Τη δεκαετία του 1950 η εισαγωγή των δύο πρώτων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ιπρονιαζίδη και ιμιπραμίνη, έφεραν την επανάσταση στην ψυχιατρική, συμβάλλοντας σημαντικά στη φροντίδα ασθενών με κατάθλιψη. Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα μία ακόμα επανάσταση σημειώθηκε όταν εισήχθη η φλουοξετίνη, ένας επιλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης που άνοιξε το δρόμο για νέες οικογένειες αντικαταθλιπτικών. Η φλουοξετίνη που κυκλοφορεί στο εμπόριο με τις επωνυμίες Prozac και Ladose, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της καταθλιπτικής διαταραχής, της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (OCD), χορηγείται μεταξύ άλλων για την αντιμετώπιση κρίσεων πανικού, μετατραυματικού στρες, βουλιμίας, προεμμηνορυσιακού συνδρόμου. Γνωστό ως «το χάπι της ευτυχίας», το Πρόζακ το 2017 ήταν η 31η πιο συχνά συνταγογραφούμενη φαρμακευτική αγωγή στις ΗΠΑ, με περισσότερες από 21 εκατ. συνταγές.
Συνολικά, η χρήση αντικαταθλιπτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε ποσοστό 34,8%, ενώ εκτιμάται ότι 28 εκατ. Αμερικανοί – ένας στους 10 – τα καταναλώνουν.
Σύμφωνα, δε, με παλαιότερη μελέτη από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, οι συνταγές αντικαταθλιπτικών για νεαρούς ενήλικες και εφήβους αυξήθηκαν κατά σχεδόν 64% από το 2020 και έπειτα. Στην Ευρώπη η χώρα με τη μεγαλύτερη χρήση αντικαταθλιπτικών το 2020 ήταν η Ισλανδία με 153 DDD ανά 1.000 άτομα κι η χαμηλότερη ήταν η Ουγγαρία με 30 DDD. Στην Αυστραλία ένας στους επτά πολίτες ακολουθεί αγωγή με αντικαταθλιπτικά με το διάστημα 2021-22 να έχουν χορηγηθεί σε περισσότερους από 3,5 εκατ. ανθρώπους.
Τα σκευάσματα πέρα από τα οφέλη για τον άνθρωπο, έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, αφού καθώς μεταβολίζονται από το σώμα αποβάλλονται με τα ούρα, τα κόπρανα και την εφίδρωση καταλήγοντας στο υδάτινο δίκτυο και από εκεί απελευθερώνονται στο περιβάλλον.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Animal Ecology η ρύπανση των υδάτων από φλουοξετίνη μπορεί να διαταράξει τη συμπεριφορά, τη σωματική διάπλαση αλλά και τη γονιμότητα ψαριών, σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται να απειληθεί ακόμα και ο πληθυσμός τους.
Η ανθρωπογενής ρύπανση αποτελεί πρόκληση και συνδέεται με σημαντική απώλεια της βιοποικιλότητας, αναφέρουν οι ερευνητές εξηγώντας ότι οι ρύποι μπορούν να επηρεάσουν οικολογικά σημαντικά χαρακτηριστικά, όπως η συμπεριφορά των ειδών (δραστηριότητα, αναπαραγωγή), να μεταβάλλουν την κατανομή, τις επιδόσεις τους και τις φυσιολογικές λειτουργίες των πληθυσμών.
Η επιστημονική ομάδα ανέλυσε την έκθεση σε φλουοξετίνη στην Αυστραλία, με μέσες συγκεντρώσεις στα επιφανειακά ύδατα από <1 έως 350 ng/L, μελετώντας τη συμπεριφορά των ψαριών είδους Poecilia reticulata, γνωστά ως γκάπυ, για πέντε χρόνια (διάστημα που αντιστοιχεί σε 15 γενιές).
Αναλυτικότερα, παρατήρησαν τη συμπεριφορά 3.600 ενήλικων αρσενικών τροπικών ψαριών γλυκού νερού, τη σωματική τους διάπλαση, τη ζωτικότητα του σπέρματος, τον αριθμό και την ταχύτητά του.
Τα τοποθέτησαν σε ειδικά διαμορφωμένα ενυδρεία με διαφορετικές συγκεντρώσεις φλουοξετίνης: Μηδενική, χαμηλή (31,5 νανογραμμάρια το λίτρο) και υψηλή (316 ng/L), σύμφωνα με τα επίπεδα που βρέθηκαν στο φυσικό περιβάλλον.
Παρατήρησαν, λοιπόν, ότι η μακροχρόνια έκθεση στη φλουοξετίνη επηρεάζει τη συμπεριφορά και τα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των ψαριών, αφού μειώνεται η ανάπτυξή τους κι η ζωτικότητα του σπέρματος.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Ουπάμα Άικ, από το Πανεπιστήμιο Μονάς στη Μελβούρνη, εξήγησε ότι χιλιάδες χημικές ουσίες απορρίπτονται καθημερινά στο υδάτινο δίκτυο, χαρακτηρίζοντας τη φλουοξετίνη «αρκετά διαδεδομένη».
Σχετικά με τα ψάρια που μελετήθηκαν δήλωσε, σύμφωνα με τον Guardian, ότι σε εκείνα που εκτέθηκαν σε χαμηλές συγκεντρώσεις περιορίστηκε η διάπλασή τους, «κάτι που είναι πραγματικά σημαντικό, όχι μόνο για την αναπαραγωγή, αλλά και για τον ανταγωνισμό με άλλα αρσενικά και τη συνολική επιβίωσή τους». Επιπλέον, η έκθεση σε χαμηλές δόσεις «φρέναρε» την ταχύτητα του σπέρματος, αλλά αύξησε το μήκος ενός οργάνου που θυμίζει πτερύγιο και χρησιμοποιείται για τη γονιμοποίηση του θηλυκού.
Την ίδια στιγμή, όπως είπε ο επίκουρος καθηγητής Τζιοβάνι Πολβερίνο από το ίδιο πανεπιστήμιο, η έκθεση στη φλουοξετίνη επηρέασε τη συμπεριφορά των ψαριών, με αποτέλεσμα να μην αντιδρούν «φυσιολογικά» απέναντι σε κινδύνους.
Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην επιβίωση του πληθυσμού, καθώς μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε περιβαλλοντικές προκλήσεις, απειλώντας τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους.
Όπως τονίζουν οι επιστήμονες, τα ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη για μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τις συνέπειες της φαρμακευτικής ρύπανσης και αποκαλύπτουν τους κινδύνους από τη χρόνια έκθεση σε κοινούς φαρμακευτικούς ρύπους όπως η φλουοξετίνη. Κρίνεται επομένως απαραίτητη η αντιμετώπιση της φαρμακευτικής μόλυνσης και εφαρμογής αυστηρότερων κανονισμών για την προστασία της υδρόβιας ζωής από αυτή την απειλή.
Photo: Pixabay
Διαβάστε ακόμη
ΤUI: «Πρωτοφανής ζήτηση για διακοπές το φθινόπωρο» – Στους top προορισμούς και ελληνικά νησιά
Στο Υπουργικό το νομοσχέδιο για νέα κίνητρα σε μικρομεσαίους και επαγγελματίες
«Πυρετός» μεταβιβάσεων ακινήτων με φθηνή Golden Visa
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