Αν νομίζετε ότι η σύνοδος COP25 του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή που ξεκίνησε χθες στη Μαδρίτη αφορά μόνο οικολόγους, ΜΚΟ και πολιτικούς που θέλουν να φτιάξουν ένα οικολογικό προφίλ ή την 16χρονη ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ, κάνετε λάθος.
Η κλιματική αλλαγή είναι πλέον στην κορυφή της ατζέντας των τραπεζιτών και όλων των επαγγελματιών του χρηματοπιστωτικού κλάδου παγκοσμίως, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη μια μετατόπιση πολιτικών προτεραιοτήτων, οικονομικών πολιτικών, επενδύσεων και, τελικά, κεφαλαίων η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Αναδύονται πλέον νέες προοπτικές και νέα ρίσκα: Τα ομόλογα από εταιρείες και κυβερνήσεις που δεν είναι «πράσινες» θα έχουν υψηλότερο επιτόκιο; Οι μετοχές των «πράσινων» εταιρειών μήπως δικαιούνται υψηλότερη τιμή (premium); Και οι τράπεζες, πρέπει να δίνουν δάνεια σε «βρώμικες» εταιρείες ή πρέπει να τις χρεώνουν περισσότερο; Εάν μια τράπεζα έχει πολλά βρώμικα δάνεια μήπως πρέπει να δεσμεύει περισσότερα εποτπικά κεφάλαια;
Δεν πρόκειται για ακραίες ακτιβιστικές προτάσεις, αλλά συζητήσεις και κατευθύνσεις που εκπορεύονται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ, μέχρι πολιτικά όργανα όπως η Κομισιόν και η ΕΚΤ, που βάζουν συντονισμένα ως προτεραιότητα τις «πράσινες» οικονομικές πολιτικές και επενδύσεις που θα ευνοούν τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ήδη στα επιτελεία των διεθνών επενδυτικών τραπεζών εστιάζουν στα νέα «πράσινα» επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, παράγωγα και δομημένους χρηματοπιστωτικούς τίτλους, τα οποία αυξάνονται αλματωδώς και, όπως όλα δείχνουν, σύντομα θα είναι ο γενικός κανόνας.
Είναι ενδεικτικό ότι την πρώτη ημέρα έναρξης της συνόδου στη Μαδρίτη τα διεθνή μέσα έδωσαν μια τυπική θέση στη δήλωση του γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες ότι ο πλανήτης πλησιάζει το «σημείο μη επιστροφής», αλλά η είδηση που που πραγματικά πήρε διαστάσεις ήταν η ανακοίνωση του ακτιβιστικού hedge fund TCI, που διαχειρίζεται επενδύσεις 25 δισ. ευρώ, ότι στο εξής απαιτεί από τις εταιρείες στις οποίες επενδύει να αποκαλύπτουν τα στοιχεία για το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα (πόσο δηλαδή επιβαρύνουν το περιβάλλον, με εκπομπές διοξειδίου, ρύπανση ή άλλες επιπτώσεις) διαφορετικά θα πιέσει για αντικατάσταση των διοικήσεων.
Το σκεπτικό της πολιτικής αυτής του TCI είναι ότι υπάρχουν σημαντικά ρίσκα για τις εταιρείες που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, οι οποίες σχετίζονται με μείωση της μακροπρόθεσμης κερδοφορίας τους, επιτπώσεις στη διατηρησιμότητα των εταιρειών και στην απόδοση των μετόχων. Τα ρίσκα αφορούν στο ότι οι εταιρείες που δεν είναι φιλικές στο περιβάλλον θα χρειαστεί να προσαρμοστούν στην περιβαλλοντική νομοθεσία, μπορεί να φορολογηθούν βαρύτερα, να έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα, να υποστούν δυσφήμηση του εμπορικού σήματός τους και απαξίωση παγίων τους ή πιθανές νομικές διεκδικήσεις.
Είχε προηγηθεί την περασμένη εβδομάδα η δήλωση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ σε συνέντευξή τους στους Financial Times ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να αναπτύξει κοινές προδιαγραφές και ειδικούς περιβαλλοντικούς δείκτες με βάση τους οποίους οι εταιρείες θα ανακοινώνουν τις επιδόσεις τους στην περιβαλλοντική προσαρμογή και τη συμβολη τους στη μάχη εναντίον της κλιματικής αλλαγής.
Ο ΟΗΕ έχει ορίσει ως ειδικό απεσταλμένο για το κλίμα και τον χρηματοπιστωτικό τομέα τον Μαρκ Κάρνεϊ, το σημερινό διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας, η θητεία του οποίου τελειώνει το Φεβρουάριο.
Η μη κερδοσκοπική εταιρεία Climate Bonds Initiativeυπολογίζει ότι από το 2008 μέχρι το 2018 δεκάδες οργανισμών, εταιρειών και κυβερνήσεων εξέδωσαν πράσινα ομόλογα αξίας 470 δισ. ευρώ, ενώ μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2019 οι εκδόσεις έφτασαν τα 90 δισ ευρώ και μέχρι το τέλος του χρόνου θα φτάσουν τα 250 δισ. ευρώ.
Η Global Sustainable Investment Alliance υπολογίζει ότι η αξία των ομολόγων που μπορούν να χαρακτηριστούν διατηρήσιμα, περιβαλλοντικά, κοινωνικά υπεύθυνα και έχουν εκδοθεί στις έξι μεγάλες αγορές (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) ανέρχεται σε 27 δισ. ευρώ και διαρκώς αυξάνεται.