Τις αυξημένες τιμές στον ηλεκτρισμό, στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θα συνεχίσουν να τις βιώνουν όλο το 2022 τα ελληνικά νοικοκυριά. Η ενεργειακή κρίση που διαπερνά το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας και βάζει στη ζώνη της αβεβαιότητας εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν δείχνει εμφανή σημάδια αποκλιμάκωσης. Αντίθετα, συνεχίζει να πλήττει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που καλούνται να πληρώσουν το απρόσμενο μεγάλο κόστος.
Την ίδια στιγμή η έκρηξη τιμών προκαλεί έντονα πληθωριστικές πιέσεις, ενεργοποιώντας ένα ντόμινο ακρίβειας συνολικά στην αγορά. Ηδη το 57% των βιομηχανιών του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδας δηλώνει ότι έχει μετακυλίσει το ενεργειακό κόστος στους πελάτες του, καθώς η συντριπτική πλειονότητα αναφέρει ότι έχει κληθεί να πληρώσει τους τελευταίους μήνες ακριβότερο έως και 40% το ρεύμα. Η πρόβλεψη μάλιστα της επιχειρηματικής κοινότητας είναι ότι οι ακριβές τιμές θα διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα και για το επόμενο εξάμηνο, εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις στις πωλήσεις, τα κέρδη αλλά και στις εξαγωγές από 10% έως 20%. Στήριγμα για άμβλυνση των επιπτώσεων στις πιέσεις που δέχονται οι καταναλωτές αποτελούν οι επιδοτήσεις της κυβέρνησης, καθώς έχει διαθέσει από τον Σεπτέμβριο του 2021 και μαζί με τα 350 εκατ. που περιλαμβάνει η κρατική στήριξη του Φεβρουαρίου, συνολικό ποσό άνω των 2 δισ. ευρώ. Αν σε αυτόν τον «κουμπαρά» προστεθούν και οι εκπτώσεις που χορήγησε η ΔΕΗ την περσινή χρονιά στους πελάτες της, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 300 εκατ. αλλά και η απαλλαγή συνολικού ύψους 63 εκατ. ευρώ από τις χρεώσεις κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ) για τη στήριξη της βιομηχανίας, το συνολικό ενεργειακό πακέτο ανεβαίνει για το εξάμηνο της κρίσης σε πάνω από 2,4 δισ ευρώ. Πρόκειται για χρήματα που ανακούφισαν εν μέρει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, δεν «έπνιξαν» όμως τις μεγάλες αυξήσεις στο ρεύμα και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις.
Αργή αποκλιμάκωση
Τη συνέχιση των επιδοτήσεων επιβεβαιώνει και η τελευταία έκθεση της Κομισιόν που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες και η οποία δείχνει ότι η διαδρομή στο σκοτεινό τούνελ της ενεργειακής ακρίβειας θα συνεχιστεί.
Η ευρωπαϊκή έκθεση παραδέχεται ότι η κρίση θα κορυφωθεί το α’ τρίμηνο του έτους στην Ελλάδα, με τάσεις αποκλιμάκωσης το επόμενο διάστημα ωστόσο προβλέπει ότι οι υψηλές τιμές θα συνεχίσουν να σφυροκοπούν τους καταναλωτές στο σύνολο του έτους. Οπως επισημαίνει η Κομισιόν, το υψηλό ενεργειακό κόστος αναμένεται να περάσει και στα υπόλοιπα προϊόντα του καλαθιού του καταναλωτή.
Το report που περιλαμβάνει τις νεότερες προβλέψεις για το ενεργειακό κόστος δείχνει να αναθεωρεί πιο ήπιες εκτιμήσεις προηγούμενων μηνών που έδειχναν πιο κοντά την αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου, με την παραδοχή όμως ότι δεν θα επαναληφθούν εύκολα οι απότομες διακυμάνσεις των προηγούμενων μηνών. Απόδειξη των ισχυρισμών ότι δεν θα ξεφορτωθούμε την ενεργειακή κρίση τόσο εύκολα είναι και οι τιμές στα προθεσμιακά συμβόλαια (futures) του φυσικού αερίου, οι οποίες διατηρούν ανοδική πορεία έως στα τέλη του 2022 (στα επίπεδα των 72 ευρώ ανά μεγαβατώρα). Οι τιμές φαίνεται να υποχωρούν στα 45 ευρώ το καλοκαίρι του 2023.
