Η ενεργειακή μετάβαση με την απεξάρτηση από τον άνθρακα και την επικράτηση της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να είναι ένας μεγάλος και ορθός στόχος, ωστόσο ταυτόχρονα αποτελεί και μια δύσκολη «εξίσωση».
Όπως αναφέρει το Bloomberg, η «άλλη πλευρά» των βιώσιμων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη ανάγκη να απαλλαγούν από το ανθρακικό αποτύπωμα όλο και περισσότερο υποφέρουν από έλλειψη χρηματοδότησης. Αυτή ακριβώς είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο για την μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας στις μηδενικές εκπομπές, σύμφωνα με έκθεση της Standard Chartered Plc με βάση μια έρευνα στην οποία συμμετείχαν 250 στελέχη εταιρειών και 100 επενδυτές και αναλυτές.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι αν και σχεδόν το 90% των επενδυτών δηλώνουν ότι ο κόσμος δεν θα φτάσει στους μηδενικούς ρύπους έως το 2050 χωρίς να υπάρξει γενναία χρηματοδότηση (από funds κ.α.) της μετάβασης, το 70% των ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων λένε ότι οι επενδυτές μειώνουν την έκθεσή τους σε assets με έντονο αποτύπωμα άνθρακα, καθιστώντας πιο δύσκολο για αυτά να στραφούν σε επιχειρηματικά μοντέλα χαμηλών εκπομπών CO2.
Η εφαρμογή των κριτηρίων ESG για τις επενδύσεις, που λαμβάνουν υπόψη εκτός από τις οικονομικές επιδόσεις και αυτές σε επίπεδο περιβάλλοντος, κοινωνικής ευθύνης και διακυβέρνησης, έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία εκτιμώμενου ύψους 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς οι πελάτες, οι ρυθμιστικές αρχές και το ευρύ κοινό απαιτούν τα funds και γενικά οι εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να σχεδιάζουν χαρτοφυλάκια με έμφαση σε ένα πιο πράσινο και πιο δίκαιο μέλλον.
Αυτό ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια και ηλεκτρικά οχήματα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει οδηγήσει σε εκποιήσεις επιχειρήσεων με υψηλές εκπομπές ρύπων. «Για να φτάσουν στους μηδενικούς ρύπους, οι επενδυτές δεν μπορούν απλώς να απομακρυνθούν από τομείς με υψηλή ένταση άνθρακα», έγραψε η Amit Puri, επικεφαλής της παγκόσμιας διαχείρισης περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων της Standard Chartered. «Η χρηματοδότηση αυτών των εταιρειών τις βοηθά να επενδύσουν στην έρευνα και την ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών, ώστε να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο».
Πολλές εταιρείες υψηλής έντασης άνθρακα «συμμετέχουν ενεργά στην πρόκληση net-zero» και θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στη μετάβαση των παγκόσμιων υποδομών, του ενεργειακού εφοδιασμού και των καταναλωτικών προϊόντων», όπως λέει.
Ως εκ τούτου, οι στρατηγικές επενδύσεις σε αυτές τις βιομηχανίες μπορούν στην πραγματικότητα «να βοηθήσουν στην επίτευξη ενός πιο βιώσιμου μέλλοντος».
Το 85% των εταιρειών που ρωτήθηκαν δήλωσαν ότι χρειάζονται μεσαία ή υψηλά επίπεδα επενδύσεων για την ενεργειακή μετάβαση, ενώ το 67% ότι η έλλειψη κεφαλαίων αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για αυτό το στόχο. Στις αναδυόμενες αγορές, ο αριθμός αυτός αυξάνεται στο 73%.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, καθώς ο χρόνος πλέον πιέζει. Οι επιστήμονες δηλώνουν ότι οι εκπομπές θα πρέπει να μειωθούν κατά περίπου 45% έως το 2030 και να φθάσουν στο μηδέν έως τα μέσα του αιώνα ώστε να αποφευχθούν οι πιο καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, παρά την επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών, πολλές εταιρείες αναβάλλουν τις δράσεις τους για τουλάχιστον μια δεκαετία. Κάτι που αποτελεί από μόνο του κίνδυνο για την επιβίωσή τους.
Σύμφωνα με τον Adityadeb Mukherjee, επικεφαλής της διαχείρισης κινδύνων για το κλίμα στην Standard Chartered «μια άτακτη μετάβαση, θα μπορούσε να επηρεάσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την παροχή κεφαλαίων σε μια εποχή που οι εταιρείες το έχουν περισσότερο ανάγκη».