Η παγκόσμια ύφεση, οι πόλεμοι, ακόμη και οι πανδημίες έχουν έναν τρόπο να μειώνουν τη ζήτηση της ενέργειας. Πέρυσι, όπως δήλωσε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), η συντριπτική μείωση της παγκόσμιας ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας ως αποτέλεσμα του Covid-19 ήταν η μεγαλύτερη στον τομέα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σύμφωνα με το Bloomberg, τα τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι η μόνη πηγή ενέργειας που αυξήθηκε πέρυσι ήταν οι ΑΠΕ, ενώ η κατανάλωση φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα μειώθηκε. Οι ΑΠΕ δεν ήταν απλώς ένας τομέας της ενέργειας που αυξήθηκε, αλλά ο μόνος.
Όχι μόνο αναπτύχθηκε η ανανεώσιμη ενέργεια, αλλά το έκανε και σε χρόνο – ρεκόρ. Τα τελευταία στοιχεία του IEA επιβεβαιώνουν κάτι που άρχισε να γίνεται αντιληπτό από το τέλος του 2020: οι εγκαταστάσεις ανανεώσιμης ενέργειας όχι μόνο αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά ξεπέρασαν ακόμη και τις πιο υψηλές προσδοκίες, με τις υποδομές αιολικής ενέργειας να αυξάνονται κατά 90% και της ηλιακής κατά 23%. Ο IEA προβλέπει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση για φέτος καθώς όπως λέει, «οι εξαιρετικά υψηλές δυνατότητες ισχύος γίνονται η «νέα κανονικότητα» το 2021 και το 2022, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να αντιπροσωπεύουν το 90% της νέας επέκτασης ισχύος παγκοσμίως».
Η ανανεώσιμη ενέργεια έχει λάβει την πλειονότητα των χρημάτων που έχουν επενδυθεί στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για χρόνια, και εκεί οφείλεται επίσης η αύξηση παραγωγικής ικανότητας το τελευταίο διάστημα. Και με το 90% της αύξησης παραγωγικής ικανότητας να προέρχεται από ΑΠΕ, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στρέφεται επίσης σε ΑΠΕ.
Έμπειροι παρατηρητές της ενέργειας σημειώνουν ότι ο τομέας του άνθρακα εχει από καιρό συγκεντρώσει μια ομάδα αφοσιωμένων επενδυτών. Ανεξάρτητα από τη γενική στροφή προς τις ΑΠΕ, ορισμένα οικονομικά ιδρύματα έχουν συμπεριλάβει στις επενδυτικές τους θέσεις και τα ορυκτά καύσιμα. Η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης (ΑDB), ειδικότερα, έχει τονίσει τη σημασία της ενέργειας από άνθρακα για την αντιμετώπιση των αναγκών της ενεργειακής πρόσβασης στην Ασία. Αλλά ακόμη και εκεί το τοπίο έχει αρχίσει να αλλάζει.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η ADB δημοσίευσε μια αναθεωρημένη έκδοση της ενεργειακής της πολιτικής. Σύμφωνα με αυτήν, προτείνεται η διακοπή της χρηματοδότησης σχεδόν όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, με στόχο τη μετάβαση των σταθμών παραγωγής στη χρήση καθαρότερων καυσίμων.
Συγκεκριμένα, η ADB δεν θα χρηματοδοτήσει καμία δραστηριότητα εξερεύνησης, γεώτρησης ή εξόρυξης άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αέριου, ούτε κάποια νέα δραστηριότητα παραγωγής ενέργειας και θερμότητας με άνθρακα ή εγκαταστάσεις που συνδέονται με την παραγωγή άνθρακα. Επιπλέον, θα υποστηρίξει τις αναπτυσσόμενες χώρες στον μετριασμό των επιπτώσεων στην υγεία και στο περιβάλλον από τους υφιστάμενους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα και τα συστήματα θέρμανσης μέσω χρηματοδότησης τεχνολογιών ελέγχου των εκπομπών.
Ακόμη, η ADB δεν θα συμμετάσχει σε επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό, την αναβάθμιση ή την ανακαίνιση εγκαταστάσεων άνθρακα που θα επεκτείνουν τη διάρκεια ζωής τους εκτός εάν επανασχεδιαστούν για τη χρήση καθαρότερων καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο ή ΑΠΕ.
Ο άνθρακας, -ίσως και το φυσικό αέριο-, βρίσκονται πλέον στο πίσω μέρος των παγκόσμιων ενεργειακών επενδύσεων. Έτσι,ο πιο άμεσος αντίκτυπος της επένδυσης σε ΑΠΕ του περασμένου έτους ήταν ότι σταθεροποίησε μια τάση η οποία ξεκίνησε σε μια άλλη στιγμή – ορόσημο για το παγκόσμιο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, το 2018.
Με τεχνολογία, κεφάλαιο και τεχνογνωσία, όπως τονίζει το Bloomberg, το μόνο ερώτημα σχετικά με τη μελλοντική πορεία αυτής της αυξητικής τάσης είναι πόσο μακριά και πόσο γρήγορα μπορεί να πάει.