«Ναι», αλλά με «αστερίσκους» διατυπώνεται από την αγορά σχετικά με τη μελέτη του ΔΕΣΦΑ για την προσθήκη πλωτής δεξαμενής LNG στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης. Οι ενστάσεις επικεντρώνονται στις εκτιμήσεις για το κόστος της υποδομής, στις προβλέψεις της ζήτησης φυσικού αερίου και κυρίως στην επιβάρυνση που θα υπάρξει στα τέλη χρήσης και μεταφοράς.
Ειδικότερα, από πλευράς της ΔΕΗ τονίζεται ότι η προσθήκη της επιπλέον υποδομής κρίνεται απόλυτα απαραίτητη στις σημερινές συνθήκες ώστε να υπάρξει διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας φυσικού αερίου, αλλά και να διασφαλιστεί η ασφάλεια εφοδιασμού για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Το όλο εγχείρημα μάλιστα χαρακτηρίζεται απόλυτα συμβατό με το REPowerEU plan και τη νέα ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε επέκταση της αποθηκευτικής δυναμικότητας θα πρέπει να συνοδεύεται από επέκταση της περιόδου αποθήκευσης καθώς με τα σημερινά δεδομένα (13 ημέρες το διάστημα Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου και 18 ημέρες το διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου), η διαχείριση της κατάστασης είναι δυσχερής.
Ακόμη, με βάση την εμπειρία της ΔΕΗ, σε περιόδους όχι τόσο κρίσιμες όσο η σημερινή υπάρχει χαμηλό περιθώριο επαναεριοποίησης. Άρα ζητούμενο είναι και η επέκταση της δυνατότητας επαναεριοποίησης.
Η ΔΕΔΑ προτείνει, καταρχήν, να συμπληρωθεί η μελέτη του ΔΕΣΦΑ με ένα ακόμη σενάριο που αφορά σε μια «ενδιάμεση κατάσταση» από την αγορά ή την ενοικίαση της υποδομής.
Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να εξεταστεί η επιλογή σε πρώτη φάση της ενοικίασης για το 2022 και στη συνέχεια, από το 2023 και ύστερα να αποφασιστεί η καταλληλότερη επιλογή, λαμβάνοντας υπόψη ωριμότερα δεδομένα. Η πρόταση αυτή, κατά την ΔΕΔΑ, έχει ως πλεονέκτημα ότι προς το τέλος του 2022 θα έχουμε μια καλύτερη εικόνα για το πώς εξελίσσεται γενικότερα η αγορά όχι μόνο υπό το πρίσμα της διακοπής τροφοδοσίας από τη Ρωσία. Όπως τονίζεται, η αγορά ενδέχεται να έχει μεταβληθεί αφενός λόγω των επενδύσεων που προγραμματίζονται για τη δημιουργία δύο τουλάχιστον FSRU (σε Αλεξανδρούπολη και Αγίους Θεοδώρους), καθώς και άλλων παρόμοιων projects που σχεδιάζονται και αφετέρου από το ρόλο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στις εξελίξεις σχετικά με τις έρευνες υδρογονανθράκων και τον αγωγό East Med ή κάποιον εναλλακτικό.
Ως μειονέκτημα προβάλλεται ότι αν έχει επιλεγεί η λύση αυτή θα έχει δαπανηθεί το ποσό των 19,7 εκατ. ευρώ που είναι βάσει της μελέτης το ετήσιο τίμημα για την ενοικίαση της υποδομής.
Επίσης, ζητείται πληρέστερη εικόνα για την εκτίμηση αναφορικά με τις επιπτώσεις στη χρέωση μεταφοράς κατά την εξέταση των διαφόρων σεναρίων.
Η ζήτηση και οι πρόσθετες χρεώσεις
Η πιο επιφυλακτική θέση διατυπώνεται από τη ΔΕΠΑ Εμπορίας, η οποία επί της ουσίας αμφισβητεί την αναγκαιότητα της πρόσθετης υποδομής. Συγκεκριμένα επισημαίνει ότι οι παραδοχές για τη ζήτηση φυσικού αερίου στη μελέτη του ΔΕΣΦΑ εκτιμώνται ως υπερβολικές τόσο σε επίπεδο εγχώριας ζήτησης, όσο και σε επίπεδο εξαγωγών, ιδίως σε περίοδο κρίσης λόγω πλήρους διακοπής παροχής του ρωσικού φυσικού αερίου.
Κατά τη ΔΕΠΑ Εμπορίας, η εγχώρια ζήτηση για το 2022-2023 δεν προβλέπεται να υπερβεί το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο των 70 TWh (του 2021). Αντίθετα αναμένεται μείωση της ζήτησης κατά 5-6 TWh για τις βιομηχανίες που συνδέονται απευθείας με το σύστημα υψηλής πίεσης του ΔΕΣΦΑ (διυλιστήρια) λόγω υψηλών τιμών του φυσικού αερίου.
Έτσι, σύμφωνα με την εκτίμησή της η Ρεβυθούσα θα μπορούσε να καλύψει άνω των 50 TWh ετησίως ενώ εάν προστεθούν 15 TWh από το σημείο εισόδου Ν. Μεσημβρίας και 3 TWh από το σημείο εισόδου των Κήπων, φαίνεται να καλύπτεται πλήρως η εγχώρια ζήτηση.
Επίσης, η ΔΕΠΑ Εμπορίας εκτιμά ότι οι παραδοχές κόστους τόσο για τη μίσθωση, όσο και για την αγορά της υποδομής είναι ιδιαίτερα υψηλές και αναμένεται να έχουν σημαντική επιβάρυνση στις χρεώσεις χρήσης του τερματικού σταθμού και στα τιμολόγια χρήσης του συστήματος μεταφοράς.
Ακόμη, γίνεται αναφορά στις πρόσθετες ποσότητες που θα εισέλθουν στην αγορά μέσω του FSRU Αλεξανδρούπολης.
«Εάν τελικά κρίνεται απαραίτητη η προτεινόμενη προσθήκη πλωτής δεξαμενής LNG, τότε αυτή θα χρειαζόταν για σημαντικά μικρότερο χρονικό διάστημα από το προτεινόμενο των 5 ετών, ήτοι να μην υπερβαίνει τους 12-18 μήνες ανάλογα με το χρόνο ένταξης στο σύστημα» καταλήγει η ΔΕΠΑ Εμπορίας.
Η Mytilineos από την πλευρά της επισημαίνει ότι δεδομένων των όσων διαδραματίζονται στον κλάδο της ενέργειας και ιδιαίτερα σε αυτόν του φυσικού αερίου, η ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού μέσω της εξασφάλισης ευελιξίας και της επαρκούς τροφοδοσίας σε περιόδους υψηλής ζήτησης, αποτελεί εξόχως σημαντικό κριτήριο στη λήψη των αποφάσεων για την περαιτέρω επέκταση των υφιστάμενων υποδομών, ειδικότερα καθώς αυτή εξετάζεται με βάση το σενάριο διακοπής τροφοδοσίας της χώρας με αέριο αγωγού από τα Βόρεια σύνορα.
Ταυτόχρονα όμως με την ασφάλεια εφοδιασμού, θεωρεί αναγκαίο οι επενδυτικές αποφάσεις που λαμβάνονται για νέες ή υφιστάμενες υποδομές αερίου και οι σχετικές μελέτες κόστους-οφέλους, να οδηγούν τελικά στην παραγωγή αναμφίβολα θετικών αποτελεσμάτων για την αγορά και εν τέλει το κοινωνικό σύνολο λαμβάνοντας υπόψη τις παραδοχές ή τα σενάρια επί των οποίων αξιολογούνται.
Έτσι, επί του συγκεκριμένου εκφράζει τη συμφωνία της στην αναγνώριση του ποιοτικού-τεχνικού οφέλους που προκύπτει από την επέκταση ενός υφιστάμενου αποθηκευτικού χώρου, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας εφοδιασμού όσο και στη βελτιστοποίηση του προγραμματισμού και διαχείρισης των φορτίων των συμμετεχόντων στην αγορά (συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας υποδοχής μεγαλύτερων όγκων φορτίων Q-max).
«Η (οικονομικά και ρυθμιστικά στοιχειοθετημένη) επέκταση μιας υπάρχουσας υποδομής δύναται να μεγιστοποιεί τα οφέλη που προκύπτουν από την τρέχουσα λειτουργία της και το δίκτυο των εγκαταστάσεων της συμβάλλοντας έτσι στην ελαχιστοποίηση της ανάγκης ανάπτυξης νέων (stand-alone) υποδομών που ενδεχομένως να κρίνονται μη αναγκαίες/βιώσιμες στο εγγύς μέλλον -ανάλογα βέβαια και με τις επερχόμενες οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις- οδηγώντας έτσι σε λανθάνοντα (stranded) επενδυτικά κόστη και περιουσιακά στοιχεία» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Κατά την Mytilineos, η μεθοδολογία του ENTSOG στην οποία βασίζεται η μελέτη του ΔΕΣΦΑ σε συνδυασμό με την τεχνική προσέγγιση που υιοθετείται και την εξέταση σεναρίων χωρίς/με την προσθήκη της πλωτής δεξαμενής, φαίνεται να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Εντούτοις, η έλλειψη αναλυτικών δεδομένων και του τρόπου εφαρμογής που συνοδεύει ορισμένες παραδοχές, δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας πλήρους, επαρκώς τεκμηριωμένης, άποψης επί των αποτελεσμάτων που παρουσιάζονται.
