Την άποψη ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας συνέβαλαν στην μείωση της Οριακής Τιμής Συστήματος, δηλαδή στο χονδρεμπορικό κόστος του ρεύματος και αυτό είχε θετική επίπτωση στα τιμολόγια νοικοκυριών και επιχειρήσεων, εκφράζει σύσσωμη η αγορά των ΑΠΕ, απαντώντας στις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Περιβάλλοντος Κωστή Χατζηδάκη που έκανε λόγο για στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για ένα καθεστώς προστατευτισμού και υπερκερδών στον κλάδο της πράσινης ανάπτυξης.
Σε ανακοίνωσή τους, οι φορείς του κλάδου επισημαίνουν ότι κατά την περίοδο 2016-2018 η μεσοσταθμική μείωση της ΟΤΣ (οριακής τιμής συστήματος) χάρη στις ΑΠΕ, υπολογισμένη με πραγματικά δεδομένα από την λειτουργία του μηχανισμού χρέωσης προμηθευτών ήταν 13 ευρώ ανά μεγαβατώρα και περιορίστηκε για ρυθμιστικούς λόγους στα 7,5 ευρώ με την εφαρμογή ωριαίου πλαφόν που επέβαλε η ΡΑΕ.
Αποτέλεσμα της μείωσης της ΟΤΣ, όπως αναφέρουν είναι να απολαμβάνουν οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλότερες τιμές αγοράς και να τους δίνεται η δυνατότητα να μετακυλίσουν (λόγω ανταγωνισμού) τις τιμές αυτές στα τιμολόγια των πελατών τους, δηλαδή των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Οι φορείς των ΑΠΕ επικαλούνται μάλιστα και πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας απολαμβάνει από αρκετά έως σημαντικά χαμηλότερες τιμές ρεύματος σε σχέση με τις αντίστοιχες κατηγορίες άλλων κρατών – μελών της ΕΕ και τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στα νοικοκυριά, όπως αναφέρουν που αντιπροσωπεύουν αριθμητικά τη σχετική πλειοψηφία των καταναλώσεων στη χώρα μας και απορροφούν το 33% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως, οι τιμές του ρεύματος είναι ξεκάθαρα χαμηλότερες του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και αρκετά πιο κάτω από το τιμολογούμενο κόστος στη Γερμανία, την Ιταλία, την Γαλλία, αλλά και τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Αυστρία.
Αλλά και στους Μη Οικιακούς καταναλωτές, κατηγορία στην οποία ανήκει η μεγάλη πλειονότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι επαγγελματίες, κλπ στην Ελλάδα και αντιπροσωπεύει το 46% της ετήσιας κατανάλωσης στη χώρα, η εικόνα παραμένει ίδια.
Και σ’ αυτή την κατηγορία οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες σε σχέση με το μέσο όρο των Κρατών-Μελών της ΕΕ και σίγουρα αρκετά πιο κάτω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες.
Οι φορείς (ΕΛΕΑΒΙΟΜ – ΕΛΕΤΑΕΝ – ΕΣΗΑΠΕ – ΕΣΜΥΕ – ΣΕΦ – ΣΠΕΦ) παραθέτουν τα στοιχεία αυτά προς αποκατάσταση της πραγματικής εικόνας, δεδομένης της εξαιρετικής σημασίας των ΑΠΕ για την ενεργειακή μετάβαση και την πράσινη ανάκαμψη στη χώρα. Αφορμή όπως επισημαίνεται, είναι τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και θέλουν το ύψος των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα να είναι γενικώς το υψηλότερο σε σχέση με τις τιμές του ρεύματος στις χώρες-μέλη της ΕΕ. «Εξ αυτού συνάγουν αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες τελικοί καταναλωτές – πρωτίστως τα νοικοκυριά και η βιομηχανία, άλλα και ο πρωτογενής τομέας όπως και αυτός των υπηρεσιών – υφίστανται ένα δυσβάστακτο κόστος, που προέρχεται από την παραγωγή ενέργειας και ιδιαίτερα από τις ΑΠΕ και υποσκάπτει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας».
Οι φορείς παραδέχονται ότι οι τιμές της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς, οι οποίες είναι πράγματι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, δεν συνδέονται αναλογικά με τις χαμηλότερες τιμές της λιανικής, οφείλονται σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις ΑΠΕ ή με τον τρόπο αποζημίωσής τους.
Ενδεικτικά αναφέρονται το μίγμα και η ποιότητα της ελληνικής θερμικής παραγωγής, οι συντελεστές κόστους της παραγωγής αυτής (καύσιμο, παλαιότητα μονάδων, κόστος δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων), η ισχνή παρουσία καθετοποιημένων παικτών (πλην ΔΕΗ) που δύνανται να ανακτούν τα κόστη παραγωγής από διαφορετικές αγορές, οι περιορισμένες έως σήμερα διεθνείς διασυνδέσεις και η αρχιτεκτονική και ρύθμιση της σημερινής χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού.
Υπενθυμίζεται τέλος ότι οι ΑΠΕ, πέραν της μείωσης του κόστους παραγωγής ενέργειας, δημιουργούν σημαντική προστιθέμενη αξία, διατηρούν υφιστάμενες και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, τονώνουν την περιφερειακή ανάπτυξη και προσφέρουν ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, απεξαρτούν τη χώρα από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, βελτιώνουν το εμπορικό ισοζύγιο, μειώνουν τους αέριους ρύπους και προστατεύουν το περιβάλλον.