Ο καγκελάριος Σολτς είναι υπεραισιόδοξος ότι ο συνασπισμός του θα προωθήσει ακόμη περισσότερο την ενεργειακή αλλαγή. Κι αυτό παρά τα προβλήματα στον προϋπολογισμό, τη γραφειοκρατία, την απογοήτευση σε μεγάλα τμήματα της γερμανικής κοινωνίας.
Πρόσφατα μάλιστα είπε σε εκδήλωση στην πόλη που ζει, το Πότσνταμ, ότι «αν καταφέρουμε να επιτύχουμε σε αυτό που έχουμε βάλει ως στόχο, τότε θα αφήσουμε πίσω μας 200 χρόνια βιομηχανικής παράδοσης και ευημερίας με βάση τον άνθρακα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο».
Αυτό ακριβώς είναι και το ζητούμενο, απομάκρυνση από το πετρέλαιο, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο. Αλλά προς το παρόν περίπου το 30% της ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να παράγεται από την καύση άνθρακα και φυσικού αερίου. Το ήμισυ από αυτό το ποσοστό παράγεται από ανεμογεννήτριες.
Φιλόδοξο σχέδιο;
Σύμφωνα με τη βούληση της κυβέρνησης, το άλμα προς μια κλιματικά ουδέτερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα επιτευχθεί κυρίως μέσω μεγάλων ανεμογεννητριών στα ανοικτά της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας.
Περίπου 1500 ανεμογεννήτριες περιστρέφονται σήμερα εκεί, όπου ο άνεμος πνέει πιο δυνατά και κυρίως συνεχώς. Οι ανεμογεννήτριες αυτές έχουν ύψος μέχρι και 300 μέτρα. Όλες μαζί παράγουν σήμερα περίπου 8,5 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο αριθμός αυτός πρόκειται να αυξηθεί σε 30 γιγαβάτ μέχρι το 2030. Με άλλα λόγια σχεδόν η τετραπλάσια ποσότητα μέσα σε 6 χρόνια. Οι εκπρόσωποι της αιολικής βιομηχανίας προειδοποιούν τώρα ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Γερμανικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (BWE), πέρυσι μόνο 27 νέες ανεμογεννήτριες συνδέθηκαν με το δίκτυο.
Και αρκετές ενώσεις του κλάδου αιολικής ενέργειας έγραψαν σε κοινή τους δήλωση ότι «για να επιτευχθούν οι θεσμοθετημένοι στόχοι επέκτασης, ο αριθμός των νέων εγκαταστάσεων πρέπει να αυξηθεί δραματικά μέχρι το 2030». Υπάρχει βάσιμος λόγος για τον οποίο οι εκπρόσωποι του κλάδου πιστεύουν ότι οι στόχοι επέκτασης βρίσκονται σε κίνδυνο.
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW