Στα 19,1 δισεκατομμύρια υπολογίζονται οι κεφαλαιακές ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης στη χώρα μας, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας. Κατά την πρώτη φάση της περιόδου 2021-2030 εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν ετήσιες επενδύσεις ύψους €8,5 δις, κυρίως για ανάπτυξη και αποθήκευση ΑΠΕ, την αναβάθμιση δικτύων και την βελτίωση ενεργειακής απόδοσης. Κατά τη δεύτερη φάση της περιόδου από 2030 έως 2050, οι ανάγκες ανεβαίνουν στα €10,6 δις ετησίως, με σημαντικό αποδέκτη τον κλάδο των μεταφορών. Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής στην τελευταία της μελέτη παρουσιάζει τον οδικό χάρτη μετασχηματισμού του κλάδου ενέργειας ως πυρήνα της πράσινης μετάβασης σε παγκόσμιο επίπεδο και αναδεικνύει τις ευκαιρίες που διανοίγονται για την Ελλάδα.
Για την χώρα μας που λόγω της τοποθεσίας της είναι 35% πιο αποδοτική στην παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας σε σχέση με την ΕΕ (με το πλεονέκτημα αυτό να υπερδιπλασιάζεται στις νότιες περιοχές της χώρας), το «πρασίνισμα» του μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα (35% ΑΠΕ σήμερα από 11% το 2005) – κατατάσσοντας έτσι τη χώρα μας 8η στον κόσμο σε χρήση αιολικής και ηλιακής ενέργειας.
Μέχρι το 2028 αναμένεται η πλήρης απολιγνιτοποίηση του μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας, με τη μέχρι τώρα πορεία να κρίνεται εντυπωσιακή (με το λιγνίτη να αντιπροσωπεύει μόλις το 15% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2020, από 60% το 2005).
Το διεθνές ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης είναι κρίσιμο για τη χώρα μας καθώς η έκθεσή της στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής είναι υψηλή. Εστιάζοντας στις εθνικές στρατηγικές, δεδομένου ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση (στοχεύοντας σε 70% της ηλεκτρικής ενέργειας το 2030 και 83% το 2050), το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι ο εξηλεκτρισμός της ενέργειας (από 27% σήμερα, σε 43% το 2050, και έως και το 60% λαμβάνοντας υπόψιν τον έμμεσο ρόλο του ηλεκτρισμού στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων).
Στο σημείο αυτό, ο δρόμος προς την πράσινη μετάβαση αντιμετωπίζει τις σοβαρότερες προκλήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό απορρέουν από τον παλαιό και ρυπογόνο στόλο οχημάτων, το μη ενεργειακά αποδοτικό κτηριακό απόθεμα και την αυξημένη ανάγκη για θαλάσσιες μεταφορές.
Οι παράγοντες αυτοί εμποδίζουν το σχετικά καθαρό ηλεκτρικό μείγμα της Ελλάδας να μεταφραστεί σε ένα καθαρό συνολικό ενεργειακό μείγμα (με το πετρέλαιο να καλύπτει το 54% στην Ελλάδα έναντι 33% στην Ευρώπη).
Συμπερασματικά, η μελέτη καταλήγει ότι η πράσινη μετάβαση είναι μία ευκαιρία για την Ελλάδα. Ήδη τα υπάρχοντα σχέδια μειώνουν την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας (από 74% σήμερα, σε 30% το 2050), μετατρέποντάς τη από καθαρή εισαγωγέα σε καθαρή παραγωγό πράσινης ενέργειας.
Παράλληλα, ήδη γίνονται κινήσεις προς θετική κατεύθυνση όσον αφορά το θεσμικό περιβάλλον (κλιματικός νόμος, αποτελεσματικότερη διαδικασία αδειοδότησης ΑΠΕ), γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη βελτίωση της κατάταξης της Ελλάδας στο σχετικό Δείκτη Κλιματικής και Ενεργειακής Πολιτικής (24η θέση στον κόσμο, από 34η το 2020).
Ωστόσο, οι συνθήκες την ευνοούν να τολμήσει επιπλέον βήματα για να καταστεί περιφερειακός κόμβος πράσινης ενέργειας με σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη.
Σε αυτό θετικά συμβάλλουν σημαντικές πρωτοβουλίες όπως η διασύνδεση με την Αίγυπτο για εισαγωγή φθηνής ηλιακής ενέργειας, το πρόγραμμα των νησιών με ενέργεια 100% από ΑΠΕ (με πρώτη την Χάλκη), η δημιουργία κέντρου έρευνας και ανάπτυξης για βιώσιμα καύσιμα στην ναυτιλία, η προγραμματιζόμενη έκδοση κρατικού ομολόγου για χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων αλλά και η σχεδιαζόμενη υποδομή παραγωγής υδρογόνου στην Πτολεμαΐδα.
Αν και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί συνεργασία του συνόλου των χωρών του πλανήτη για να είναι επιτυχής, η πρόσφατη αφύπνιση καταναλωτών και επενδυτών όσον αφορά περιβαλλοντικά θέματα εκτιμάται ότι δημιουργεί μοναδικές ευκαιρίες για χώρες όπως η Ελλάδα να αναχθούν σε «πράσινους πρωτοπόρους».