Παρά τη μικρή υποχώρηση από τα 235 ευρώ/ΜWh τον Δεκέμβριο στα 227 ευρώ τον Ιανουάριο και στα 221,5 ευρώ τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου, η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος παραμένει περίπου 4 φορές ακριβότερη από τη μέση τιμή του 2020 και η τιμή του φυσικού αερίου, παρά την υποχώρηση από τα 116 ευρώ/MWh τον Δεκέμβριο στα 84 ευρώ τον Ιανουάριο, σχεδόν 5 φορές πάνω από την περσινή περίοδο.
Την ίδια ανοδική κούρσα ακολουθεί και το πετρέλαιο, το οποίο έχει ήδη ξεπεράσει τα 92 δολάρια το βαρέλι, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η τιμή θα εκτοξευτεί πάνω από τα 120 δολάρια χωρίς να αποκλείουν ακόμη και να φτάσει σε υψηλό όλων των εποχών, στα 150 δολάρια.
Αυξάνονται οι διακανονισμοί
Οι υψηλές τιμές των καυσίμων προκαλούν ισχυρές πιέσεις στον τομέα της προμήθειας και η συνέχιση της κρίσης εκτιμάται ότι οδηγεί μοιραία στην αναδιάταξη του κλάδου.
Ηδη η αδυναμία των καταναλωτών να πληρώσουν τις οφειλές τους συνεχώς μεγαλώνει, επομένως αυξάνει τους διακανονισμούς και επηρεάζει τη ρευστότητα των προμηθευτών σε μια περίοδο αυξημένων οικονομικών υποχρεώσεων. Το επόμενο βήμα είναι η αδυναμία πληρωμών, κατάσταση που είναι πλέον ορατή λόγω της διάρκειας της κρίσης και θα αρχίσει να χτυπά κόκκινο στις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το τελευταίο διάστημα ξανακάνουν τον γύρο της αγοράς πληροφορίες που μιλούν για σύννεφο οικονομικής ασφυξίας που έχει σκεπάσει εταιρείες του κλάδου της προμήθειας. Οι ίδιες πληροφορίες κάνουν λόγο για δυσκολίες ακόμη και στάση πληρωμών προς τους διαχειριστές (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ κ.α.), παρακράτηση δημοτικών τελών με σοβαρές δυσλειτουργίες στους δήμους αλλά και ισχυρές πιέσεις σε μη καθετοποιημένους προμηθευτές που συνιστούν απειλή για τη βιωσιμότητά τους.
Επιθετικά έχει ξεκινήσει να κινείται ως προς το θέμα αυτό ο ΔΕΔΔΗΕ, καθώς παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στις υποχρεώσεις κάποιων προμηθευτών για τις οφειλές του Δεκεμβρίου 2021 αλλά και του Ιανουαρίου του 2022. Κάποιες εταιρείες ζητούν διακανονισμούς στις πληρωμές και δικαιολογούν την ασυνέπεια στις καθυστερήσεις που έχει προκαλέσει η χορήγηση της επιδότησης από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης αλλά και στα κενά των εισπράξεων. Ωστόσο ο διαχειριστής, ο οποίος έχει ασκήσει 20 αγωγές για ληξιπρόθεσμες αλλά και παλαιότερες οφειλές και τρεις εξώδικες διαμαρτυρίες για νεότερες (2021), σκοπεύει να προχωρήσει σε κατάπτωση εγγυητικών επιστολών που έχει πάρει από τους προμηθευτές ως μέσω πίεσης για να περιορίσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη. Μια τέτοια εξέλιξη εκτιμάται από την αγορά ότι αν εφαρμοστεί θα επιταχύνει τις χρεοκοπίες λόγω της οικονομικής ασφυξίας του κλάδου. Οι καθυστερήσεις προς τους διαχειριστές είναι ένα ακόμη στοιχείο από το αλαλούμ στην αγορά που προκάλεσε η αλλαγή στα κριτήρια των επιδοτήσεων. Η απόφαση του ΥΠΕΝ να ψαλιδίσει τις εκπτώσεις στα οικιακά τιμολόγια που από τον περασμένο μήνα εφαρμόζονται μόνο για την κύρια κατοικία ανέτρεψε τα δεδομένα των προηγούμενων μηνών. Ωστόσο τα στοιχεία των δικαιούχων δεν εστάλησαν εγκαίρως στις εταιρείες προμήθειας, με αποτέλεσμα κάποιες εταιρείες να καλύψουν με ίδια κεφάλαια τις εκπτώσεις, τα κονδύλια των οποίων έχει δεσμευτεί η πολιτική ηγεσία να χορηγήσει ως τα τέλη του μήνα.
