Την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων και ορθολογικότερης διαχείρισης της ενεργειακής μετάβασης, ώστε η παρούσα ενεργειακή κρίση να μην πάρει νέες διαστάσεις και επαναληφθεί, επισημαίνουν κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς.
«Αυτή η κρίση δεν είναι δομική όπως ήταν του 1970. Εδώ δεν υπάρχει πόλεμος, αλλά μια αρρύθμιστη αγορά που έχει μεν εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας αλλά πορεύεται με μεγάλες στρεβλώσεις» τονίζουν στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου και επισημαίνουν: η Ευρώπη εκπροσωπεί το 8% των παγκόσμιων ρύπων και θα πρέπει να αναλογιστεί με ποιο τρόπο θα μπορέσει να παρασύρει και το υπόλοιπο 92% να ενστερνιστεί την πορεία προς την οικονομία του μηδενικού άνθρακα.
Στελέχη μεγάλου ενεργειακού ομίλου της χώρας τονίζουν επίσης ότι με τις πολιτικές της η ΕΕ στους τομείς των ρύπων, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού έχει αυτοπαγιδευτεί καθώς η αγορά δεν μπορεί να αυτορρυθμιστεί. Όπως αναφέρουν, η εκτίναξη των διεθνών τιμών καυσίμων και το ράλι του CO2 φέρνουν στην επιφάνεια τη λάθος τακτική της ΕΕ που υπονομεύει με τον χειρότερο τρόπο το Green Deal. «Όλοι συμφωνούμε πως η πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος. Το ζητούμενο είναι ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε. Ο δρόμος, λοιπόν, που έχει επιλεχθεί μετακυλίει σημαντικό κόστος στους Ευρωπαίους καταναλωτές και χωρίς κατ’ ανάγκη τα επιθυμητά αποτελέσματα για το περιβάλλον» αναφέρουν τα στελέχη του ίδιου ομίλου.
Οι δηλώσεις ενισχύονται και από τη χθεσινή δημόσια τοποθέτηση του κ. Ευάγγελου Μυτιληναίου, ο οποίος δεν δίστασε να αποδομήσει μέσα σε περίπου έναν μήνα από την προηγούμενη δημόσια τοποθέτησή του το μοντέλο της απανθρακοποίησης. Όπως εκτίμησε, μιλώντας στον Κύκλο ιδεών του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, η παρούσα κρίση θα φύγει αλλά θα έρθει νέα.
«Οι κοινωνίες πίεσαν και η Ευρώπη αποφάσισε να πάμε στην απανθρακοποίηση γρήγορα χωρίς σχέδιο, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι επενδύσεις, χωρίς την εξασφάλιση του πληθυσμού για το πιο βασικό αγαθό που είναι η ενέργεια» σημείωσε ο κ. Μυτιληναίος.
Αρμόδιες πηγές με γνώση και εμπειρία του ενεργειακού γίγνεσθαι υπογραμμίζουν ότι ο σκοπός αυτής της συζήτησης δεν είναι ότι η κλιματική κρίση δεν είναι σοβαρή ή ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι αναγκαία. «Ο σκοπός είναι να αναδείξουμε τις στρεβλώσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής που ακολουθείται στην Ευρώπη και το κόστος των στρεβλώσεων αυτών, το οποίο επωμιζόμαστε όλοι και ιδιαίτερα οι οικονομικά ασθενέστεροι».
Ποια είναι όμως τα «φάουλ» της ευρωπαϊκής στρατηγικής που σήμερα κρατούν σε ομηρία όλη την Ευρωπαϊκή αγορά και δημιουργούν νέες κοινωνικές ανισότητες; Στον τομέα του φυσικού αερίου οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι η ΕΕ θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει για αποθέματα ασφαλείας όπως έγινε στο παρελθόν με το πετρέλαιο. «Είναι αδύνατο να μιλάμε για απεξάρτηση από το μονοπώλιο του ΟΠΕΚ και την ίδια ώρα να εξαρτόμαστε κατά 83% από το αέριο της Ρωσίας και μάλιστα χωρίς να έχουμε χτίσει τις αναγκαίες υποδομές».
