Την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης για νέα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών ενθαρρύνει το ξέφρενο ράλι των τιμών των ρύπων. Μετά το ρεκόρ στις τιμές του φυσικού αερίου που εκτινάσσει το κόστος χονδρεμπορικής, ράλι ανατιμήσεων ακολουθούν και τα δικαιώματα των ρύπων, τα οποία έχουν ξεπεράσει τα 70 ευρώ ο τόνος από 32 ευρώ πριν ένα χρόνο.
Τα έσοδα από τους ρύπους, στηρίζουν τα νέα μέτρα για την ελάφρυνση των νοικοκυριών από τις υπέρογκες ενεργειακές δαπάνες, ανεβάζοντας σύμφωνα με τα όσα είπε χθες στην Βουλή ο Πρωθυπουργός στη συζήτηση για την ακρίβεια, στα 680 εκατ. ευρώ τους πόρους για το Tαμείο Eνεργειακής Mετάβασης από 620 εκατ. ευρώ που είχε ανακοινώσει προ ημερών των ΥΠΕΝ.
Πρόκειται για τα έσοδα που θα προέλθουν από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, τα οποία έχουν «αυγατίσει» λόγω της αύξησης του κόστους των CO2.
Με τις τρέχουσες τιμές των δικαιωμάτων, τα έσοδα από τους ρύπους υπολογίζονται σε άνω από 1 δισ. ευρώ. Από αυτά σχεδόν το 70% θα στηρίξει τα μέτρα ελάφρυνσης των ελληνικών νοικοκυριών και των μικρότερων επιχειρήσεων.
Η ανοδική πορεία του διοξειδίου του άνθρακα ακολουθεί την ξέφρενη πορεία των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και έρχεται να προστεθεί ως ένα επιπλέον βάρος στην ΔΕΗ, η οποία καλείται να θέσει στο φουλ το φετινό χειμώνα τις λιγνιτικές της μονάδες.
Ακόμη όμως και σε αυτά τα επίπεδα, ο λιγνίτης παραμένει το φθηνότερο καύσιμο αφού το μεσοσταθμικό κόστος μιας λιγνιτικής μονάδας υπολογίζεται σε 130 -140 ευρώ/MW από τα οποία τα 105 ευρώ είναι CO2 όταν για τις μονάδες φυσικού αερίου έχει φτάσει τα 200 ευρώ.
Η ραγδαία αύξηση στην τιμή των CO2, υποκινείται από τις μεγάλες ελλείψεις πανευρωπαϊκά σε φυσικό αέριο, από τους φιλόδοξους στόχους μείωσης εκπομπών των ρύπων της ΕΕ αλλά και από το σαρωτικό κύμα της πανδημίας στην Ευρώπη που δείχνει ως μια νέα απειλή για lockdown.
Οι περιορισμοί που μπαίνουν στην αγορά φυσικού αερίου λόγω χαμηλών αποθεμάτων και τιμών στέλνουν το μήνυμα για το είδος του καυσίμου που θα επιλέξει για τις κρύες μέρες του χειμώνα η ΕΕ.
Σύμφωνα με το BloombergNEF, φέτος η Ευρώπη εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον άνθρακα προκειμένου να κρατήσει ζεστά τα νοικοκυριά, καθώς οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στρέφονται στα πιο «βρώμικα» ορυκτά καύσιμα.
Για παράδειγμα, τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο καίνε περισσότερο άνθρακα από τις αρχές Μαρτίου για να διατηρήσουν τα φώτα αναμμένα, καθώς ο καιρός είναι ψυχρός και οι θερμοκρασίες χαμηλές.
Καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν από την πανδημία και οι άνθρωποι επιστρέφουν στα γραφεία, αυξάνεται κατακόρυφα η ζήτηση.
Φέτος η τιμή για την εκπομπή ενός τόνου άνθρακα στην ΕΕ έχει υπερδιπλασιαστεί.
Καθώς μάλιστα οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο τετραπλασιάζονται, οι επιχειρήσεις ετοιμάζονται να κάψουν περισσότερο άνθρακα αυτόν τον χειμώνα και αυτό θα απαιτήσει περισσότερες άδειες εκπομπής ρύπων. «Η τρέχουσα καμπύλη δείχνει ότι η Ευρώπη θα καίει άνθρακα τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 2023, αυξάνοντας έτσι τις εκπομπές CO2», αναφέρουν οι αναλυτές της ClearBlue Markets.
Άλλες αναλύσεις αναμένουν ότι ο άνθρακας θα κοστίζει περισσότερα από 100 ευρώ ανά τόνο έως το 2030.