Κάποιες άλλες όμως αφού δεν εισέπραξαν την ενίσχυση δεν πέρασαν και τις επιδοτήσεις κάνοντας αβάστακτο το βάρος στα νοικοκυριά. Μέσα σε αυτό το κλίμα της αναστάτωσης θα πρέπει να προστεθούν καταγγελίες για φουσκωμένους λογαριασμούς με δυσθεώρητες ρήτρες αναπροσαρμογής ακόμη και λάθη, παραλείψεις και αστοχίες που επιβαρύνουν με ρήτρες καταναλωτές και σταθερών συμβολαίων!
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει ζητήσει και έχει παραλάβει αναλυτικά στοιχεία από τους προμηθευτές για τους λογαριασμούς που επιβεβαιώνουν σωρεία σφαλμάτων και λάθη υπολογισμών, τα οποία όμως καλούνται στο τέλος της ημέρας να πληρώσουν οι καταναλωτές και να υποστούν τη βάσανο των διορθώσεων αν και εφόσον μπορούν.
Κώστας Σκρέκας (Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας): «Μέτρα €2 δισ. μέσα σε 6 μήνες η απάντησή μας στην κρίση»
Τους τελευταίους έξι μήνες, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με μια οξύτατη ενεργειακή κρίση που εκδηλώνεται με πρωτοφανή σφοδρότητα και έχει οδηγήσει σε μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε εκτίμηση για τη διάρκειά της είναι εξαιρετικά επισφαλής. Η πορεία των τιμών στις διεθνείς αγορές εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε άμεσα στη μεγάλη πρόκληση της διεθνούς ενεργειακής κρίσης, με παρεμβάσεις σε δύο άξονες. Πρώτον, ήμασταν από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που λάβαμε στοχευμένα μέτρα πάνω από 2 δισ. ευρώ μέσα σε έξι μήνες, για την απευθείας επιδότηση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσαν οι Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, τον Ιανουάριο το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα μετά τις κρατικές επιδοτήσεις ήταν κατά 30% χαμηλότερο συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Διαμορφώθηκε στη χώρα μας σε 0,185 ευρώ/kWh, με τον μέσο όρο στα 27 κράτη-μέλη να ανέρχεται σε 0,26 ευρώ/kWh.
Ο δεύτερος άξονας αφορά τις πρωτοβουλίες που έχουμε αναλάβει για τη μείωση του ενεργειακού κόστους σε μόνιμη βάση. Μεταξύ αυτών, είναι το νέο «Εξοικονομώ» που είναι σε εξέλιξη για το οποίο ήδη καταγράφεται εντυπωσιακό ενδιαφέρον, καθώς 80.000 αιτήσεις έχουν ήδη υποβληθεί. Το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσει και το πρόγραμμα επιδότησης για την αντικατάσταση ηλεκτρικών συσκευών, το οποίο θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση ενέργειας έως και 40% ετησίως για 200.000 νοικοκυριά. Επίσης, έχουμε επανειλημμένως τονίσει ότι η αντιμετώπιση αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης επιβάλλει την ανάληψη πρωτοβουλιών σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς το κόστος για τους Ευρωπαίους καταναλωτές μπορεί να ανέλθει σε έως και 350 δισ. ευρώ. Για τον λόγο αυτό, στο τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας υποβάλαμε ολοκληρωμένη πρόταση για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Ταμείου, με τη δέσμευση 100 δισ. ευρώ από τις δημοπρασίες των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για τη στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Γιάννης Γιαρέντης (Πρόεδρος – Διευθύνων Σύμβουλος ΔΑΠΕΕΠ): «Νέα μέτρα ενίσχυσης €2,5 δισ. από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης»
Το ράλι των τιμών της χονδρεμπορικής, που οφείλεται στις ψυχρές ημέρες της γεωπολιτικής σκακιέρας, έρχεται να επιβεβαιώσει τον κομβικό και σημαντικό ρόλο των ΑΠΕ.
Διανύουμε τον έκτο μήνα μιας περιόδου όπου οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν ξεπεράσει το όριο των 30 ευρώ ανά θερμική MWh φτάνοντας και μέχρι το ιστορικό υψηλό των 167 ευρώ στις 21 Δεκέμβρη. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, οι τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρεμπορική αγορά του Χρηματιστηρίου Ενέργειας έχουν συχνά ξεπεράσει τα 200 ευρώ ανά Mwh.
Απόλυτη συνέπεια, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, μην αντέχοντας την κάλυψη του κόστους τους, έχουν προβεί σε σημαντικές ανατιμήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, κάνοντας χρήση της προβλεπόμενης ρήτρας αναπροσαρμογής που προβλέπεται από το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα και αποφασιστικά. Μέχρι τους δύο πρώτους μήνες του έτους οι ενισχύσεις των επιδοτήσεων έχουν πλησιάσει το 1,5 δισ. ευρώ.
