search icon

Ενέργεια & Περιβάλλον

Η Ελλάδα γίνεται εξαγωγέας «πράσινης» ενέργειας

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις τιμές και κρατούν ψηλά το κόστος ενέργειας - Ο ρόλος της λειψυδρίας στα Βαλκάνια και οι επιπτώσεις στην τιμή του ρεύματος

Σε εξαγωγική δύναμη ηλεκτρικής ενέργειας μετατρέπεται με αργά αλλά σταθερά βήματα η Ελλάδα, με ποσοστό που αναμένεται να εκτιναχθεί όσο θα αυξάνεται η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και θα μεγαλώνουν οι διάδρομοι των ηλεκτρικών διασυνδέσεων.

Τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για τους πρώτους δέκα μήνες του 2024, τα οποία επεξεργάστηκε η ενεργειακή δεξαμενή σκέψης Green Tank, δείχνουν ότι το διάστημα αυτό οι εισαγωγές κάλυψαν μόλις το 1,6% της ζήτησης, ποσοστό που ήταν το χαμηλότερο της δεκαετίας, ενώ τον Οκτώβριο -για τρίτη φορά μέσα στο 2024- καταγράφηκαν καθαρές εξαγωγές. Οι εισαγωγές υποκαταστάθηκαν κυρίως από ΑΠΕ, η παραγωγή των οποίων αυξήθηκε σημαντικά και κάλυψε μαζί με τα υδροηλεκτρικά πάνω από το 50% της ζήτησης και δευτερευόντως από το φυσικό αέριο. Οι ΑΠΕ το διάστημα αυτό μαζί με τα υδροηλεκτρικά παρήγαγαν 24.438 GWh καθαρής ενέργειας, καταγράφοντας αύξηση κατά 17,1% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Τα στατιστικά δείχνουν ότι μέχρι και πέρυσι είχαμε εισαγωγές, οι οποίες κυμαίνονταν από 2 έως 3 τεραβατώρες τον χρόνο και μέχρι και 10 τεραβατώρες ανάλογα με τη χρονιά, αναφέρει ο κ. Παντελής Μπίσκας, καθηγητής του ΑΠΘ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε περιόδους όπου υπήρξαν υψηλά κόστη στο ενεργειακό μας χαρτοφυλάκιο (δηλαδή αυξημένη χονδρεμπορική τιμή) είχαμε πολλές εισαγωγές που έφταναν από τις 8 έως 10 τεραβατώρες.

«Φέτος έχουμε ένα χαρτοφυλάκιο εισαγωγών – εξαγωγών, το οποίο στο τέλος του χρόνου αναμένουμε να είναι περίπου στο μηδέν», αναφέρει ο καθηγητής. Κι αυτό γιατί τους πρώτους έξι μήνες του έτους είχαμε αρκετές εισαγωγές, ενώ από τον Σεπτέμβριο (και συνεχίστηκε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο) αυξήθηκαν οι εξαγωγές, με τον Δεκέμβριο λόγω υψηλών τιμών χονδρεμπορικής να είμαστε ελαφρώς εισαγωγική χώρα. Επομένως, συνολικά σε ετήσιο επίπεδο, στο ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας θα φτάσουμε στο μηδέν. Τις επόμενες χρονιές και όσο αυξάνεται η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Ελλάδα -οι οποίες δεν αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό στα Βαλκάνια-είναι λογικό να εξάγουμε προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ο λόγος είναι ότι εμείς θα έχουμε πλεόνασμα ενέργειας το μεσημέρι λόγω φωτοβολταϊκών, ενώ εκείνοι θα έχουν το δικό τους το συμβατικό φορτίο χωρίς πολλές ΑΠΕ. Επομένως είναι λογικό τα επόμενα χρόνια να γυρίσουμε σε καθαρά εξαγωγική χώρα.

Το 2030 με 18 GW φωτοβολταϊκά, όπως προβλέπει ο κ. Μπίσκας (το ΕΣΕΚ μιλά για 13,5 GW), η χώρα μας θα έχει απεριόριστες δυνατότητες για εξαγωγές. Σήμερα έχουμε πάνω από 8 GW και στο τέλος του 2026 θα έχουμε ενδεχομένως 13 GW.

Πώς επηρεάζονται οι τιμές

Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης υποστήριξε προ ημερών ότι «η Ελλάδα εξάγει 2 GW ηλεκτρικής ενέργειας και παράγει 6 έως 7 GW, φωτογραφίζοντας προφανώς το ενεργειακό ισοζύγιο κάποιων ημερών. Η μεγάλη δυσκολία είναι ότι ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη δεν χτίστηκαν ποτέ μεγάλες διασυνδέσεις και καθώς φεύγει το κάρβουνο από τους Βόρειους γείτονές μας και έχουμε και προβλήματα με τα πυρηνικά, μας ρουφάνε την ενέργεια που εμείς παράγουμε και μας ανεβάζουν τις τιμές. Εχουμε εισαγόμενες αυξήσεις», δήλωσε.