Βασικό στοιχείο, -το οποίο δεν αποτελεί όμως μέρος της μελέτης-, συνιστά ο τρόπος κάλυψης των εξόδων που συνεπάγεται η προσθήκη της πλωτής δεξαμενής. «Η ανάκτηση του κόστους από την ύπαρξη νέων ή την επέκταση υφιστάμενων υποδομών, θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που είναι δίκαιος και να αντανακλά τα πραγματικά οφέλη και κόστη που προκύπτουν από τη λειτουργία της νέας υποδομής για τους καταναλωτές ΦΑ και ηλεκτρικής ενέργειας ελαχιστοποιώντας ή/και αποκλείοντας περαιτέρω επιβάρυνση στο κόστος προμήθειας φυσικού αερίου για τους τελικούς καταναλωτές (ιδίως συνεκτιμώντας τις παραδοχές όλων των αναλυτών γύρω από το ήδη σημαντικά αυξημένο κόστος upstream προμήθειας αερίου, σε περίπτωση disruption of Russian gas flows και υποκατάσταση με LNG, στη σημερινή πραγματικότητα αγοράς)», επισημαίνεται.
Στο πλαίσιο αυτό, και συνεκτιμώντας την πιθανή υλοποίηση ανταγωνιστικών, προς την εγκατάσταση της Ρεβυθούσας, υποδομών, θεωρεί αναγκαίο να εξασφαλιστεί η σταθερή και μέγιστη χρησιμοποίηση της επιπλέον υποδομής, προκειμένου το σημαντικά αυξημένο Through-Put να επιτρέπει τη διατήρηση των μοναδιαίων χρεώσεων ΕΣΦΑ στα σημερινά επίπεδα.
Επιπρόσθετα, η Mytilineos κρίνει απαραίτητη την αναζήτηση από το Διαχειριστή πρόσθετων ευρωπαϊκών πόρων που θα μπορούσαν να απομειώσουν το συνολικό επενδυτικό κόστος της νέας υποδομής.
Οι εξελίξεις σχετικά με το project
Όπως έχει αποκαλύψει το newmoney από τις 4 Μαΐου, το σχέδιο του ΔΕΣΦΑ, συζητήθηκε στην Ολομέλεια της ΡΑΕ, ωστόσο δεν εγκρίθηκε καθώς σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχουν ενστάσεις σχετικά με το κόστος του έργου.
Οι ενστάσεις αυτές αφορούν το boil off cost, δηλαδή το κόστος που προκύπτει από τις απώλειες αερίου που προκαλεί η εξάτμιση του LNG στο πάνω μέρος της δεξαμενής του πλοίου με βάση τις περιβαλλοντικές συνθήκες.
Έτσι, κατά το επικρατέστερο σενάριο ο Διαχειριστής προσανατολίζεται σε πρώτη φάση σε εξάμηνη ενοικίαση πλοίου για τη λειτουργία της τέταρτης δεξαμενής FSU, παράλληλα με τις διαδικασίες για την μόνιμη λύση της αγοράς, που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Με το έργο δυναμικότητας από 150.000 έως 174.000 κυβικά μέτρα, το δυναμικό του Σταθμού θα αυξηθεί έως και 70% σε σχέση με την υφιστάμενη χωρητικότητα, των 225.000 κυβικών μέτρων, ενώ θα δοθεί η δυνατότητα να ξεφορτώνουν δύο πλοία LNG την ημέρα, από ένα σήμερα.
Υπενθυμίζεται ότι στο σχετικό διαγωνισμό έχουν υποβληθεί στο ΔΕΣΦΑ συνολικά 4 προσφορές για ετήσια μίσθωση του πλοίου που ανέρχονται σε 94 εκατ. ευρώ, 78, 4 εκατ., 92,4 εκατ. και 73,5 εκατ., εμφανίζοντας μεγάλες διαφορές μεταξύ τους τόσο όσον αφορά το ύψος όσο και το boil off cost.
Διαβάστε ακόμη