Το κύκνειο άσμα του λιγνίτη φέρνει η ενεργειακή μετάβαση, με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας να κατακλύζουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας τις μεσημεριανές κυρίως ώρες, εξαφανίζοντας από το ενεργειακό μείγμα τον λιγνίτη.
Μέχρι και την Πέμπτη 30 Μαΐου, η χώρα μας είχε καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της σε ποσοστό από 45% έως 50% από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με το σερί χωρίς λιγνίτη να γράφει παραπάνω από 17 ημέρες! Υπάρχουν μάλιστα ημέρες, όπως η 27η Μαΐου, όπου η συμμετοχή ΑΠΕ και υδροηλεκτρικών έφτασε το 60%. Με άλλα λόγια, σχεδόν στο σύνολο του περασμένου μήνα η ηλεκτροπαραγωγή της χώρας προερχόταν κατά συντριπτική πλειονότητα από ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά και φυσικό αέριο.
Η απομάκρυνση του λιγνίτη από την ηλεκτροπαραγωγή δεν ήρθε ξαφνικά. Το μερίδιο του ορυκτού καυσίμου έπεσε στο 2% του συνολικού ενεργειακού μείγματος τον Απρίλιο και βαίνει συνεχώς μειωμένο, με αποκορύφωμα τον Μάιο, που για τις περισσότερες ημέρες του μήνα η συμμετοχή του στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν μηδενική.
Από τις αρχές του έτους μέχρι και τον Μάρτιο ο λιγνίτης με 1.050 GWh (γιγαβατώρες) είχε τη χαμηλότερη παραγωγή συγκριτικά με τα αντίστοιχα τρίμηνα της τελευταίας δεκαετίας, καλύπτοντας μόλις το 8,4% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Πριν από δέκα χρόνια τους τρεις πρώτους μήνες του 2014, η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη έφτανε τις 6.119 GWh.
Η εξαφάνιση του λιγνίτη οφείλεται αφενός στην αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ αλλά και στην εκτίναξη του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων, που καθιστούν ασύμφορη τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα κινούνται πέριξ των 70 ευρώ ο τόνος.
Η απολιγνιτοποίηση
Την εσπευσμένη απόσυρση του λιγνίτη είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το φθινόπωρο του 2019, με ορόσημο το 2023 ως επιστέγασμα της εθνικής στρατηγικής για την απαλλαγή από τα «βρόμικα» καύσιμα και τη μαζική στροφή στις ΑΠΕ.
Ο σχεδιασμός αυτός ανατράπηκε μερικώς λόγω της ενεργειακής κρίσης, καθώς ο λιγνίτης επιστρατεύτηκε (αλλά όχι φανατικά) ξανά την περίοδο της γεωπολιτικής έντασης και του πολέμου στην Ουκρανία, προκειμένου να συγκρατήσει τις τιμές του ενεργειακού κόστους λόγω της εκτίναξης των τιμών του φυσικού αερίου. Σήμερα, η μόνη λιγνιτική μονάδα που παραμένει σε εκκρεμότητα πέραν του 2026, που είναι ο σχεδιασμός της ΔΕΗ για σφράγισμα των λιγνιτικών μονάδων, είναι η Πτολεμαΐδα 5, για το μέλλον της οποίας η Επιχείρηση αποφεύγει να δημοσιοποιήσει τον σχεδιασμό της.
Στα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ για το α’ τρίμηνο του έτους, το μέσο μερίδιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα μειώθηκε σε 33% από 39% το α’ τρίμηνο 2023. Η μείωση οφείλεται κυρίως στη χαμηλότερη παραγωγή από τις λιγνιτικές μονάδες, καθώς η Επιχείρηση συνεχίζει την υλοποίηση του πλάνου της για πλήρη απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού της μείγματος μέχρι το 2026. Μάλιστα, η πτώση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 27% (σε σχέση με το α’ τρίμηνο 2023) οδήγησε και σε περιορισμό των εκπομπών CO2 κατά 18%, γεγονός που συνεισφέρει και στους δεσμευτικούς στόχους της ΔΕΗ έναντι των ομολογιακών της δανείων που έχουν συναφθεί με ρήτρες βιωσιμότητας. Ο λιγνίτης είχε αποχωρήσει από το ενεργειακό μείγμα και στο παρελθόν αλλά με πολύ μικρότερη ένταση. Τον Σεπτέμβριο του 2023 απουσίασε για 235 ώρες, ενώ άλλες τέσσερις φορές είχε μηδενιστεί ξανά η λιγνιτική παραγωγή εντός του 2023. Για ένα οκταήμερο τους φθινοπωρινούς μήνες Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου και για 87 ώρες την περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Ο ρόλος του φυσικού αερίου
H απόσυρση του λιγνίτη καθιστά ακόμη πιο ισχυρή την παρουσία του φυσικού αερίου, με τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από αέριο να καλούνται να καλύψουν το κενό λόγω της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ που δεν παράγουν ενέργεια όλες τις ώρες.
