Η ενεργειακή κρίση της περιόδου 2021-2022, που έπληξε το σύνολο των χωρών της Ευρώπης και χαρακτηρίστηκε από την ξαφνική και ιδιαίτερα ισχυρή άνοδο των τιμών της ενέργειας, επέφερε σοβαρές συνέπειες στις οικονομίες των κρατών, αλλά και έντονη επιβάρυνση στους καταναλωτές.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έντονα ανοδική πορεία των τιμών των ενεργειακών προϊόντων είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία, καθώς επιβάρυνε, τόσο τους οικιακούς καταναλωτές, όσο και τις επιχειρήσεις, τονίζει το ΚΕΠΕ, που κυκλοφόρησε σήμερα την δέκατη Ανάλυση Επικαιρότητας για το 2024 με τίτλο «Διερεύνηση των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης 2021-2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών σε επίπεδο περιφερειών».

Όπως αναφέρει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών στη σύνοψη και τα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήγαγε:

Είναι γνωστό ότι τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην πλήρη κάλυψη των αναγκών τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το χαμηλό εισόδημα, όχι μόνο δεν επαρκεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του νοικοκυριού, καθώς κατευθύνεται προς την κάλυψη άλλων άμεσων αναγκών διαβίωσης (π.χ. διατροφή, στέγαση κλπ.), αλλά οδηγεί και στην μη κάλυψη άλλων υποχρεώσεων (π.χ. ασφαλιστικών, φορολογικών, τραπεζικών κλπ.). Η ενεργειακή κρίση της περιόδου 2021-2022 χαρακτηρίστηκε από την ξαφνική και ιδιαίτερα ισχυρή άνοδο των τιμών της ενέργειας και έπληξε το σύνολο των χωρών της Ευρώπης.

Ως αποτέλεσμα, οδήγησε σε σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομίες των κρατών και την επιβάρυνση των καταναλωτών, εντείνοντας το φαινόμενο της ενεργειακής ένδειας για τα νοικοκυριά. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα εργασία, έχοντας ως στόχο τη διερεύνηση του φαινομένου κατά την περίοδο της κρίσης στις τιμές της ενέργειας, εστιάζει στην ανάλυση του δείκτη της οικονομικής αδυναμίας για ικανοποιητική θέρμανση των νοικοκυριών, όπως καταγράφεται από την ΕΛΣΤΑΤ, αλλά ταυτόχρονα, επεκτείνει την ανάλυση στη διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων μεταξύ των νοικοκυριών σε επίπεδο περιφέρειας κατά την τελευταία πενταετία.

Από την ανάλυση, φαίνεται καθαρά η άνοδος του ποσοστού των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, η οποία το 2022 ανήλθε στο 19,2% για το σύνολο των νοικοκυριών, όταν στα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό άγγιξε το 39,7%. Εκτός όμως από τη γενικότερη εικόνα της ενεργειακής φτώχειας των ελληνικών νοικοκυριών, κυρίως των φτωχών, σε επίπεδο χώρας, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση του φαινομένου σε περιφερειακό επίπεδο.

Στο σύνολο των νοικοκυριών, την ίδια περίοδο, η περιφέρεια που παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα είναι της Δυτικής Ελλάδας (30,3%) και ακολουθούν οι περιφέρειες Πελοποννήσου και Αττικής, ενώ στα φτωχά νοικοκυριά η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας φτάνει στο 58,9% και ακολουθούν οι περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας.

Όσον αφορά τη μεταβολή του ποσοστού στην υπό εξέταση περίοδο, 2018-2022, τη μεγαλύτερη χειροτέρευση στο σύνολο των νοικοκυριών παρουσιάζουν οι περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ στα φτωχά νοικοκυριά οι περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Νοτίου Αιγαίου. Για την περίοδο 2020-2021, όταν ξεκίνησε η ενεργειακή κρίση τα νοικοκυριά της περιφέρειας Ιονίων Νήσων επλήγησαν σημαντικά στην ικανότητα θέρμανσης τον χειμώνα, όταν ο υπό εξέταση δείκτης αυξήθηκε κατά 14,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο στα φτωχά νοικοκυριά, οι περιφέρειες στις οποίες η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά είναι πολύ περισσότερες. Τη μεγαλύτερη επίπτωση αντιμετώπισαν τα νοικοκυριά της Δυτικής Μακεδονίας (26,9%) με επόμενες τις περιφέρειες Νοτίου και Βορείου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων.

Πέρα από το κόστος της ενέργειας και το ύψος του εισοδήματος, τα οποία αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στην ενεργειακή φτώχεια, υπάρχουν και άλλες παράμετροι που συνδέονται, τόσο με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού (μέγεθος, πηγή εισοδήματος, φύλο, ηλικία κ.ά.), όσο και με τα χαρακτηριστικά της οικίας (επιφάνεια, έτος κατασκευής, είδος σπιτιού, ενεργειακή θωράκιση, μέσο θέρμανσης κλπ.), αλλά και γεωγραφικές παράμετροι που σχετίζονται με την περιφέρεια (πυκνότητα πληθυσμού, κλιματικές συνθήκες κλπ.).

Η βάση δεδομένων EU-SILC, που αναλύεται στην παρούσα εργασία, δεν περιλαμβάνει λεπτομερείς πληροφορίες για όλες τις μεταβλητές που δύναται να επιδρούν στην ενεργειακή ένδεια και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή μία αναλυτική οικονομετρική προσέγγιση του φαινομένου βάσει της συγκεκριμένης πηγής. Για την κάλυψη αυτού του ερευνητικού ερωτήματος, το ΚΕΠΕ έχει ήδη εντάξει στο ερευνητικό του πρόγραμμα σχετική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας θα δημοσιευτούν σε επόμενο στάδιο.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σήμερα, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρισκόμαστε σε μια διαδικασία πράσινης μετάβασης προς μία οικονομία χαμηλών ή ακόμα και μηδενικών εκπομπών άνθρακα, γεγονός που δημιουργεί ένα πλαίσιο περιορισμών, αλλά ταυτόχρονα και ευκαιριών στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Μέχρι σήμερα, σημαντικό μέρος των προσπαθειών διαχείρισης του φαινομένου εστιάζει σε πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα που, όπως είναι γνωστό, συμβάλλουν κυρίως στη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών και όχι στην εξάλειψη του προβλήματος. Ταυτόχρονα, δαπανώνται δημόσιοι πόροι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποδοτικότερα για την επίτευξη μακροχρόνιων αποτελεσμάτων.

Μάλιστα, το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση του 2021-2022 ξεπεράστηκε και ακολούθησε αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση των τιμών της ενέργειας δεν θα πρέπει να αποτελεί παράγοντα εφησυχασμού σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο ενεργειακής ένδειας των νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη, ξαφνική και έντονη άνοδος της εγχώριας χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, εντός του Νοεμβρίου 2024, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων, συνθηκών και γεγονότων που επικράτησαν τόσο στην εγχώρια, όσο και την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας*.

Τέτοια γεγονότα καταδεικνύουν το πόσο ευάλωτος είναι ο ενεργειακός τομέας της χώρας μας απέναντι σε διεθνείς μεταβολές και γίνεται κατανοητό ότι παρόμοιες καταστάσεις δύναται να οδηγούν συχνά σε έκτακτη επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά.

Συνεπώς η αντιμετώπιση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε εφήμερα μέτρα ανακούφισης των ευάλωτων καταναλωτών, αλλά είναι απαραίτητη η στροφή των δημόσιων πολιτικών προς μια ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία θα είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας των καταναλωτών, και θα βασίζεται τόσο σε κοινωνικές, όσο και σε περιβαλλοντικές και ενεργειακές πολιτικές.

Υπό αυτό το πρίσμα, η στρατηγική στόχευση θα πρέπει να εστιάζει από τη μια πλευρά στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και από την άλλη, σε δομικές αλλαγές που θα στοχεύουν στην ενεργειακή αναβάθμιση της οικονομίας (συμπεριλαμβανομένου του κτιριακού αποθέματος της χώρας) και την ενίσχυση και αναβάθμιση των ενεργειακών υποδομών (δίκτυα, διασυνδέσεις, αποθήκευση κλπ.), καθώς και την ενεργειακή συμπεριφορά των καταναλωτών (ενημέρωση και εκπαίδευση, εργαλεία ορθής διαχείρισης της κατανάλωσης, εξοικονόμηση, αυτοπαραγωγή ΑΠΕ, συμμετοχή σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς κλπ.).

*Μεταξύ άλλων, στην άνοδο της τιμής συνέβαλαν συνθήκες όπως η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, η ταυτόχρονη χαμηλή ηλιοφάνεια και μεγάλη άπνοια που συνέβαλαν στη μείωση της παραγωγής από ΑΠΕ και την ανάγκη αυξημένης χρήσης ορυκτών καυσίμων (φυσικό αέριο και λιγνίτης) με υψηλότερο κόστος παραγωγής, η παρατεταμένη ανομβρία που περιόρισε σημαντικά την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και παράγοντες όπως οι ανεπαρκείς διασυνοριακές διασυνδέσεις και οι στρεβλώσεις του ευρωπαϊκού συστήματος κατανομής ενέργειας που οδηγούν σε περιορισμούς της μεταφορικής ικανότητας από την Κεντρική προς την Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και έκτακτα γεγονότα, όπως η διακοπή παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Αυστρία που συνέβαλε στην απότομη άνοδο της διεθνούς τιμής του αερίου. Ωστόσο, η ανάλυση της επίδρασης των παραπάνω παραγόντων στο κόστος της ενέργειας για τα νοικοκυριά δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας.

Δείτε εδώ ολόκληρη την ανάλυση του ΚΕΠΕ

Διαβάστε ακόμη

ΗΠΑ: Η επιλογή του Μπέσεντ για ΥΠΟΙΚ δίνει «ανάσα» στις παγκόσμιες αγορές (γράφημα)

Ψάχνετε για δουλειά; Τι να αποφύγετε σε μια συνέντευξη – Οι 3+1 λεπτομέρειες που μετράνε

Real Consulting: Πότε αναμένεται να γίνει η μετάταξη – Τα σχέδια και οι εξαγορές στο εξωτερικό

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα