Αισθητή μείωση του ρυθμού των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες προς τον τομέα των ορυκτών καυσίμων παρατηρείται το τελευταίο διάστημα. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν αυτό οφείλεται στην «πράσινη στροφή» των τραπεζών ή στα υπερκέρδη των μεγάλων πετρελαϊκών ομίλων που δεν χρειάζονται πλέον τόσα δάνεια…
Το σίγουρο είναι ότι από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015 με στόχο να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας και να μειωθεί η ρύπανση που την προκαλεί, οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν καταγράψει τη συνεχιζόμενη ροή χρηματοδότησης από τις πλουσιότερες τράπεζες στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι υποστηρικτές του κλίματος, όπως αναφέρει το Inside Climate News, έχουν αυξήσει την πίεση στις τράπεζες να αλλάξουν πορεία και πολλές έχουν ανταποκριθεί υιοθετώντας πολιτικές για τη μείωση της κλιματικής ρύπανσης που παράγεται από τα τεράστια χαρτοφυλάκιά τους. Ορισμένες έχουν επίσης δεσμευτεί να σταματήσουν εντελώς τη χρηματοδότηση ορισμένων τύπων εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, όπως η εξόρυξη άνθρακα και οι γεωτρήσεις στην Αρκτική.
Δύο νέες εκθέσεις, όμως, παρέχουν μια συγκεχυμένη εικόνα. Οι τράπεζες δάνεισαν σημαντικά λιγότερα χρήματα σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων πέρυσι, σύμφωνα με έκθεση περιβαλλοντικών ομάδων με επικεφαλής το Rainforest Action Network. Ωστόσο, η πτώση πιθανότατα δεν οφείλεται στις επιλογές που έκαναν οι τράπεζες, αλλά επειδή οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν τέτοια ρευστότητα που δεν χρειαζόταν να δανειστούν. Άλλωστε οι περισσότερες από τις λεγόμενες Big Oil, συμπεριλαμβανομένων των ExxonMobil και Chevron, κατέγραψαν κέρδη ρεκόρ το 2022.
Τι λένε οι αριθμοί
Συνολικά, οι 60 κορυφαίες τράπεζες του κόσμου διοχέτευσαν 673 δισ δολάρια σε χρηματοδότηση προς εταιρείες ορυκτών καυσίμων το 2022, σύμφωνα με την έκθεση, ποσό που είναι το χαμηλότερο από το 2016.
Παρά την πτώση, οι συντάκτες της έκθεσης ανέφεραν ότι οι πολιτικές δανεισμού των τραπεζών για δραστηριότητες ορυκτών καυσίμων παραμένουν αδύναμες και ανεπαρκείς και ότι η χρηματοδότηση αυτή δεν μειώνεται αρκετά γρήγορα για να περιορίσει την κλιματική ρύπανση σύμφωνα με τον πιο φιλόδοξο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου ή 2,7 βαθμούς Φαρενάιτ.
«Εξακολουθούμε να βλέπουμε ακριβώς αυτή την τεράστια ροή χρηματοδότησης σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών που επεκτείνουν τα ορυκτά καύσιμα», δήλωσε ο April Merleaux, διευθυντής έρευνας στο Rainforest Action Network. Η έκθεση ξεχώρισε τις μεγαλύτερες εταιρείες που εμπλέκονται στην επέκταση των ορυκτών καυσίμων – εκείνες που εξερευνούν νέα κοιτάσματα πετρελαίου, για παράδειγμα, ή κατασκευάζουν νέους αγωγούς – και διαπίστωσε ότι οι τράπεζες τους είχαν δανείσει 150 δισ δολάρια πέρυσι. «Κάθε δολάριο που πηγαίνει σε επέκταση είναι ένα δολάριο που μας ωθεί πέρα από τον στόχο του 1,5 βαθμού», όπως τόνισε.
Το 2021, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας δήλωσε ότι δεν πρέπει να αναπτυχθούν νέα πεδία πετρελαίου και φυσικού αερίου εάν ο κόσμος θέλει να επιτύχει αυτόν τον στόχο της συμφωνίας του Παρισιού.
Μια δεύτερη έκθεση ανέλυσε τις πολιτικές δανεισμού ορυκτών καυσίμων των έξι κορυφαίων αμερικανικών τραπεζών και ομοίως διαπίστωσε ότι υπολείπονται της επίτευξης των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού. Η έκθεση δημοσιεύθηκε από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό βιώσιμων επενδύσεων Ceres και το Transition Pathways Initiative Center, ένα ερευνητικό ινστιτούτο χαμηλών εκπομπών άνθρακα που εδρεύει στο London School of Economics.
Οι εκθέσεις αυτές έρχονται σε μια περίοδο αυξημένου ελέγχου του ρόλου των χρηματοπιστωτικών αγορών στη μείωση των εκπομπών σε ολόκληρη την οικονομία.