Ο υπουργός υποστηρίζει δηλαδή ότι η αυξημένη ζήτηση που υπάρχει για ηλεκτρική ενέργεια στη «διψασμένη» αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης επηρεάζει προς τα πάνω τις τιμές της χονδρεμπορικής, με αποτέλεσμα να πληρώνουν ακριβότερο το ρεύμα και οι Ελληνες καταναλωτές.

Οπως αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ, αυτή η πρακτική έχει να κάνει με την αρχή της παγκοσμιο­ποίησης. «Θα σας αναφέρω το αντίστοιχο παράδειγμα με το λάδι. Αν η ελληνική παραγωγή λαδιού διοχετευόταν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση λαδιού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι καταναλωτές στη χώρα μας θα πλήρωναν το λάδι 1 ευρώ το λίτρο. Επειδή όμως ως εθνική οικονομία η κοινωνική μας ευημερία αυξάνεται εξάγοντας αγαθά (στην προκειμένη περίπτωση λάδι) σε Κίνα, Ιαπωνία και σε όλο τον κόσμο, οι παραγωγοί αντί να πληρώνονται 1 ευρώ το λίτρο πληρώνονται με 5 ευρώ το λίτρο. Αρα η κοινωνική ευημερία», όπως σημειώνει, «αυξάνεται όταν κάνει μια χώρα εξαγωγές αλλά αυτόματα από τις εισαγωγές βγάζουν περισσότερα χρήματα οι παραγωγοί του συγκεκριμένου προϊόντος, την ώρα που οι καταναλωτές πληρώνουν παραπάνω». Το ίδιο ισχύει και με την ηλεκτρική ενέργεια. Φυσικά αυτός δεν είναι ο μοναδικός λόγος που διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι τιμές της χονδρεμπορικής.

Υπάρχουν άλλοι τρεις λόγοι που, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, διαμορφώνουν τις τιμές προς τα πάνω και κατ’ επέκταση πιο ακριβές χρεώσεις ηλεκτρικής ενέργειας.

Το πρόβλημα της λειψυδρίας

Ο πρώτος λόγος είναι ότι έχουμε αυξημένη λειψυδρία στα Βαλκάνια, καθώς, με εξαίρεση τις πρόσφατες βροχοπτώσεις, είχε να βρέξει στην περιοχή επτά μήνες. Η Αλβανία έχει 100% κάλυψη από υδροηλεκτρικά χωρίς άλλους φυσικούς πόρους. Αρα η λειψυδρία στα Βαλκάνια και η 100% υδροηλεκτρική παραγωγή στη γειτονική χώρα οδηγούν σε αυξημένες εισαγωγές. Αυτό εξηγεί και τους λόγους που η τιμή της χονδρεμπορικής έχει φτάσει το τελευταίο διάστημα σε πολύ ψηλά επίπεδα στην Αλβανία. Η λειψυδρία σε όλη τη βαλκανική περιοχή επηρεάζει και τη χώρα μας και έχει ως αποτέλεσμα να ανεβαίνουν οι τιμές από υδροηλεκτρική παραγωγή, με τη λογική ότι ο πολύτιμος πόρος δεν πρέπει να εξαντληθεί.

Το δεύτερο στοιχείο που συμβάλλει στην αύξηση των τιμών συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην πληγείσα χώρα πηγαίνουν κάθε ώρα 1.700 MW από τα Βαλκάνια που τα προηγούμενα χρόνια δεν πήγαιναν λόγω του εξαγωγικού χαρακτήρα της Ουκρανίας (προτού καταστραφούν οι ενεργειακές υποδομές της). Αυτή η πρακτική έχει δημιουργήσει μια επιπλέον αύξηση στην τιμή της ενέργειας, καθώς στην Ουκρανία διοχετεύεται μια σημαντική ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας. Ο τρίτος λόγος που κρατά ψηλά τις τιμές χονδρεμπορικής είναι οι περιορισμοί από την Κεντρική Ευρώπη (π.χ. τη Γερμανία) προς τα Βαλκάνια σε μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές της Κεντρικής Ευρώπης να διατηρούνται σε χαμηλότερα επίπεδα και οι τιμές στη βαλκανική περιοχή σε υψηλότερα. Ο λόγος είναι οι περιορισμοί στη μεταφορική ικανότητα, οι οποίοι δεν μας δίνουν τη δυνατότητα της κανονικής ροής ενέργειας από την Κεντρική Ευρώπη προς τα Βαλκάνια για να εξισωθούν οι τιμές και παρατηρείται αυτή η ανισορροπία που έχει προκαλέσει και την κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης.

Διαβάστε ακόμη

Τα μηνύματα Μητσοτάκη από τη Βουλή – Τι θα πει για οικονομία, τράπεζες, κυβερνητική πολιτική

Αγώνας δρόμου για τα Airbnb – Μέχρι τέλος του χρόνου η έκδοση Αριθμού Μητρώου Ακινήτου

Στα στεγαστικά δάνεια η στόχευση των τραπεζών για το 2025

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα

Exit mobile version