Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον (C&E) ως βασικούς παράγοντες κινδύνου για τις τράπεζες, καθώς θα έχουν εκτεταμένο αντίκτυπο σε όλους τους τομείς και τις γεωγραφικές περιοχές.
Όπως προκύπτει από πρόσφατο report της με τίτλο «The climate and environmental risk management in the banking sector», η ΕΚΤ εκτιμά ότι απαιτείται έγκαιρη και αποφασιστική δράση από όλες τις τράπεζες για να διασφαλιστεί η υγιής, αποτελεσματική και ολοκληρωμένη διαχείριση, καθώς και η γνωστοποίηση αυτών των κινδύνων.
Προς αυτή την κατεύθυνση, τον Νοέμβριο του 2020, η ΕΚΤ καθόρισε για τις τράπεζες 13 εποπτικές προσδοκίες με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον, κατά τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της επιχειρηματικής τους στρατηγικής και των πλαισίων διακυβέρνησης και διαχείρισης.
Ανάμεσα σε αυτές τις 13 οδηγίες προβλέπεται ότι τα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να εντοπίζουν και να ποσοτικοποιούν αυτούς τους κινδύνους στο πλαίσιο της συνολικής διαδικασίας διασφάλισης της κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και ότι κατά τη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον σε όλα τα σχετικά στάδια της διαδικασίας χορήγησης πιστώσεων.
Στις αρχές του 2021 ζήτησε από τα τραπεζικά ιδρύματα να πραγματοποιήσουν αυτο-αξιολόγηση υπό το φως των εποπτικών προσδοκιών που περιγράφονται στον σχετικό Οδηγό και να καταρτίσουν σχέδια εφαρμογής για να προωθήσουν τη διαχείριση των κινδύνων C&E.
Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ζήτησε από 112 σημαντικά τραπεζικά ιδρύματα, -μεταξύ των οποίων και οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες-, με συνολικό ενεργητικό 24 τρισεκατομμύρια ευρώ να προβούν σε αυτό-αξιολόγηση των τρεχουσών πρακτικών τους σε σχέση με τις 13 εποπτικές προσδοκίες και να υποβάλουν σχέδια εφαρμογής με λεπτομέρειες για το πώς και το πότε θα εναρμονίσουν τις πρακτικές τους με τον Οδηγό.
Από τα μέχρι σήμερα συμπεράσματα προκύπτει ότι κανένα τραπεζικό ίδρυμα δεν είναι κοντά στο να ευθυγραμμίσει πλήρως τις πρακτικές του με τις εποπτικές προσδοκίες. Ορισμένα έχουν ήδη κάνει κάποια βήματα, αλλά τα περισσότερα βρίσκονται ακόμη στα αρχικά στάδια, κάτι το οποίο είναι σε γνώση των ευρωπαϊκών εποπτικών θεσμών.
Τι αναμένουν οι τράπεζες
Σχεδόν όλα τα τραπεζικά ιδρύματα που πραγματοποίησαν μια ενδελεχή αξιολόγηση αναμένουν ότι οι κίνδυνοι C&E θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια. Περίπου τα μισά ιδρύματα αναμένουν ότι οι κίνδυνοι C&E θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Τα ιδρύματα που δεν διαπίστωσαν ότι ήταν ουσιωδώς εκτεθειμένα σε κινδύνους C&E ήταν εκείνα που είτε δεν διενήργησαν αξιολόγηση είτε πραγματοποίησαν αξιολόγηση με σημαντικές ελλείψεις.
Με άλλα λόγια, ενώ λαμβάνονται μέτρα για την προσαρμογή των πολιτικών και των διαδικασιών με βάση τα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις, λίγα ιδρύματα έχουν θέσει σε εφαρμογή πρακτικές για την εξέταση του αντίκτυπου του κινδύνου C&E στη στρατηγική τους. Αντίθετα, ορισμένα άρχισαν να μετρούν και να παρακολουθούν την ευθυγράμμιση των χαρτοφυλακίων τους και να εξετάζουν τον τρόπο ευθυγράμμισης των χρηματοδοτήσεών τους με τη Συμφωνία του Παρισιού, αποφεύγοντας παράλληλα την υπερβολική έκθεση σε κινδύνους της ενεργειακής μετάβασης.
Τα περισσότερα ιδρύματα, ωστόσο, δεν δύνανται να γνωρίζουν σε βάθος τους φυσικούς κινδύνους και παράγοντες για το περιβάλλον, όπως η απώλεια βιοποικιλότητας και η ρύπανση.
Επί της ουσίας, οι περισσότερες από αυτές τις τράπεζες έχουν ξεκινήσει γενικά με τη συλλογή δεδομένων και την ανάπτυξη τρόπων χειρισμού για τους κινδύνους της μετάβασης. Ωστόσο, οι πρακτικές διαχείρισης για τους φυσικούς κινδύνους είναι λιγότερο προηγμένες.
Όπως συνάγεται από το report, συνολικά, ο ρυθμός προόδου παραμένει αργός στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς πάνω από τις μισές τράπεζες δεν θα έχουν ολοκληρώσει τα σχέδιά τους μέχρι το τέλος του 2022. Αυτές ενδέχεται να μην είναι σε θέση να διαχειριστούν ορθά, αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα τους κινδύνους C&E στους οποίους εκτίθενται.
Έρχεται stress test το 2022
Στο πλαίσιο αυτό, όλα τα τραπεζικά ιδρύματα έλαβαν από την ΕΚΤ επιστολή αξιολόγησης για τις μέχρι τώρα κινήσεις τους καθώς και μια συγκριτική επισκόπηση με άλλα ιδρύματα παρομοίου μεγέθους.
Το 2022 η ΕΚΤ θα διενεργήσει θεματική ανασκόπηση των πρακτικών διαχείρισης κινδύνων C&E και ένα εποπτικό stress test, καθώς θα ενσωματώνει σταδιακά τους κινδύνους C&E στη μεθοδολογία της Εποπτικής Επισκόπησης και Διαδικασίας Αξιολόγησης (SREP). Αυτή η ενοποίηση θα επηρεάσει τελικά τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας.