Το παρατεταμένο καλοκαίρι των τελευταίων ημερών που ανέβασε τον υδράργυρο ακόμη και 12 βαθμούς πάνω από τα κανονικά επίπεδα για την εποχή, αλλά και ο ηπιότερος χειμώνας των τελευταίων δεκαετιών, αποδεικνύουν ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει με καταλυτικό τρόπο την εξέλιξη της θερμοκρασίας.
Τη συστηματική ανοδική πορεία των θερμών ημερών της Αθήνας επιβεβαιώνουν και τα επικαιροποιημένα στοιχεία της έκθεσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, που βασίζονται στα ευρήματα της συντακτικής ομάδας υπό τον καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Καρτάλη για λογαριασμό της διαΝΕΟσις.
Συγκεκριμένα, η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας την τελευταία δεκαετία (2011-2020) σε σχέση με τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6ο C που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,32ο C ανά δεκαετία, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13ο C, που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,23ο C ανά δεκαετία.
Η επικαιροποίηση των στοιχείων βασίζεται σε παρατηρήσεις από μετεωρολογικούς σταθμούς επιφανείας, δεδομένα από βάσεις επανα-ανάλυσης, προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων καθώς και την αξιοποίηση αποτελεσμάτων πρόσφατων ερευνητικών έργων.
Η έκθεση δείχνει ότι οι πόλεις είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στην κλιματική αλλαγή, καθώς αυτή προστίθεται στο φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ), επιδεινώνοντας τους κινδύνους λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή επεισοδίων καύσωνα.
Όπως αναφέρει ο κ. Καρτάλης, μέλος επίσης της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή και μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις, οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου. Κάτι που αποδίδεται στη χαμηλότερη κάλυψη από βλάστηση, στην ισχυρότερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας και στις ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας.
Συνολικά, η ΑΘΝ του αστικού κτηριακού στρώματος είναι κατά κανόνα ισχυρότερη τις νυχτερινές ώρες, καθώς διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από το βραδύτερο ρυθμό ψύξης των αστικών περιοχών συγκριτικά με την ύπαιθρο. Από την άλλη πλευρά, η δυσμενέστερη θερμική επιβάρυνση και η υψηλότερη ενεργειακή κατανάλωση στα κτήρια για δροσισμό παρουσιάζεται τις μεσημεριανές ώρες.
Θερμά επεισόδια – τάσεις για το διάστημα 1901-2020
Αντίστοιχα αποτελέσματα αυξητικής τάσης έχουν εντοπιστεί και για τις ακραίες τιμές της θερμοκρασίας στην Αθήνα από την ανάλυση των δεδομένων του μετεωρολογικού σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο. Ο παραπάνω σταθμός επιλέχθηκε λόγω της μακροχρόνιας διαθεσιμότητας των δεδομένων (άνω των 100 ετών) και της υψηλής ποιότητας των μετρήσεών του.
Για κάθε έτος από το 1901 έως και το 2020 εντοπίστηκαν τα επεισόδια καύσωνα σύμφωνα με τον δείκτη CTX95pct ( Perkins & Alexander, 2013 ) που θεωρεί ως επεισόδιο καύσωνα τρεις ή περισσότερες συνεχόμενες ημέρες, για τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει το 95ο εκατοστημόριο της τιμής της για την περίοδο αναφοράς (1961-1990).
Όπως παρατηρείται, τα τελευταία έτη παρουσιάζεται σαφής αύξηση του πλήθους των επεισοδίων καύσωνα. Η αύξηση αυτή παρατηρείται για όλες τις στατιστικές παραμέτρους που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των επεισοδίων, αν και σε μικρότερο βαθμό σε ό,τι αφορά στην ένταση των επεισοδίων καύσωνα όπου η αύξηση είναι αμελητέα. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ της τελευταίας εικοσαετίας (2001-2020) και της εικοσαετίας 1971-1990 αναδεικνύει την αυξητική τάση που παρατηρείται στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων, για την περίοδο 2046-2065 σε υψηλή χωρική ανάλυση για το δυσμενέστερο κλιματικό σενάριο RCP8.5, εκτιμάται ότι θα παρατηρηθεί περαιτέρω θερμική επιβάρυνση στην Αθήνα.
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, προβλέπεται αύξηση 52% στις πολύ θερμές ημέρες, οι ημέρες με μέγιστη θερμοκρασία πάνω από 35 βαθμούς Κελσίου θα αυξηθούν κατά 17, ενώ η θερμοκρασία κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου.
Διαβάστε ακόμη
Καθολική επέκταση των πληρωμών IRIS – Χαμηλώνουν οι προμήθειες και στα POS
Το 94% των γυναικών ναυτικών εργάζεται στον κλάδο της κρουαζιέρας
Παραμένει ανθεκτικός ο κλάδος του αλουμινίου- Αντιπροσωπεύει το 5% των συνολικών εξαγωγών
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