Καζάνι που βράζει μοιάζει η αγορά των ΑΠΕ από το έλλειμμα που εμφανίζει ο λογαριασμός πληρωμής των παραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ο οποίος για το 2020 εκτιμάται ότι θα κλείσει στα 287,6 εκ. ευρώ.
Την Παρασκευή μιλώντας στο Athens Investment Forum ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης ενώπιον των εκπροσώπων του κλάδου, επανέλαβε με κατηγορηματικό τρόπο ότι η «μαύρη τρύπα» δεν θα καλυφθεί από τους καταναλωτές μέσω της αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ (τέλος ΑΠΕ που καταβάλλουν μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας).
Θυμίζουμε ότι οι πόροι του ΕΤΜΕΑΡ ψαλιδίστηκαν πέρσι για να μην πέσει το βάρος των αυξήσεων των τιμολογίων της ΔΕΗ στους καταναλωτές και στέρησαν έσοδα 200 εκ. ευρώ.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την υγειονομική κρίση που κατά τον υπουργό οδήγησε στην μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, επηρεάζοντας κατ΄επέκταση τα έσοδα του ΕΤΜΕΑΡ.
Ωστόσο, στο επιχείρημα του κ. Χατζηδάκη αντιτάσσεται ο Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας από Φωτοβολταικά (ΣΠΕΦ), ο οποίος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, επισημαίνοντας ότι έχει στερήσει και μάλιστα αναδρομικά από αρχές του 2019 περί τα 200 εκ. ευρώ ετησίως (δηλ. 400 εκατ. ευρώ σωρευτικά, μέχρι το τέλος του 2020) από τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ).
Ο ΣΠΕΦ προέβη σε αναλογιστική μελέτη – μοντελοποίηση σεναρίων για την διερεύνηση του κατά πόσο ευθύνεται η πανδημία για την κατάσταση αυτή και πόσο η συντελεσθείσα μείωση του ΕΤΜΕΑΡ.
Από την ανάλυση προκύπτει πως από μόνη της η μείωση του ΕΤΜΕΑΡ οδηγεί ακόμη και χωρίς συνθήκες COVID-19 τον λογαριασμό σε σωρευτικό έλλειμμα -61 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2020 ή -131 εκατ. ευρώ αν συνυπολογιστεί και το θεσμοθετημένο μαξιλάρι των 70 εκατ. ευρώ που θα έπρεπε εκ του νόμου να διατηρείται.
Αντίθετα αν το ΕΤΜΕΑΡ δεν μειωνόταν, ο ΕΛΑΠΕ θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην πανδημία του COVID-19 καταλήγοντας στο τέλος του 2020 σε σωρευτικό πλεόνασμα 73 εκατ. ευρώ ή 3 εκατ. ευρώ αφαιρουμένου του μαξιλαριού που θα έπρεπε εκ του Νόμου να διατηρείται.
Σύμφωνα και με παλαιότερη μελέτη του ΣΠΕΦ (Μάρτιος 2020) για την κατάσταση μετά COVID στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, είχε επισημανθεί στην Πολιτεία πως η κρίση της πανδημίας δημιουργεί πολλαπλάσια πρόσθετα κέρδη στην προμήθεια απ’ όση απώλεια δημιουργεί στον ΕΛΑΠΕ, λέγοντας ότι τα χρήματα που πληρώνουν οι καταναλωτές για ηλεκτρική ενέργεια υπό τον COVID όχι μόνο επαρκούν αλλά και περισσεύουν. «Αναδιανομή χρειάζεται μόνο μεταξύ Προμήθειας και ΕΛΑΠΕ, ήτοι αντιστροφή αυτού που η Κυβέρνηση έπραξε με την μείωση του ΕΤΜΕΑΡ πέρυσι» τονίζει ο ΣΠΕΦ.
Δίκαιη λύση αναζητά ο Χατζηδάκης
Ο κ. Χατζηδάκης τάσσεται υπέρ ενός διαλόγου με τους φορείς του κλάδου, υποστηρίζοντας ότι οι επενδυτές δεν θα αιφνιδιαστούν καθώς το υπουργείο αναγνωρίζει ότι το κράτος έχει αναλάβει κάποιες δεσμεύσεις απέναντί τους με βάση τις οποίες έχουν επενδύσει και έχουν λάβει δάνεια. Ωστόσο αν και μιλά για δίκαιη λύση, επανέλαβε πρόσφατα την ρητορική για υπερκέρδη και στρεβλώσεις, τονίζοντας ότι στην κρίση που διανύουμε πρέπει όλοι «να αναλάβουμε το βάρος που μας αναλογεί».
Είναι φανερό ότι στο υπουργείο έχει ξεκινήσει η επεξεργασία όλων των στοιχείων και μελετώνται όλες οι πιθανές λύσεις για κούρεμα των εγγυημένων ταριφών, με αναλογικό τρόπο και όχι οριζόντια, επιλογή που με τα μέχρι σήμερα δεδομένα φαντάζει μονόδρομος.
Κι αυτό γιατί όλα τα άλλα σενάρια τείνουν να αποκλειστούν. Για παράδειγμα απομακρύνεται το ενδεχόμενο την τρύπα του ΕΤΜΕΑΡ για τον ΕΛΑΠΕ να ενσωματώσουν οι προμηθευτές ενέργειας. Το τελευταίο διάστημα κύκλοι της αγοράς της πράσινης ενέργειας, υποστηρίζουν ότι η ανάληψη του βάρους αυτού από τους προμηθευτές είναι δίκαιη ως αντιστάθμισμα της μεγάλης πτώσης της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος εξαιτίας της μείωσης των τιμών των καυσίμων και των CO2. Από ένα τέτοιο μέτρο η ΔΕΗ θα είναι από τους πρώτους που θα επιβαρυνθούν κάτι που δεν επιθυμεί η κυβέρνηση με τον Χατζηδάκη να δηλώνει τις προηγούμενες μέρες ότι» με ενδιαφέρει ό,τι έχει επιτευχθεί στη ΔΕΗ με τη μία ή με την άλλη κίνηση να μην σπαταληθεί».
Το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει εξετάσει επίσης λύσεις μέσω του λογαριασμού Εγγυήσεων Προέλευσης (πράσινα πιστοποιητικά) που είναι στην αρμοδιότητα του ΔΑΠΕΕΠ ενώ έχει υποβληθεί και σχετικό αίτημα αποζημίωσης από την Κομισιόν για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρόκειται όμως για ένα σχεδιασμό που στο ΥΠΕΝ δίνουν μικρές ελπίδες να εξασφαλιστεί.
Αντιδρούν για το target model
Φορείς του κλάδου επισημαίνουν πάντως ότι η επανάληψη του new deal που εφαρμόστηκε το 2014, με το πρώτο κούρεμα στις ταρίφες έχει αποκλειστεί και από την Κομισιόν βάσει της οδηγίας 2028/2001 για την προώθηση της ενέργειας από ΑΠΕ.
Σύμφωνα με την οδηγία, οι πολιτικές στήριξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας πρέπει να είναι σταθερές χωρίς αδικαιολόγητες ή αναδρομικές αναβολές, επισημαίνοντας ότι μια απρόβλεπτη και ασταθής πολιτική έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος χρηματοδότησης του κεφαλαίου και στο κόστος ανάπτυξης των έργων.
Στελέχη του κλάδου επισημαίνουν επίσης ότι το 2013, με το πρώτο new deal το κούρεμα έφτασε το 50% κάνοντας οριακά βιώσιμα τα έργα που είδαν να ψαλιδίζονται οι ταρίφες από τα 400 ευρώ η μεγαβατώρα στα 200 ευρώ και με μεγάλο κόστος χρήματος. Όπως αναφέρουν τα προηγούμενα χρόνια το κόστος επένδυσης ανά μεγαβατώρα ήταν 5 εκατομμύρια ευρώ. Σήμερα, το κόστος αυτό έχει υποχωρήσει στα 600.000!
Οι παραγωγοί ΑΠΕ έχουν όμως και άλλο σημείο διαφωνίας με το υπουργείο και αυτό συνδέεται με την εφαρμογή του target model. Ο κ. Χατζηδάκης επανέλαβε σε πρόσφατο συνέδριο την ανάγκη να πάμε σε ένα μοντέλο ελεύθερης αγοράς ωστόσο ο κλάδος ζητά πίστωση χρόνου. «Η μετάβαση από το σχήμα «Ανταγωνιστική συμμετοχή των Α.Π.Ε. στην αγορά και Διαγωνισμοί» στο σχήμα «Ανταγωνιστική συμμετοχή των Α.Π.Ε. στην αγορά χωρίς Διαγωνισμούς» πρέπει να γίνει ομαλά, με προσοχή και παράλληλα με την εμφάνιση των πρώτων διμερών συμβολαίων για έργα Α.Π.Ε. που δεν θα έχουν επιλεγεί σε διαγωνισμούς, ώστε να αποκτηθεί εμπειρία και γνώση» τονίζει σε πρόσφατη επιστολή του στο ΥΠΕΝ ο Πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ κ. Παναγιώτης Λαδακάκος. Όπως αναφέρει, η ομαλή αυτή μετάβαση μπορεί να βοηθηθεί με την ενεργοποίηση της δυνατότητας στα έργα ΑΠΕ να συμμετέχουν στην ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών για μέρος της ισχύος τους, όπως άλλωστε έχει προβλέψει ο νόμος (4414/2016) με στόχο την συνέχιση της μείωσης του κόστους ενέργειας για τον καταναλωτή αλλά και την μη αναστολή της πορείας επίτευξης των στόχων Α.Π.Ε.