Βρίσκονται παντού: Σε ποτάμια, θάλασσες, βουνοκορφές, πόσιμο νερό, σύννεφα και τώρα σε αρχαιολογικούς χώρους. Είναι γεγονός, τα μικροπλαστικά «ζουν» ανάμεσά μας. Πέρα από τις σοβαρές επιπτώσεις σε περιβάλλον και υγεία, τα σωματίδια μικρότερα από πέντε χιλιοστά -ακόμα και πολύ μικρότερα στην περίπτωση των νανοπλαστικών- που προκύπτουν από τη διάσπαση μεγαλύτερων πλαστικών προϊόντων, αφήνουν το στίγμα τους σε σημεία μεγάλης πολιτιστικής αξίας και δυσχεραίνουν το έργο των αρχαιολόγων.
Η έρευνα των βρετανικών πανεπιστημίων του Γιορκ και του Χαλ με τη στήριξη της οργάνωσης York Archaeology που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science of the Total Environment ανοίγει ένα κεφάλαιο στο ζήτημα της ρύπανσης από μικροπλαστικά, καθώς στο παρελθόν δεν είχε απασχολήσει τους ερευνητές η παρουσία τους σε σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Για πρώτη φορά, λοιπόν, προκύπτει η παρουσία τέτοιων σωματιδίων σε δείγματα αρχαιολογικών ιζημάτων που ελήφθησαν από ανασκαφές στο κέντρο της ιστορικής πόλης του Γιορκ του Ηνωμένου Βασιλείου στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Όπως αναφέρει η μελέτη 16 τύποι πολυμερών, σε διαφορετικά μεγέθη, ανιχνεύθηκαν τόσο σε σύγχρονα δείγματα ιζημάτων όσο και σε δείγματα που χρονολογούνται από τον πρώτο ή τις αρχές του δεύτερου αιώνα και ανασκάφηκαν το 1980, με τους επιστήμονες να αποκλείουν το ενδεχόμενο να πρόκειται για ίχνη κατά την αποθήκευση των δειγμάτων. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι το περιβάλλον στο οποίο αποθηκεύτηκαν δεν ήταν η πηγή των μικροπλαστικών και ότι τα ιζήματα είχαν «μολυνθεί» κατά τη στιγμή της ανασκαφής.
Αναλυτικότερα, τα μικροσκοπικά σωματίδια βρέθηκαν σε βάθος επτά μέτρων με τους επιστήμονες να εκφράζουν ανησυχία καθώς θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο αρχαιολογικούς «θησαυρούς».
Ο καθηγητής Τζον Σκόφιλντ από το Τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Γιορκ, δήλωσε: «Αυτή είναι μια σημαντική στιγμή που επιβεβαιώνει αυτό που θα έπρεπε να περιμέναμε: Ότι αυτά που προηγουμένως θεωρούνταν παρθένα αρχαιολογικά σημεία, ώριμα για έρευνα, είναι στην πραγματικότητα μολυσμένα με πλαστικά και ότι αυτό περιλαμβάνει ευρήματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980».
Όπως είπε, ο επιστημονικός κόσμος έχει εξοικειωθεί με το πλαστικό σε θάλασσα και ποτάμια, αλλά «εδώ βλέπουμε την ιστορική μας κληρονομιά να ενσωματώνει τοξικά στοιχεία. Σε ποιο βαθμό αυτή η μόλυνση θέτει σε κίνδυνο την επιστημονική αξία αυτών των περιοχών είναι αυτό που θα προσπαθήσουμε να μάθουμε στη συνέχεια».
Οι περίοδοι που καλύπτουν τα σημεία που ερευνήθηκαν ξεκινούν από τις απαρχές της ιστορίας του Γιορκ στη ρωμαϊκή εποχή και φτάνουν μέχρι την εποχή των Βίκινγκς και πιο πρόσφατα.
Ανάμεσα στα πιο κοινά πολυμερή που εντοπίστηκαν είναι το πολυτετραφθοροαιθυλένιο, το πολυαιθυλένιο και το πολυπροπυλένιο, τα οποία πιθανώς έφτασαν εκεί από διάφορα μέρη, «ταξιδεύοντας» μέσα από τον κοντινό ποταμό Ουζ στο Βόρειο Γιορκσάιρ, από σωληνώσεις του αστικού δικτύου, αποχετεύσεις ή υπονόμους και τη βροχή.
Τα καλύτερα διατηρημένα ευρήματα στην περιοχή, όπως αυτά που των Βίκινγκς στο Κοπεργκέιτ, εξηγούν οι ερευνητές, βρίσκονταν σε ένα σταθερό αναερόβιο περιβάλλον για πάνω από 1.000 χρόνια, το οποίο διατήρησε τα οργανικά υλικά σε εξαιρετική κατάσταση. Η παρουσία μικροπλαστικών, ωστόσο, μπορεί και θα αλλάξει τη χημεία του εδάφους, εισάγοντας ενδεχομένως στοιχεία που θα προκαλέσουν αποσύνθεση των οργανικών στοιχείων.
Επομένως, η ερευνητική ομάδα κρίνει απαραίτητη την περαιτέρω έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις των μικροπλαστικών, δεδομένου του δυνητικού αντίκτυπου αυτών των ανθρωπογενών χημικών ουσιών στις αρχαιολογικές αποθέσεις, αφού μπορεί να αλλοιωθούν τα χημικά-φυσικά χαρακτηριστικά των ίδιων των σημείων ή να σταθούν εμπόδιο στην ανάλυσή τους.
Photo: Commons.wikimedia/ Peter K Burian/ Σκάφη στον ποταμό Ουζ
Διαβάστε ακόμη
ΥΠΕΘΟ: Συναγερμός για αναχαίτιση της νέας «ρουκέτας» στην ανάπτυξη και στην τσέπη του Έλληνα
ΕΝΦΙΑ: Ανοίγει η εφαρμογή για διορθώσεις στο Ε9
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