Περισσότερα από 17 δισ. ετησίως χρειάζεται να επενδύσει η χώρα έως το 2050 για να εξασφαλίσει το πράσινο διαβατήριο της ενεργειακής μετάβασης που θα διατρέξει τρεις διαφορετικές περιόδους σε διάστημα 25 ετών με διαφορετικές πολιτικές και προτεραιότητες.
Οι επενδύσεις είναι τεράστιες επισήμανε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης κατά την παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, οι οποίες μαζί και με τις δαπάνες για τη διαχείριση των κλιματικών καταστροφών και τις επενδύσεις για την πρόληψη, υπερβαίνουν κατά πολύ, τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
«Δεν υπάρχει χώρος για να επιδοτήσουμε, όπως φαντασιωνόμαστε, τις τεράστιες δαπάνες αυτής της μετάβασης. Επτά προϋπολογισμοί του Κράτους δεν χωράνε για να επιδοτήσεις αυτή τη μετάβαση. Το λέω, για να είμαστε ρεαλιστές σε αυτούς που κοιτούν το ΕΣΕΚ και βλέπουν μέσα εύκολες επιδοτήσεις» τόνισε ο κ. Σκυλακάκης.
«Κλειδί» σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ είναι οι αποτελεσματικές επενδύσεις, από υγιείς φορείς που να μπορούν να δανείζονται και να αποπληρώνουν τις επενδύσεις αυτές μέσα από το δανεισμό και προπαντός απαιτούν να μην κάνουμε μεγάλα λάθη, σημείωσε χθες ο υπουργός φωτογραφίζοντας την Πτολεμαίδα 5 που κόστισε περί τα 2 δις. και θα αποσυρθεί σε δύο χρόνια.
«Πληρώνουμε, σήμερα, πιο πολλά χρήματα από ότι θα έπρεπε για παλαιές επιδοτήσεις. Αυτό είναι σαφές. Φτιάξαμε, κατά καιρούς, θηριώδη εργοστάσια, τα οποία τώρα θα χρειαστεί να κλείσουν, όταν καλά-καλά δεν πρόλαβαν να ανοίξουν, γιατί δεν είναι πια οικονομικά αποτελεσματικά».
Η ενεργειακή μετάβαση συνιστά την μεγαλύτερη πρόκληση της γενιάς μας, όχι μόνο λόγο της τεράστιας οικονομικής επιβάρυνσης που γεννά για κάθε χώρα αλλά και για την εθνική και ενεργειακή ανεξαρτησία που δημιουργεί. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε χθες την σημαντική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές καυσίμων και τις επιπτώσεις από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Οι καθαρές εισαγωγές πετρελαίου είναι 7% ως ποσοστό του ΑΕΠ από 1,5%-2% άλλων χωρών και αυτό πρέπει να αλλάξει με ένα συνεκτικό σχέδιο.
Το νέο ΕΣΕΚ
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε χθες διατρέχει τρεις περιόδους. Από το 2025 έως το 2030, που είναι η πρώτη περίοδος επιταχύνεται η διείσδυση των αιολικών και φωτοβολταϊκών, ισοσκελίζοντας την στοχαστικότητά τους με αποθήκευση. Προς το τέλος της δεκαετίας, το 2028, επιτυγχάνεται το ορόσημο της απολιγνιτοποίησης, κάνοντας πραγματικότητα την πρωθυπουργική εξαγγελία του 2019, εννέα χρόνια μετά.
Στις μεταφορές, επιταχύνεται ο εξηλεκτρισμός των αστικών μεταφορών, ενώ στα κτίρια συνεχίζεται ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ανακαινίσεων και όπως είπε χθες η υφυπουργός Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου «φυτεύουμε τον σπόρο» για τις τεχνολογίες της «επόμενης μέρας». Ξεκινά η σταδιακή είσοδο στο μείγμα νέων πηγών όπως το βιομεθάνιο, το υδρογόνο και τα υπεράκτια αιολικά ενώ μπαίνει στη ζωή μας η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα και στον κτιριακό τομέα οι πρώτες αντλίες θερμότητας σε μεγάλη κλίμακα. Είναι η περίοδος επίσης που η χώρα σχεδιάζει τις μεγάλες διασυνδετήριες «λεωφόρους» με τις γειτονικές χώρες και ηπείρους αλλά και το timing για την εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Η δεύτερη περίοδος από το 2030 έως το 2040 οι στόχοι είναι πιο συγκεκριμένοι. Επιταχύνεται ο εξηλεκτρισμός και των άλλων τομέων τελικής χρήσης όπως κτίρια, μεταφορές και βιομηχανία. Οι «ριζοσπαστικές» τεχνολογίες μετάβασης του σήμερα αρχίζουν και γίνονται πια κομμάτι της καθημερινής ζωής.
Φτάνοντας στην 3η περίοδο από το 2040 έως το 2050, η βασική προσπάθεια στρέφεται γύρω από τους τομείς που είναι οι πλέον δύσκολοι να μειώσουν τις εκπομπές τους. Βαριές μεταφορές, τμήματα της βιομηχανίας, ναυτιλία και αεροπλοΐα. Ταυτόχρονα όμως γίνονται πλέον ανταγωνιστικές και οι τεχνολογικές λύσεις που σήμερα υπάρχουν αλλά είναι μη οικονομικές. Το υδρογόνο, τα συνθετικά καύσιμα, το Direct Air Capture και άλλες λύσεις που στοχεύουν σε αυτό το τελευταίο κομμάτι εκπομπών που είναι και το πιο δύσκολο και ακριβό.
Οι στόχοι
Η ενεργειακή μετάβαση μετατρέπει την Ελλάδα σε μια εξαγωγική χώρα από μια οικονομία καθαρά εισαγωγική που σήμερα εισάγει πάνω από 3 τεραβατώρες το χρόνο.
Στον τομέα του ηλεκτρισμού από 56 Τεραβατώρες που είναι η κατανάλωση ενέργειας σήμερα, το 2050 θα πάμε σε 130 Τεραβατώρες, μιάμιση φορά πάνω περίπου ως αποτέλεσμα του εξηλεκτρισμού.
Τα υπεράκτια αιολικά αναδεικνύονται σε υπερδύναμη των ΑΠΕ καθώς ενώ είναι το 1/7 της εγκατεστημένης ισχύος το 2050, παράγουν το 33% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειαζόμαστε.
Αντίθετα το Φυσικό Αέριο, είναι το 9% της εγκατεστημένης ισχύος το 2050 αλλά παράγει μόνο το 2,8% της ενέργειας. Κανένας όμως από τους φιλόδοξους στόχους δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί χωρίς την αποθήκευση . Για το 2030 ο στόχος των 6.2 GW ισχύος με 27.5 GWh ενέργειας είναι φιλόδοξος, αλλά εφικτός με τα βήματα που ήδη έχουν σχεδιαστεί. Το 2050 αυτή η ισχύς θα έχει τριπλασιαστεί, στα 17 Γιγαβάτ, και η ενέργεια σχεδόν θα τετραπλασιαστεί, στις 98 Γιγαβατώρες.
Διαβάστε ακόμη
Νικήτας Ποθουλάκης: Νέο επενδυτικό πλάνο 25 εκατ. για την Μπάρμπα Στάθης ενόψει τεκτονικών αλλαγών
Πώς τo myDATA έφερε στο φως κυκλώματα με πλαστά τιμολόγια
Επιθεώρηση Εργασίας: Βαφτίζουν τους αδήλωτους εργαζομένους πελάτες και κουμπάρους
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα