Ο ελληνικός ενεργειακός τομέας αποτελεί την τελευταία πενταετία έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Ο καθυστερημένος -σε σχέση με άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης- εκσυγχρονισμός των επιμέρους κλάδων του δια της απώλειας σημαντικού τμήματος του κρατικού ελέγχου με την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και ξένων επιχειρήσεων, αλλά και η υιοθέτηση της «Πράσινης Συμφωνίας» σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη στρατηγική μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη Ένωση, στην οποία, ως το 2050 θα έχουν μηδενιστεί οι καθαρές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, συνιστούν τις βασικές συνισταμένες αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ελληνική ενεργειακή μετάβαση».
Τρεις είναι οι βασικές προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση το τρέχον έτος:
Απολιγνιτοποίηση: Το εν εξελίξει εγχείρημα της σταδιακής απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, όπως έγινε γνωστό ήδη από τη δημοσίευση του Εθνικού Σχεδίου Ενέργειας και Κλίματος τον Δεκέμβριο του 2019 αποτελεί τον πυρήνα της νέας πολιτικής, η οποία αποσκοπεί σε καθαρότερη και φθηνότερη ενέργεια για τους καταναλωτές με παράλληλη ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά. Η μαζική απόσυρση που όμοιά της δεν έχει να παρουσιάσει άλλη χώρα της Ένωσης αντιμετωπίζει ωστόσο μια σειρά από προκλήσεις:
Η εξασφάλιση επαρκούς παραγωγής για τις ανάγκες της αγοράς, η ανάγκη ενίσχυσης των τοπικών πληθυσμών των λιγνιτοπαραγωγικών περιοχών και οι επενδύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την αποκατάσταση και την εξασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης των περιοχών αυτών, η κάλυψη των αναγκών της βαριάς βιομηχανίας και η συνεννόηση με τους αρμόδιους φορείς της Ένωσης ώστε να εξασφαλίζεται η συμβατότητα όλων των ενεργειών της ελληνικής πλευράς με το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, είναι μόνον οι κυριότερες από αυτές. Απαιτείται, συνεπώς, συντονισμός σε τρία επίπεδα: ευρωπαϊκό, κεντρικό κυβερνητικό και τοπικό ώστε να στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα.
Ταμείο Ανάκαμψης: Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαθέσει 673.2 δισ. ευρώ μέσω του ειδικού Μηχανισμού στα Κράτη Μέλη για την επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων στον απόηχο της πανδημίας σε μορφή επιχορηγήσεων και δανείων. Στην Ελλάδα, το 58% των επιχορηγήσεων, ή 8,3 δισ. ευρώ, προορίζεται να επενδυθεί σε έργα ΑΠΕ, στη διασύνδεση των νησιών με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της ηπειρωτικής χώρας και υποδομές για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Πρόκειται για μια ουσιαστικά σημαντική χρηματοδοτική ευκαιρία που, όχι μόνο θα στηρίξει την ενεργειακή μετάβαση, αλλά θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον τομέα, αναδεικνύοντας και το κοινωνικό πρόσημο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Μπορεί η πανδημία να επηρεάζει αρνητικά την εθνική οικονομία, ωστόσο η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου θα ανασχέσει σημαντικά τις συνέπειές της στην αγορά ενέργειας, επιτρέποντας την είσοδο νέων παιχτών και τον εκσυγχρονισμό των απαραίτητων υποδομών για την ενεργειακή μετάβαση.
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ): Πολύς λόγος γίνεται για τις ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, η πορεία που διήνυσε ο κλάδος την τελευταία 15ετία από τις μικρές φωτοβολταϊκές και αιολικές επιδοτούμενες εγκαταστάσεις, μέχρι τα μεγάλα πάρκα διεθνών και ελληνικών κοινοπραξιών ήταν μεγάλη. Το ζητούμενο πλέον είναι η καθιέρωση των τελευταίων και η προσέλκυση στην αγορά νέων κεφαλαίων και διεθνών φορέων υπολοίησης, οι οποίοι θα αναλάβουν την κατασκευή νέων έργων ισχύος 8,5 GW ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του ΕΣΕΚ για 19 GW ισχύος από ΑΠΕ το 2030.
Το 2021 θα είναι κομβικό διότι θα δοκιμαστεί όχι μόνο το νέο ευέλικτο κανονιστικό πλαίσιο που εισήχθη για να διευκολύνει τις σχετικές επενδύσεις, αλλά και η προσαρμοστικότητα της Διοίκησης στην ερμηνεία και εφαρμογή αυτού. Εξάλλου, η Κυβέρνηση είναι απαραίτητο να αφουγκράζεται τις αντιδράσεις της αγοράς και να επανέρχεται με νομοθετικές τροποποιήσεις που θα διευκολύνουν συνολικά τους συμμετέχοντες στην αγορά, εξασφαλίζοντας έτσι την ταχύτερη κατά το δυνατόν υπολοίηση των επιμέρους έργων.
Είναι ιστορικά σπάνιο ένας τομέας της εθνικής οικονομίας να συγκεντρώνει τόσο μεγάλο εγχώριο και διεθνές επενδυτικό αλλά και θεσμικό ενδιαφέρον. Η ωρίμανση των συνθηκών για την πραγματοποίηση της ενεργειακής μετάβασης στη χώρα ίσως καταστήσει το 2021 χρονιά ορόσημο για τον τομέα της Ενέργειας, εφόσον επιτευχθεί και η απαιτούμενη συνεννόηση δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με αμοιβαίως επωφελείς όρους.
*Ο Ορέστης Ομράν είναι εταίρος DLA Piper – Επικεφαλής EU-Greek Practice