Το εργαλείο των δημοπρασιών ρεύματος που έχει επιλέξει η κυβέρνηση για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας δείχνει ότι δεν θα φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως φάνηκε απ’ τη χθεσινή δεύτερη δημοπρασία ΝΟΜΕ. Το γεγονός, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς αναμένεται να επαναφέρει στο προσκήνιο τα σενάρια πώλησης της μικρής ΔΕΗ ή παραλλαγών της.

Η μικρή προσφορά (145 MWh), ο ανταγωνισμός και τα συνεχή “χτυπήματα” όσων συμμετείχαν στη χθεσινή δημοπρασία υποχρεωτικής πώλησης ρεύματος από τη ΔΕΗ στους ιδιώτες ανταγωνιστές της και στις βιομηχανίες, ανέβασαν την τιμή από τα 37,37 ευρώ που ήταν η τιμή εκκίνησης μέχρι τα 41,4 ευρώ η μεγαβατώρα.

Κάτι βέβαια που ικανοποίησε την ίδια τη ΔΕΗ αφού στην πρώτη δημοπρασία, τον Οκτώβριο, οι τιμές είχαν κινηθεί στα 37,37 ευρώ η μεγαβατώρα. Από την άλλη όμως “δένει” κατ’ ουσίαν τα χέρια των ανταγωνιστών της, αφού τα περιθώρια ανταγωνισμού στα τελικά τιμολόγια συρρικνώνονται, και επομένως είναι δύσκολο να ρίξουν την ποσότητα στην ελληνική αγορά στο πλαίσιο της επιθετικής εμπορικής πολιτικής που ακολουθούν. Κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποκτήσουν ικανά μερίδια ώστε να επιτευχθούν οι μνημονιακοί στόχοι για τη λιανική ρεύματος.

Μοναδική λύση για τις εταιρείες, που δικαιολογεί και το μεγάλο ενδιαφέρον απόκτησης του ρεύματος έστω και σε αυτές τις τιμές, είναι η διοχέτευση της ποσότητας στο εξωτερικό ώστε να πωληθεί με ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.

Σε κάθε περίπτωση συμπεράσματα αναμένεται να βγουν και απ’ τις άλλες τρεις δημοπρασίες που έχουν προγραμματιστεί για φέτος, το Μάρτιο, τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο, αν και με την ολοκλήρωση του α’ εξαμήνου θα πρέπει να γίνει αξιολόγηση του εργαλείου.

Υπενθυμίζεται ότι το μερίδιο λιανικής αγοράς της ΔΕΗ έκλεισε την προηγούμενη χρονικά στο 89,83% και ο στόχος είναι να μειωθεί στο 49% ως το 2020.

Ακολουθούν τα αναλυτικά αποτελέσματα της χθεσινής δημοπρασίας