© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μάχη με την ακρίβεια στην αγορά ηλεκτρισμού θα συνεχίσει να δίνει η κυβέρνηση και τους επόμενους μήνες, αφού οι διακυμάνσεις των τιμών προβλέπεται να διατηρηθούν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, πιέζοντας τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Το ασταθές περιβάλλον, σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών, θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό και του 2022, δημιουργώντας πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης των οικιακών καταναλωτών αλλά και των επαγγελματιών που επωμίζονται τα απόνερα της κρίσης και καλούνται να πληρώσουν φουσκωμένους λογαριασμούς ακόμη και μετά τις επιδοτήσεις.
Μέχρι τα τέλη του μήνα η κυβέρνηση θα έχει διαθέσει μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (TEM) κρατική βοήθεια ύψους 1,7 δισ. ευρώ για τo τελευταίο πεντάμηνο, που από τον Ιανουάριο επεκτείνεται και στις εμπορικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Ωστόσο, το ενεργειακό κόστος και οι πόροι που θα επιδοτήσουν το επόμενο διάστημα την αγορά αποτελούν τη μεγαλύτερη σπαζοκεφαλιά του οικονομικού επιτελείου.
Οι τιμές του φυσικού αερίου διατηρούνται μεν σε υψηλά επίπεδα -την Πέμπτη που μας πέρασε στη χρηματιστηριακή πλατφόρμα συναλλαγών TTF ήταν στα επίπεδα των 75 ευρώ/MWh-, ωστόσο παρουσιάζουν μια εικόνα αποκλιμάκωσης από τα υψηλά επίπεδα των 180 ευρώ/MWh που ήταν πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων και αφού τις τελευταίες ημέρες «περιπλανήθηκαν» στα 80-100 ευρώ/MWh.
Την εικόνα της διατήρησης της κρίσης ενισχύει η στάση της Ρωσίας, η οποία συνεχίζει να εμποδίζει την τροφοδοσία της Ευρώπης με αέριο με στόχο την αδειοδότηση του Nord Stream 2.
Την ίδια ώρα, ανησυχία προκαλούν τα αποθέματα στις εγκαταστάσεις υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου (UGS) στην Ε.Ε., τα οποία βρίσκονται στα ελάχιστα ιστορικά για την εποχή επίπεδα και υπολείπονται, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, κατά 18 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα σε σχέση με πέρυσι. H απόληψη έχει φτάσει στο 50% του όγκου του αερίου που είχε διοχετευτεί πέρυσι.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν μετά την άνοιξη ή στις αρχές του καλοκαιριού, αλλά επισημαίνουν ότι δεν θα επιστρέψουν στα επίπεδα που ήταν προ κρίσης και σίγουρα όχι στα 25 ευρώ που ήταν πριν από έναν χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα χρειαστεί να ζουν και να προσαρμόσουν τις ανάγκες τους με βάση ένα αυξημένο ενεργειακό κόστος, το οποίο μάλιστα θα γίνει ακόμη μεγαλύτερο το επόμενο διάστημα καθώς οι χαμηλές θερμοκρασίες οδηγούν τους καταναλωτές στην αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας λόγω θέρμανσης.
Τριπλάσια η τιμή της κιλοβατώρας από τον Αύγουστο
Τον Νοέμβριο η μέση χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος βρισκόταν στα 228,87 ευρώ/MWh και τον Δεκέμβριο εκτοξεύτηκε στα 235,38 ευρώ/MWh, φέρνοντας νέες ανατιμήσεις. Την περασμένη Πέμπτη ήταν στα 226 ευρώ/Mwh, δηλαδή 0,22 ευρώ η κιλοβατώρα από 0,07 ευρώ που ήταν τον Αύγουστο του 2021, προτού ξεσπάσει η κρίση, παρουσιάζοντας τριπλάσια αύξηση.
Οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να λαμβάνουν λογαριασμούς-σοκ μέχρι την άνοιξη, όταν θα παραληφθούν και οι εκκαθαριστικές χρεώσεις από τους παρόχους.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Bank of America, η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κατά 50% φέτος και τα κυβερνητικά μέτρα θα αντισταθμίσουν μόνο περίπου το 1/4 αυτού του κόστους.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, το 2020 ένα μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό πλήρωσε 1.200 ευρώ για ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο. Με την εκτίναξη των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά οι δαπάνες θα αυξηθούν στα 1.850 ευρώ έως τα τέλη του έτους.
Στην Ελλάδα από αυτό τον μήνα η κυβέρνηση αναπροσάρμοσε την κοινωνική πολιτική της μειώνοντας στα 42 ευρώ την επιδότηση (από 49,5 ευρώ τον Δεκέμβριο). Η κρατική στήριξη στην κύρια κατοικία (από τα οριζόντια μέτρα εκπτώσεων) περιόρισε και τους δικαιούχους και άφησε εκτός ενισχύσεων φοιτητικά σπίτια, ενοικιαστές κ.ά. Μια πολιτική που δείχνει την αγωνία της Πολιτείας να στηρίξει οικονομικά τους καταναλωτές επεκτείνοντας τα μέτρα για πρώτη φορά και στους εμπορικούς και βιομηχανικούς μετρητές αλλά και την προσπάθεια για εξοικονόμηση πόρων, αφού η ανάγκη για επέκταση των επιδοτήσεων θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη.
