος του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο διάδοχο σχήμα της τηλεθέρμανσης των πρώην λιγνιτικών περιοχών με άλλα μέσα, όπως τηλεθέρμανση με συμπαραγωγή υψηλής απόδοσης με φυσικό αέριο, αντλίες θερμότητας κατάλληλες για τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής κ.ά.
Η διαβούλευση
Η χώρα μας μετά από προετοιμασία μηνών είναι έτοιμη να παρουσιάσει τη νέα εθνική στρατηγική για την ενέργεια και το κλίμα και να θέσει το ΕΣΕΚ σε δημόσια διαβούλευση εντός των επόμενων ημερών καθώς υπάρχει πίεση από την Ε.Ε. Μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου θα πρέπει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να καταθέσει στην Κομισιόν επαρκή στοιχεία για τους λόγους που καθυστέρησε την υποβολή του σχεδίου. Στόχος του ΥΠΕΝ είναι έως τότε να έχει ολοκληρωθεί η διαβούλευση και το τελικό σχέδιο να είναι έτοιμο για να κατατεθεί στις Βρυξέλλες.
Η Κομισιόν έχει ήδη αποστείλει στην ελληνική κυβέρνηση επιστολή που ζητάει διευκρινίσεις σχετικά με τις καθυστερήσεις αυτές. Αρμόδιες πηγές, πάντως, αναφέρουν ότι οι καθυστερήσεις είναι δικαιολογημένες διότι το ΕΣΕΚ γράφτηκε εξαρχής επειδή πολλά στοιχεία χρειάστηκε να υπολογιστούν από την αρχή. Παράλληλα, έγινε εκτεταμένη συλλογή πληροφοριών από τη βιομηχανία και άλλες πηγές, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι πρόσφατα, και γι’ αυτό στο αρχικό σχέδιο υπήρχαν πολλά αντιφατικά σημεία.
Διαβάστε ακόμη:
Οι business του Ερντογάν στην Αφρική – Γιατί η Τουρκία επεκτείνει την παρουσία της
Ελεύθεροι Επαγγελματίες: Ένας στους δύο δήλωσε μηνιαίο εισόδημα… 268 ευρώ
Γιατί η αγορά έχει όλα τα μάτια στραμμένα στη Fed και στον Τζερόμ Πάουελ την ερχόμενη εβδομαδα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