Από πού πηγάζουν αυτές οι επιδοτήσεις; Βασικός τροφοδότης είναι τα έσοδα από το χρηματιστήριο των ρύπων. Μαζί με τα CO2 βασική πηγή χρηματοδότησης των επιδοτήσεων είναι ο Ειδικός Λογαριασμός των ΑΠΕ, ο οποίος προσφέρει τα πλεονάσματά του στην ανακούφιση των καταναλωτών.
Εχουμε λοιπόν τη βασική εκροή του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, του ΤΕΜ, να καλύπτεται από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, είτε άμεσα είτε έμμεσα, αφού ο αποδέκτης των εσόδων των ρύπων ήταν βασικά ο Ειδικός Λογαριασμός των ΑΠΕ.
Και δεν σταματάμε εδώ. Υπολογίζουμε ότι μέσα στο 2022 το χρηματιστήριο ρύπων θα προσφέρει στην ελληνική οικονομία γύρω στα 2 δισ. και από αυτά τουλάχιστον το 1,5 δισ. θα οδεύσει προς το ΤΕΜ. Ταυτόχρονα οι προσφερόμενοι πόροι από τον ΕΛΑΠΕ, δηλαδή το Ταμείο των ΑΠΕ, θα είναι πάνω από 1 δισ.
Ολα αυτά με την προϋπόθεση ότι η αγορά του φυσικού αερίου θα εξακολουθήσει να βρίσκεται πάνω από τα 50 ευρώ, με συνέπεια η χονδρεμπορική αγορά να βρίσκεται πάνω από τα 200 ευρώ. Προβλέψεις απαισιόδοξες, αλλά όχι απίθανες, αν ληφθεί υπόψη η ψυχροπολεμική κατάσταση που επηρεάζει την αγορά. Εν κατακλείδι, ήρθε αυτή η κρίση του φυσικού αερίου να αποδείξει το αυτονόητο, ότι ενώ το αέριο εκτοξεύει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ, αποδεδειγμένα πλέον από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, συγκρατούν τις τιμές και τις οδηγούν προς τα κάτω.
Αντώνης Κοντολέων, Πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ :«Οι επιδοτήσεις δεν αποτελούν λύση στο πρόβλημα της παραγωγής»
Η εκτίμηση για την εξέλιξη των χρηματιστηριακών τιμών του φυσικού αερίου (TTF) για όλο το 2022 έως και το πρώτο τρίμηνο του 2023 είναι ότι διατηρούνται στο επίπεδο των 75 ευρώ/MWH, γεγονός που οδηγεί την ελληνική χονδρεμπορική αγορά σε τιμές υψηλότερες των 200 ευρώ/MWH, ενώ δεν διαφαίνεται σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών για το υπόλοιπο του 2023 (τιμές άνω των 45 ευρώ/MWh).
Βέβαια, η μέση τιμή εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα μας, σύμφωνα και με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΡΑΕ, διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα ως προς το TTF, τιμή όμως που δεν αντανακλάται στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς.
Οι αυξήσεις που καταγράφονται στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές, αγορές με πολύ μικρή εξάρτηση από το φ.α., επιβαρύνουν σε πολύ μικρότερο βαθμό τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες καλύπτονται από διμερή συμβόλαια που συνάπτουν με μεγάλους παραγωγούς σε σταθερές ανταγωνιστικές τιμές, καθώς μόλις το 30% της συνολικής κατανάλωσης περνάει μέσα από τις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές.
Την ίδια στιγμή δεν διαφαίνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωράει στη λήψη των αναγκαίων διαρθρωτικών μέτρων στον σχεδιασμό λειτουργίας των αγορών, όπως προτείνεται από τη Γαλλική Προεδρία και τις χώρες του Νότου.
Το μέτρο των επιδοτήσεων που ακολουθείται δεν αποτελεί λύση στο πραγματικό πρόβλημα που εντοπίζεται στη δομή της αγοράς και το οποίο θα είναι κυρίαρχο σε όλη την πράσινη μετάβαση.
Ως εκ τούτου, οι συνθήκες που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά απειλούν ευθέως όχι μόνο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα για πολλές από τις εταιρείες του κλάδου.
Διαβάστε ακόμα:
«Παλίρροια» – Σουλιώτης: Πάει για δύο εξαγορές ως τον Απρίλιο και μετεξέλιξη σε όμιλο τροφίμων
Συντάξεις: «Ψαλίδι» στο επιτόκιο 6% για τη ρύθμιση των φόρων στα αναδρομικά