Οι υποστηρικτές του κλίματος έχουν βγει στους δρόμους για να παροτρύνουν τις τράπεζες να καταργήσουν σταδιακά τον δανεισμό δραστηριοτήτων ορυκτών καυσίμων και η κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ έχει υιοθετήσει νέους κανόνες, παρά τις αντιδράσεις των Ρεπουμπλικάνων.
Ρεκόρ κερδών και…πιέσεων
Ο Pavel Molchanov, αναλυτής της χρηματοπιστωτικής εταιρείας Raymond James, αναφέρει ότι η μείωση του δανεισμού πέρυσι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι πολλές πετρελαϊκές εταιρείες κέρδισαν περισσότερα χρήματα από ποτέ. Ωστόσο, η νέα πίεση από τους επενδυτές αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι πετρελαϊκές εταιρείες ξοδεύουν τα χρήματά τους, πρόσθεσε. Μεγάλο μέρος αυτής της πίεσης προέρχεται από τους συμβατικούς επενδυτές που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις και πιο πειθαρχημένες δαπάνες από τη βιομηχανία, αντί για χαμηλότερες εκπομπές. Το αποτέλεσμα, όμως. είναι το ίδιο.
Σε σημείωμα του ο Molchanov και οι συνεργάτες του έγραψαν ότι αν και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες από πετρελαϊκές εταιρείες αυξήθηκαν πέρυσι, εξακολουθούσαν να είναι ελαφρώς χαμηλότερες από τα επίπεδα πριν από την πανδημία Covid-19 και πολύ χαμηλότερες από ό, τι πριν από μια δεκαετία.
Σύμφωνα με την έκθεση του Rainforest Action Network, τουλάχιστον επτά μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των ExxonMobil και Shell, ζήτησαν μηδενική χρηματοδότηση πέρυσι, αφού δανείστηκαν, κατά μέσο όρο, περισσότερα από 50 δισ δολάρια ετησίως τα προηγούμενα έξι χρόνια…
Ο Steven Rothstein, διευθύνων σύμβουλος του Ceres’ Accelerator for Sustainable Capital Markets, δήλωσε ότι οι τράπεζες έχουν αρχίσει να μεταφέρουν περισσότερα χρήματα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στην καθαρή ενέργεια, «αλλά όχι αρκετά, καθώς εξακολουθούν να χρηματοδοτούν όχι μόνο τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και τις βιομηχανίες που τα χρησιμοποιούν».
Η έκθεση της Ceres συνέκρινε τις πολιτικές δανεισμού ορυκτών καυσίμων των έξι μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών – τέσσερις από τις οποίες τυχαίνει επίσης να είναι οι μεγαλύτεροι δανειστές στον τομέα των ορυκτών καυσίμων τα τελευταία επτά χρόνια – και διαπίστωσε ότι καμία από αυτές δεν ευθυγραμμίζεται με τον στόχο του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς. Μόνο μία, η Bank of America, έχει μια πολιτική ευθυγραμμισμένη με τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου, τον λιγότερο φιλόδοξο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού και ένα επίπεδο θέρμανσης που θα φέρει πιο επικίνδυνες επιπτώσεις από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την υψηλότερη άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Πάντως, ο Rothstein δήλωσε ότι ο στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν για μείωση της κλιματικής ρύπανσης κατά 50% κάτω από τα επίπεδα του 2005 έως το 2030 θα παραμείνει ανέφικτος, εκτός εάν οι τράπεζες κινηθούν ταχύτερα.«Δεν πρόκειται να φτάσουμε εκεί ως κοινωνία εάν οι τράπεζες συνεχίσουν να χρηματοδοτούν νέες περιοχές ορυκτών καυσίμων», όπως είπε.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η JP Morgan Chase έχει προσφέρει σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων από το 2016, περισσότερα από 434 δισ δολάρια, σύμφωνα με το Rainforest Action Network, ακολουθούμενη από τη Citi, την Wells Fargo και την Bank of America. Οι Morgan Stanley και η Goldman Sachs, δάνεισαν σημαντικά λιγότερα.
Συνολικότερα, κατά την ίδια έκθεση, 49 τράπεζες με πολιτικές για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών από τα χαρτοφυλάκιά τους έως το 2050, δάνεισαν πέρυσι 122 δισ δολάρια πέρυσι σε εταιρείες που ασχολούνται με την επέκταση των ορυκτών καυσίμων.
Διαβάστε ακόμη:
Δέκα έργα στον τουρισμό ύψους 1,5 δισ. ευρώ προς ένταξη στις στρατηγικές επενδύσεις
Εξαγγελίες για παροχές και αυξήσεις μόνο με πλεονάσματα και ανάπτυξη το 2024