Εάν η πολιτεία δεν είχε επιδείξει ολιγωρία στην θεσμοθέτηση των έργων αποθήκευσης, η Ελλάδα θα είχε φθηνότερη ηλεκτροπαραγωγή και καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές.
Το παράδοξο δε είναι ότι ενώ η χώρα είναι λουσμένη στο φως, διαθέτοντας παράλληλα ένα ισχυρό αιολικό δυναμικό, εντούτοις πάνω από το 66% της ενέργειας προέρχεται από εισαγωγές σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε γεωπολιτικούς κινδύνους και σε ενεργειακές κρίσεις σαν αυτή που διανύουμε.
Την άποψη αυτή που απαντά στην καρδιά του ενεργειακού προβλήματος της ΕΕ, εξέφρασε χθες σε συνέδριο του κλάδου ο επικεφαλής του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κ. Γιώργος Περιστέρης. Όπως δήλωσε, αν η πολιτεία δεν είχε εμποδίσει, την αποθήκευση ενέργειας μεγάλης κλίμακας, ρυθμίζοντας την αγορά και δίνοντας κίνητρα για εμπροσθοβαρείς επενδύσεις, θα υπήρξε μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, ασφάλεια εφοδιασμού και συγκράτηση των ενεργειακών τιμών Και αυτό όπως εξήγησε γιατί όταν η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, η αποθηκευμένη ενέργεια καλύπτει αμέσως το κενό και κρατά τις τιμές χαμηλά.
Χρησιμοποίησε μάλιστα ως παράδειγμα την υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας, η οποία όπως τόνισε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό όπλο έναντι των μεγάλων διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του αερίου. “Πριν από έναν μήνα, με τις τιμές του φυσικού αερίου των αρχών Σεπτεμβρίου, θα εξασφαλιζόταν έτσι ετήσια εξοικονόμηση, για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, της τάξης των 120 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, ενώ με τις σημερινές τιμές η εξοικονόμηση αυτή θα έφτανε στο αστρονομικό ποσό των 400 εκατ. ευρώ κατ’ έτος”.
Ο κ. Περιστέρης τόνισε πως για την ενεργειακή μετάβαση είναι χρήσιμες όλες οι τεχνολογίες ωστόσο πρόσθεσε ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε εκείνες που προσφέρουν προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία και η αντλησιοταμίευση είναι η μία από αυτές μαζί με τα υδροηλεκτρικά, τα χερσαία και θαλάσσια αιολικά.
Την παρέμβαση του πιο ισχυρού εκπροσώπου της πράσινης ανάπτυξης στην Ελλάδα συνόδευσαν σαφείς αιχμές για τον ρόλο του ΕΛΑΠΕ αλλά και για την πολεμική που συναντά η αιολική ενέργεια.
Τα νοικοκυριά ανέφερε χθες ο κ. Περιστέρης πρέπει να προστατευθούν από τη συγκυριακή ακρίβεια μέσα από την επιδότηση των τιμών. Τόνισε όμως ότι η επιδότηση αυτή πρέπει να προέλθει από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού και από ευρωπαϊκά κονδύλια, χωρίς να απογυμνώνει τον ΕΛΑΠΕ ο οποίος αποτελεί και το βασικό εργαλείο στήριξης της διείσδυσης των ΑΠΕ. Το αντίθετο αποτέλεσμα είναι λιγότερες ΑΠΕ άρα και χαμηλότερες τιμές.
Οι σωστές πολιτικές επιδότησης των ΑΠΕ τα προηγούμενα χρόνια οδήγησαν όπως είπε σε ένα κόστος αιολικής και φωτοβολταϊκής μεγαβατώρας στη χώρα μας για τις νέες εγκαταστάσεις κάτω από €55/MWh, κόστος που συνεχίζει να μειώνεται.
Αντίθετα, οι τεράστιες επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα ( άνθρακας, λιγνίτης, πετρέλαιο, φυσικό αέριο)συνεχίζουν επί δεκαετίες να αυξάνουν, έχοντας φτάσει σύμφωνα με νέα μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μόνο για το 2020, σε 5,9 τρις δολάρια ή σε 6,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Περιστέρης και σε όσους ασκούν κριτική για το timing της ενεργειακής μετάβασης, λέγοντας ότι “οι ίδιοι που επιχειρούν να ενοχοποιήσουν την πράσινη μετάβαση, σπεύδουν κι αγοράζουν για τις βιομηχανίες τους πράσινη ενέργεια γιατί είναι η φθηνότερη».
Σε ότι αφορά την κριτική και τις αντιδράσεις για τις ανεμογεννήτριες ζήτησε να υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική συναίνεση επισημαίνοντας ότι η κρισιμότητα των περιστάσεων δεν μας δίνουν το δικαίωμα της επιλογής.
Οι ανεμογεννήτριες είπε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ΑΠΕ σε μια χώρα με αστείρευτο αιολικό δυναμικό και πρέπει, με τις αναγκαίες εξαιρέσεις, να τοποθετούνται εκεί που φυσάει. Το ίδιο ανέφερε, συνέβη και με τα ορυχεία λιγνίτη τα οποία έγιναν εκεί που υπήρχαν κοιτάσματα και οι λιγνιτικές μονάδες εκεί που υπήρχαν ορυχεία.
Διαβάστε ακόμη:
Τράπεζες: Ανθεκτικές στην κρίση – Πέντε προκλήσεις για την επόμενη μέρα