«Αν θες το φυσικό αέριο να είναι καύσιμο γέφυρα προς τις ΑΠΕ, τότε αυτή η γέφυρα θα πρέπει να είναι μεγάλη και ασφαλής» λένε χαρακτηριστικά παράγοντες της ενεργειακής αγοράς. Τονίζουν μάλιστα ότι εν μέσω αυτής της μεγάλης ενεργειακής καταιγίδας, η Τουρκία απορρόφησε από την spot αγορά 30 φορτία LNG στερώντας από την ΕΕ μεγαλύτερες προμήθειας ενόψει ενός δύσκολου χειμώνα.
Δριμεία κριτική ασκούν τα στελέχη του ομίλου και στις πολιτικές των ρύπων τονίζοντας ότι η ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα μηχανισμό που εξαρτάται από τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των traders, με αποτέλεσμα να έχουν διπλασιαστεί οι τιμές μέσα σε λίγους μήνες.
Όπως τονίζουν, η στρέβλωση που έχει δημιουργηθεί μόνο με αναθεώρηση του ETS μπορεί να επιλυθεί. «Η ΕΕ άνοιξε την αγορά δικαιωμάτων σε τρίτους, επιτρέποντας τη δημιουργία υπεραξίας για χρηματοοικονομικά ιδρύματα και ξένους επενδυτές σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών και της βιομηχανίας. Οι συνέπειες φαίνονται στον διπλασιασμό της τιμής των δικαιωμάτων που παραδόξως έχει γίνει δεκτός με ενθουσιασμό από την Κομισιόν παρόλο που δεν έχει αυξήσει τα έσοδα για τα κράτη μέλη, ενώ ταυτόχρονα έρχεται να προστεθεί ως σημαντική επιβάρυνση για τους Ευρωπαίους καταναλωτές ενέργειας και τη βιομηχανία, σε μια άνευ προηγουμένου συγκυρία έκρηξης των τιμών ενέργειας».
Όπως τονίζουν, ο μηχανισμός των ρύπων δεν θα πρέπει να είναι ένα διεθνές χρηματιστήριο, οι υπεραξίες του οποίου μεταφέρονται εκτός Ευρώπης με μόνο αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και τη βιομηχανία.
Για την αγορά ηλεκτρισμού, εκτιμάται ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο καθορισμού της χονδρεμπορικής τιμής, η οποία βασίζεται στην ακριβότερη μονάδα που θα μπει τελευταία στο σύστημα δαιμονοποιόντας το target model. Όπως αναφέρεται, τα τιμολόγια δεν αντανακλούν το πραγματικό κόστος της αγοράς που σήμερα αποτελείται από πράσινη ενέργεια σε ποσοστό έως 35%, από αέριο κατά περίπου 30%, από λιγνίτη σε ποσοστό κάτω από 10% μαζί με τις εισαγωγές και τα υδροηλεκτρικά που επίσης συμμετέχουν με μικρές ποσότητες στο ενεργειακό μείγμα. Τα κόστη αυτά ενώ δεν ξεπερνούν τα 100 ευρώ στον καταναλωτή φτάνουν στα 200 ευρώ!
Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμάται ότι και η υπερταχεία απολιγνιτοποίηση όταν η Γερμανία δεν έχει ξορκίσει ακόμη το κάρβουνο και σε μια περίοδο που ο λιγνίτης είναι φθηνότερος από τη αέριο, πρέπει να επανεξεταστεί. Οι ίδιες πηγές υπενθυμίζουν ότι το καλοκαίρι, με την αυξανόμενη ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια, τη χώρα έσωσαν οι λιγνίτες.
«Μια σταδιακή μετάβαση εναρμονισμένη με άλλες δυτικές οικονομίες θα επιτρέψει την ανάπτυξη τεχνολογιών που μειώνουν το κόστος της μετάβασης αυτής. Μια δραστική και μονομερής μετάβαση στην Ευρώπη θα πιέσει την Ευρωπαϊκή βιομηχανία να πάρει αποφάσεις που μελλοντικά μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο κοστοβόρες για αυτήν και την Ευρώπη συνολικά».
Διαβάστε ακόμη:
Αναβλήθηκε – ξανά – ο πλειστηριασμός για το «σαλέ» των Κουτσολιούτσων
ΡΑΕ: Έδωσε το «λάκτισμα» για νέα έργα αποθήκευσης ισχύος 500 MW