Αυτό καθιστά αναγκαίες τις μονάδες ως εφεδρικές πηγές ενέργειας (και όχι ως μονάδες βάσης), ώστε να είναι άμεσα διαθέσιμες για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος. Οπως ανέφερε πρόσφατα ανώτατο στέλεχος της ενεργειακής αγοράς για τη βιωσιμότητα των μονάδων αερίου είναι απαραίτητος ένας μηχανισμός αποζημίωσης διαθεσιμότητας ισχύος που θα εξασφαλίζει ότι θα ανακτούν το κόστος για τη λειτουργία και τη συντήρησή τους, παρότι θα λειτουργούν για πολύ λιγότερες ώρες στο μέλλον, σε σχέση με σήμερα, ώστε να εντάσσονται στο σύστημα για όσο τις χρειάζεται.
Στη σημασία του φυσικού αερίου αναφέρθηκε πρόσφατα και ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, περιγράφοντας το στρεβλό μοντέλο της πράσινης μετάβασης που ακολουθεί η Κομισιόν. Οπως είπε χαρακτηριστικά, είναι λάθος να δαιμονοποιείται το φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί το καύσιμο-γέφυρα για τη μετάβαση στις καθαρές μορφές ενέργειας. «Θα περάσουν χρόνια μέχρι οι μπαταρίες ή το υδρογόνο να τεθούν σε εμπορική κλίμακα με εύλογο κόστος», επισήμανε και πρόσθεσε ότι δεν είναι τυχαίο ότι πλέον σε όλη την Ευρώπη χτίζονται νέες μονάδες.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
«Η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά) κάλυψε το 53,7% της συνολικής ζήτησης της χώρας το πρώτο τετράμηνο του έτους, διευρύνοντας τη διαφορά τους από τα ορυκτά καύσιμα», αναφέρει στην τελευταία έκθεση το Green Tank. Και επισημαίνει παράλληλα ότι το ποσοστό κάλυψε τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας παρά το ρεκόρ περικοπών ΑΠΕ που σημειώθηκε τον Απρίλιο και έφτασε τις 259 GWh (γιγαβατώρες).
Παράλληλα, ο Απρίλιος ήταν ο πρώτος καθαρά εξαγωγικός μήνας του έτους, με αποτέλεσμα οι συνολικές καθαρές εισαγωγές το πρώτο τετράμηνο να σημειώσουν χαμηλό δεκαετίας (380 GWh).
Mε παραγωγή 8,091 GWh το α’ τετράμηνο του έτους, oι ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) ξεπέρασαν για πρώτη φορά την παραγωγή και των τριών ορυκτών καυσίμων μαζί (φυσικό αέριο, λιγνίτης και πετρέλαιο) κατά 498 γιβατώρες. Την ίδια περίοδο το 2023, οι ΑΠΕ συνεισέφεραν κατά 241 GWh λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα.
Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το φυσικό αέριο (5,433 GWh), το οποίο παρουσίασε αύξηση 28,4% σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο, η αυξητική του πορεία επιβραδύνθηκε, σύμφωνα με την έκθεση, τον Απρίλιο συγκριτικά με τους τρεις πρώτους μήνες του έτους. Ακολούθησαν ο λιγνίτης με 1.257 GWh, σημειώνοντας νέο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά (1.155 GWh) και το πετρέλαιο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (903 GWh).
Tη μικρότερη συνεισφορά στην κάλυψη της ζήτησης το α’ τετράμηνο του 2024 είχαν οι καθαρές εισαγωγές (380 GWh), οι οποίες ήταν οι χαμηλότερες της τελευταίας δεκαετίας γι’ αυτή την περίοδο, με μεγάλη διαφορά από το προηγούμενο χαμηλό του 2021 (1.080 GWh).
Διαβάστε ακόμη
Τρία σενάρια για τις μισθώσεις τύπου Airbnb
Trade Estates: Φετινός στόχος τα 33-35 εκατ. ευρώ έσοδα από μισθώματα
ΑΠΕ: Οι φόβοι και τα sos των επιχειρηματιών αιολικής ενέργειας για την αγορά
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