Τριάντα χρόνια πριν, η γηραιά ήπειρος αποφάσισε να ανοίξει τις αγορές ενέργειάς της προκειμένου να ενισχύσει τον ανταγωνισμό, κίνηση που είχε ως στόχο να μειώσει τις τιμές για τους καταναλωτές σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το 2022 όμως οι λογαριασμοί ρεύματος βρίσκονται στα ύψη και οι κάποτε πανίσχυρες εταιρείες κοινής ωφελείας αγωνίζονται να επιβιώσουν. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι δεν μπορούν να αφήσουν την ενεργειακή ασφάλεια στα «χέρια» των αγορών. Το Βερολίνο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για να δώσει οικονομική βοήθεια στη Uniper, η Γαλλία εξετάζει την κρατικοποίηση της Electricite de France (ΕDF), ενώ η Βρετανία έχει θέσει υπό τον έλεγχό της τον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας Bulb Energy.

«Και αυτό είναι μόνο η αρχή των κρατικών παρεμβάσεων στην αγοράενέργειας», λέει η Leslie Palti-Guzman, πρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Gas Vista LLC.

Οι λόγοι για κάθε διάσωση μπορεί να ποικίλουν, όμως καθεμία έχει την ρίζα της σε μία απλή αλήθεια: δεν υπάρχει αρκετή ενέργεια για όλους. Την ώρα που η Ρωσία περιορίζει τις ροές της προς την Ευρώπη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει να κάνει με ένα απηρχαιωμένο «στόλο» πυρηνικών αντιδραστήρων, ενώ η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου σημαίνει ότι κάποιοι βρετανοί πάροχοι φυσικού αερίου και ενέργειας πωλούν φθηνά.
Τα πράγματα μόνο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν. Με την πάροδο των ετών, η Ευρώπη έγινε απόλυτα εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο τώρα ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποιεί ως όπλο.

Η τιμή φυσικού αερίου στην Ολλανδία, της οποίας τα συμβόλαια αποτελούν σημείο αναφοράς, είναι ήδη οκτώ φορές υψηλότερη του φυσιολογικού μέσου όρου, ενώ οι συναλλαγές σε συμβόλαια ηλεκτρικής ενέργειας υποδηλώνουν ότι η κρίση θα διαρκέσει και το επόμενο έτος. Τα συμβόλαια παράδοσης 2023 αλλάζουν χέρια σε τιμές έξι φορές υψηλότερες από το πενταετή μέσο όρο στη Γερμανία.

Όλο αυτό ανεβάζει το κόστος όχι μόνο για τους καταναλωτές, αλλά και για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, από χαλυβουργίες έως τσιμεντοβιομηχανίες και εργοστάσια χημικών.

«Υπάρχει ένα όριο το οποίο μπορεί να αντέξει η αγορά και σίγουρα δεν θα ισοσκελιστεί από μόνη της έως το 2024», αναφέρει ο Gergely Molnar, αναλυτής ενέργειας της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ).

Η ενεργειακή κρίση έχει αναγκάσει τις κυβερνήσεις να παρέμβουν. Η γερμανική κυβέρνηση έχει προσφέρει εφάπαξ βοήθεια στα νοικοκυριά για να καλύψουν το αυξημένο ενεργειακό κόστος, ενώ η Γαλλία σχεδιάζει να προσφέρει 25 δισ.ευρώ σε νέες δαπάνες και φορολογικές μειώσεις για να προστατεύσει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Η Ιταλία αναμένεται να δαπανήσει περί τα 40 δισ.ευρώ για να επιδοτήσει τα τιμολόγια ενέργειας για καταναλωτική χρήση, ενώ και η Βρετανία έχει βάλει στο τραπέζι 37 δισ.στερλίνες (44,7 δισ. δολάρια) για την ελάφρυνση των κατανωλωτών. Η κρατικοποίηση της Bulb θα στοιχίσει στους καταναλωτές περί τα 2,2 δισ. στερλίνες.

Στην Τσεχία, η κρατική εταιρεία κοινής ωφελείας CEZ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση για μέτρα με σκοπό την ενίσχυση της ρευστότητας σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Συνολικά, αναλυτές εκτιμούν ότι τα συνολικά κρατικά πακέτα στήριξης διεθνώς θα φθάσουν τα 100 δισ. ευρώ.

Πέρα από την άμεση κρατική βοήθεια, η Γερμανία ενισχύει και τις δυνάμεις της για να σταθεροποιήσει την αγορά ενέργειας. Το Μάιο ψήφισε νέο νόμο που δίδει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να προχωρά σε κατάσχεση σημαντικών ενεργειακών υποδομών σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Επιπροσθέτως, υπό συζήτηση είναι πακέτα διάσωσης εταιρειών κοινής ωφελείας, η επιβολή πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου και LNG καθώς και επιδόματα για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.

Πριν από 30 περίπου χρόνια, στις ενεργειακές αγορές της Ευρώπης κυριαρχούσαν μονοπώλια τα οποία έδιδαν ελάχιστες επιλογές στους καταναλωτές. Το 1996 όμως η Ε.Ε. αποφάσισε να ανοίξει τις ενεργειακές αγορές της στον ανταγωνισμό, μειώνοντας το κόστος και μεγαλύτερη ασφάλεια σε επίπεδο προσφοράς.

Με τα χρόνια όμως, η Γερμανία έγινε τα μέγιστα εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο, γεγονός που επιτάθηκε και από την απόφασή της να κλείσει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της. Η Βρετανία έγινε υπερβολικά χαλαρή στην χορήγηση αδειών για σύσταση προμηθευτών ενέργειας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία χαοτική αγορά με περισσότερες από 20 εταιρείες να καταρρέουν μόνο το 2021.

Όσο για τη Γαλλία παρέμεινε εξαρτημένη από την EDF, την οποία ελέγχει κατά 84% και τώρα υπολειτουργεί με προβληματικούς αντιδραστήρες, με αποτέλεσμα η χώρα να μετατραπεί σε εισαγωγό ενέργειας. Στην Ανατολική Ευρώπη, πολλές χώρες εξακολουθούν να είναι εξαρτημένες από την Ρωσία.

Η Ευρώπη πληρώνει τώρα ένα βαρύ τίμημα για την ψευδή αίσθηση πολιτικής της ασφάλειας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος την άφησε τόσο εξαρτημένη από τη διαλείπουσα παραγωγή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τη ρωσική παροχή φυσικού αερίου.

Οι κυβερνήσεις φτάνουν στο σημείο να προωθούν νομοσχέδια για τρη φορολόγηση των εταιρειών ενέργειας για τα υπερέσοδα τους. Η Ισπανία και η Πορτογαλία έθεσαν ανώτατο όριο στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η Βρετανία εξετάζει το ενδεχόμενο να αποσυνδέσει τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας από το κόστος του φυσικού αερίου. Κατά τη διάρκεια συνάντησης των ηγετών της Ομάδας των Επτά στη Γερμανία το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Μακρόν χαρακτήρισε «παράλογο» τον τρόπο καθορισμού των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος και ζήτησε μεταρρύθμιση της αγοράς. «Μπορεί να μην προκύψουν κρατικοποιήσηεις, αλλά δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο οι κυβερνήσεις να αναλάβουν σημαντικά μερίδια σε ορισμένες εταιρείες, ειδικά αν αυτές οι τιμές συνεχιστούν για ένα ή δύο χρόνια», δήλωσε ο Jonathan Stern, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης.