Οι διατροφικές μας επιλογές δεν επηρεάζουν μόνο τη δική μας υγεία, αλλά και το περιβάλλον. Με αυτό ως δεδομένο, διεξήχθη έρευνα κοινής γνώμης για λογαριασμό του WWF, από την ανεξάρτητη εταιρεία έρευνας αγοράς “Savanta ComRes”, στο πλαίσιο της εκστρατείας Eat4Change, που υλοποιείται, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα, με τη χρηματοδοτική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότεροι από 11.000 ενήλικες από συνολικά εννέα ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Σουηδία, Γαλλία, Ελλάδα, Φινλανδία, Πορτογαλία, Εσθονία και Ηνωμένο Βασίλειο).
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, οι Έλληνες πιστεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (56% έναντι 52%) ότι ο τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης τροφής έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ανησυχούν σοβαρά για αυτές, αν και μόλις ένας στους τρεις αναλογίζεται πραγματικά με ποιο τρόπο οι ατομικές μας διατροφικές επιλογές επηρεάζουν τον πλανήτη. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από την έρευνα προκύπτει πως οι Έλληνες καταναλωτές, εμφανίζονται διατεθειμένοι να ακολουθήσουν ένα μοντέλο διατροφής φιλικό προς τον πλανήτη, όμως πρακτικά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Επιπλέον, αν και σε ποσοστό 70% δηλώνουν πρόθυμοι να αλλάξουν συνήθειες προς το καλύτερο, αναφέρουν πως το οικονομικό κόστος είναι ο κύριος αποτρεπτικός παράγοντας.
Το περιβαλλοντικό κόστος
Εφαλτήριο για την εν λόγω έρευνα στέκεται το γεγονός ότι η παραγωγή τροφής ευθύνεται περίπου για το 25% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως, ποσοστό που αναμένεται να διπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια. Η γεωργία, άλλωστε, είναι η κύρια αιτία για την απώλεια βιοποικιλότητας και η επέκτασή της σε τροπικές περιοχές συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για τα δάση και τα φυσικά οικοσυστήματα. Αυτό λαμβάνει ακόμα πιο τρομακτικές διαστάσεις, αν αναλογιστούμε πως ήδη χρησιμοποιούμε το 40% των κατοικήσιμων εκτάσεων στη Γη για την παραγωγή τροφής.
Τι έδειξε η έρευνα
Σύμφωνα με την έρευνα του WWF, οι Έλληνες ανησυχούν σημαντικά για τις επιπτώσεις της παραγωγής και κατανάλωσης τροφής. Ως προς τις επιπτώσεις για τις οποίες ανησυχούν περισσότερο, αυτές είναι η ρύπανση του νερού, του αέρα και του εδάφους (σε ποσοστό 89%), η καταστροφή γης για τη γεωργία (87%), η κλιματική κρίση (86%), η απώλεια βιοποικιλότητας και η εξαφάνιση ειδών (85%), η αλλαγή στη σύνθεση λιμνών, ποταμών και θαλασσών (85% ), καθώς και η υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους (80%).
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως παρά τον έντονο προβληματισμό τους για το θέμα, μόνο το 36% των ερωτηθέντων στη χώρα μας συνδέει τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν οι διατροφικές του συνήθειες στο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, αν και οι Έλληνες καταναλωτές φαίνονται προβληματισμένοι με τις επιπτώσεις που η παραγωγή και κατανάλωση τροφής έχει γενικά στο περιβάλλον, μόνο ένα μικρό ποσοστό εντοπίζει το πρόβλημα στις προσωπικές του διατροφικές επιλογές.
Σε ό,τι αφορά τους κύριους περιβαλλοντικούς και ηθικούς παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη τους οι Έλληνες καταναλωτές όταν αγοράζουν τρόφιμα, η έρευνα του WWF αναδεικνύει τους εξής: η εποχικότητα των προϊόντων (60%, έναντι 48% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος), η εντοπιότητα των προϊόντων (59% έναντι 51% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), η μείωση της σπατάλης φαγητού (55%, έναντι 54% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), οι υψηλές προδιαγραφές για την ευημερία των ζώων (40% έναντι 34% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και η μη επεξεργασία των τροφίμων (40% έναντι 32% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).
Ωστόσο, μόνο το 24% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσε πως φροντίζει να αγοράζει λιγότερη ποσότητα ή και καθόλου κρέας, ψάρια και γαλακτοκομικά προϊόντα, παρότι σε ερώτηση για το ποιες τροφές θεωρούν πιο επιβαρυντικές για τον πλανήτη, οι Έλληνες ερωτηθέντες αναγνώρισαν σε ποσοστό 69% το χοιρινό κρέας, σε ποσοστό 66% το βόειο κρέας, σε ποσοστό 63% τα πουλερικά και σε ποσοστό 55% τα θαλασσινά.
Οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να στραφούν σε μια πιο «πράσινη» διατροφή, αλλά δεν ξέρουν πώς.
Όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, το 70% των ερωτηθέντων καταναλωτών στην Ελλάδα θεωρεί ότι είναι πολύ πιθανό να αγοράσει και να καταναλώσει τρόφιμα που έχουν λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (61%). Παράλληλα, το 83% των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα, εκτιμά πως όλοι πρέπει να επιλέγουμε τροφές που δεν επιβαρύνουν τον πλανήτη, ενώ το 76% αναγνωρίζει πως η βιώσιμη διατροφή είναι πρωταρχικός παράγοντας για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης.
Οι ανασταλτικοί παράγοντες
Ποιοι είναι όμως οι ανασταλτικοί παράγοντες που εμποδίζουν τους Έλληνες καταναλωτές να ακολουθήσουν μια διατροφή φιλική προς τον πλανήτη; Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες τα τρόφιμα που έχουν παραχθεί με υπεύθυνο τρόπο είναι πιο ακριβά (56%), υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των τροφίμων (39%), η σήμανση των προϊόντων δεν είναι κατανοητή (36%), ενώ τα τρόφιμα που έχουν παραχθεί με υπεύθυνο τρόπο δεν είναι διαθέσιμα εκεί που ψωνίζουν (32%) ή στους χώρους εστίασης (23%).
«Σήμερα βρισκόμαστε μέσα στη δίνη μιας διπλής οικολογικής κρίσης: από τη μία μεριά η κλιματική κρίση και από την άλλη η δραματική απώλεια της βιοποικιλότητας. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με παλαιότερες εκθέσεις του WWF, ακολουθούμε μια διατροφή με υψηλό οικολογικό αποτύπωμα. O καθένας μας όμως με μικρές αλλαγές στις διατροφικές του συνήθειες μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης και στην εξασφάλιση επαρκούς τροφής για όλους. Είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και για να το πετύχουμε χρειάζεται άμεση και ουσιαστική δράση», σημειώνει η Σοφία Αξωνίδη, υπεύθυνη της εκστρατείας Eat4Change του WWF στην Ελλάδα.
«Η βελτίωση του υπάρχοντος διατροφικού συστήματος είναι μεν πολυπαραγοντική, όμως οι ατομικές μας επιλογές είναι καθοριστικές για να δώσουν το μήνυμα της αλλαγής σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων. Αυτό, όπως προκύπτει και από την έρευνα, είναι βασική έγνοια μιας μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας. Έναυσμα μας είναι η εκστρατεία Eat4Changeκινητοποιώντας τους καταναλωτές και κυρίως τη νέα γενιά να στραφεί σε συνειδητές και υπεύθυνες διατροφικές επιλογές, υιοθετώντας τη Μεσογειακή διατροφή, με άμεσα οφέλη για εμάς και τον πλανήτη», κατέληξε.