Το γκρίζο σύννεφο της ακρίβειας προκαλεί, όμως, ανυπολόγιστο πλήγμα και στην ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Η Palettes 53, μια οικογενειακή επιχείρηση για παλέτες στη Βορειοδυτική Γαλλία, γύρισε την παραγωγή της από τον ηλεκτρισμό σε γεννήτρια ντίζελ για να αποφύγει πενταπλασιασμό στις δαπάνες κατανάλωσης ενέργειας.
Αντίστοιχα, η πορτογαλική εταιρεία παραγωγής χαρτιού Navigator δήλωσε ότι θα αυξήσει την τιμή των χαρτομάντιλων κατά 15% λόγω του υψηλότερου κόστους ενέργειας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και των πρώτων υλών. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία λιανικής πώλησης επίπλων IΚΕΑ αυξάνει τις τιμές κατά μέσο όρο 9% στις αγορές της για παρόμοιους λόγους.
Οι επιπτώσεις στη βιομηχανία
Την άποψη ότι η Πολιτεία θα χρειαστεί επιπλέον πόρους για να στηρίξει τους επαγγελματίες και τους επόμενους μήνες εκφράζει παράγοντας από τον κλάδο της ενεργοβόρας βιομηχανίας.
Οι επιδοτήσεις στο φυσικό αέριο (30 ευρώ/MWh) και τον ηλεκτρισμό (65 ευρώ/MWh) είναι σημαντικές, αλλά εξακολουθούν να μην είναι βιώσιμες για τις βιομηχανίες, όπως αναφέρει ο ίδιος. Ειδικά για τον ηλεκτρισμό, επισημαίνεται ότι η τελική επιβάρυνση δεν θα καλύπτει ούτε το 50% του ενεργειακού κόστους, αλλά είναι αναγκαίο να συνεχιστεί σε αντίστοιχα επίπεδα.
Τις τελευταίες εβδομάδες το Μέγαρο Μαξίμου, σε συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, αναζητά πρόσθετους πόρους άνω του 1,5 δισ. ευρώ για να καλύψει την τρύπα του ενεργειακού κόστους το 2022.
Στις νέες πηγές εσόδων που έχουν κλειδώσει και θα μπουν σε εφαρμογή είναι η οικονομική ενίσχυση του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ), από το οποίο χρηματοδοτούνται τα μέτρα στήριξης με πρόσθετους πόρους.
Το ΤΕΜ, εκτός από τα έσοδα των ρύπων που χρηματοδοτούσαν μέχρι σήμερα τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης, θα ενισχυθεί και με τη μεταφορά ποσών που συγκεντρώνουν σήμερα τα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας από την πώληση της ηλεκτροπαραγωγής και υπερβαίνουν τις εγγυημένες αποζημιώσεις τους (συμβάσεις Feed in Premium).
Επίσης, ένα πρόσθετο βήμα ανακούφισης για τις επιχειρήσεις θα αποτελέσει η διαγραφή των χρεώσεων των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας για ένα πεντάμηνο, μέτρο που ήδη έχει ανακοινωθεί από την κυβέρνηση ως αναβολή καταβολής τελών, απαλλάσσοντας τις εταιρείες από κόστος ύψους 63 εκατ. ευρώ από τον Νοέμβριο του 2021 έως τον Μάρτιο του 2022.
Δημήτρης Μαθιός: «Πλήρωνα 150.000 ευρώ για φυσικό αέριο, φέτος θα πληρώσω 400.000»
«Η στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας αποτελεί θετικό μέτρο, αλλά η κρίση συνεχίζεται κι αυτό μας εμποδίζει να προγραμματίσουμε την παραγωγή μας για τους επόμενους μήνες, καθώς δεν γνωρίζουμε το τελικό κόστος», επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αθήνας – Πειραιά (ΣΒΑΠ) Δημήτρης Μαθιός.
Οπως λέει, ο ΣΒΑΠ έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, στην οποία πρόσφατα μετέφερε την ανησυχία των επαγγελματιών ανά την επικράτεια για το δυσβάσταχτο βάρος που καλούνται να σηκώσουν, ωστόσο επειδή η κρίση συνεχίζεται η στήριξη πρέπει να έχει και συνέχεια.
«Υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια. Για τη βιομηχανία μας (σ.σ.: Μαθιός Πυρίμαχα) μέχρι σήμερα είχαμε ετήσιο κόστος φυσικού αερίου 150.000 ευρώ. Με τις σημερινές τιμές αυτό έχει εκτιναχθεί στα 350.000 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 133%. Με τις τρέχουσες τιμές υπολογίζουμε ότι για το 2022 θα χρειαστούμε 400.000 ευρώ. Το λες στους πελάτες σου και δεν μπορούν να το δεχτούν!» επισημαίνει.
Παρότι η επιδότηση δεν καλύπτει το σύνολο των ανατιμήσεων, ο κ. Μαθιός θεωρεί ότι προσφέρει μια ανακούφιση, καθώς καλύπτει το 80% των αυξήσεων.
Διαβάστε ακόμη
Οι ναυτιλιακές ετοιμάζονται για χρονιά ρεκόρ: «Μαύρα μαντάτα» για πληθωρισμό και καταναλωτές
Αμερικανικές έρευνες: Απαραίτητες οι ενισχυτικές δόσεις για την καταπολέμηση της Όμικρον