Οι απαντήσεις στην έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας σχετικά με την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050 αποκαλύπτουν τις τεράστιες προκλήσεις του στόχου και τις διαφορές σχετικά με το αν είναι ρεαλιστικός μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο.
Οι αντιδράσεις αναδεικνύουν, βέβαια, περισσότερα για τις απόψεις του ίδιου του αναγνώστη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν τα συστήματα ενέργειας παρά για το τεχνικό περιεχόμενο της ίδιας της έκθεσης, όπως αναφέρει το Reuters.
Η μείωση των καθαρών εκπομπών στο μηδέν έως τα μέσα του αιώνα συνάδει με τον στόχο του περιορισμού της μακροπρόθεσμης αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου (2,7°F) στον οποίο έχουν δεσμευτεί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παγκοσμίως.
Τον τελευταίο χρόνο, ένας αυξανόμενος αριθμός κυβερνήσεων δεσμεύθηκε να επιτύχει το net-zero έως το 2050 ή το 2060, καλύπτοντας το 70% των παγκόσμιων εκπομπών. Αλλά βραχυπρόθεσμα, οι εκπομπές βρίσκονται σε μια αυξανόμενη τάση, παρά την προσωρινή μείωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, θέτοντας τον κόσμο πολύ εκτός πορείας.
“Το χάσμα μεταξύ ρητορικής και δράσης πρέπει να κλείσει”, ανέφερε ο ΔΟΕ, προσθέτοντας ότι θα απαιτήσει “πλήρη μετασχηματισμό των ενεργειακών συστημάτων που στηρίζουν τις οικονομίες μας”.
Περισσότερα από 400 ορόσημα
Η έκθεση αποτελεί την επίσημη συμβολή του οργανισμού στον επόμενο γύρο διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή που θα φιλοξενήσει το Ηνωμένο Βασίλειο προς το τέλος του 2021.
Θέτει περισσότερα από 400 ορόσημα για τη μετατροπή του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος από ένα σύστημα που κυριαρχείται από ορυκτά καύσιμα σε ένα σύστημα που βασίζεται κυρίως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τα επόμενα 30 χρόνια.
Το Reuters αναφέρει ότι η έκθεση, την οποία χαρακτήρισε «οδικό χάρτη» για το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, αποτελεί “δρόμο, όχι απαραίτητα μονόδρομο”. Ωστόσο, η εκτίμηση είναι ότι το σχέδιο αυτό αποτελεί την πιο τεχνικά εφικτή, οικονομικά αποδοτική και κοινωνικά αποδεκτή οδό προς το net-zero, εξασφαλίζοντας παράλληλα συνεχή οικονομική ανάπτυξη και ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό.
“Η πορεία μας απαιτεί τεράστια ποσά επενδύσεων, καινοτομίας, επιδέξιου σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής, τεχνολογικής ανάπτυξης, κατασκευής υποδομών, διεθνούς συνεργασίας και προσπαθειών σε πολλούς άλλους τομείς. Είναι ένας δρόμος στενός και εξαιρετικά δύσκολος”, όπως τονίζεται. Ωστόσο είναι εφικτός υπό την προϋπόθεση ότι κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, επενδυτές και πολίτες “θα αναλάβουν δράση αυτό το έτος και κάθε χρόνο μετά, ώστε ο στόχος να μην ξεφύγει».
Αντίθετα, ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας απέρριψε τον οδικό χάρτη του ΔΟΕ ως…συνέχεια της ταινίας La La Land, εκφράζοντας δημόσια αμφιβολίες για την πρακτικότητά του.
Και όπως φαίνεται, μετά τη μελέτη των ορόσημων, πολλοί παραδοσιακοί παραγωγοί ενέργειας αμφισβήτησαν κατά πόσον αυτά μπορούν να επιτευχθούν σε τρεις δεκαετίες.
Οι φιλόδοξοι στόχοι και ο παράγοντας «χρόνος»
Οι μετασχηματισμοί που προβλέπονται στον οδικό χάρτη συνεπάγονται ένα ποσοστό μεταβολής του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος που θα ήταν άνευ προηγουμένου.
Το ερώτημα είναι αν αυτό τον καθιστά δύσκολο ή ανέφικτο. Αντίστοιχο και το δίλημμα που τίθεται: Είναι καλύτερο να διακηρύξουμε δημόσια έναν φιλόδοξο στόχο για την τόνωση των εξαιρετικών προσπαθειών, ακόμη και αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής γνωρίζουν ότι μπορεί να μην επιτευχθεί πλήρως ή έναν λιγότερο φιλόδοξο στόχο που να είναι πιο αξιόπιστος και πειστικός;
Οι απαντήσεις τείνουν να διαιρούνται με βάση το πόσο γρήγορα ο αναγνώστης πιστεύει ότι τα ενεργειακά συστήματα μετασχηματίζονται ,κατά πόσον η πολιτική ηγεσία ή η εγγενής αδράνεια του συστήματος είναι πιο σημαντική και κατά πόσον η κλιματική αλλαγή πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα ή να εξισορροπηθεί με άλλους στόχους.
Όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο, οι τρεις δεκαετίες από τώρα έως το 2050 για την επίτευξη του net-zero μπορούν να θεωρηθούν είτε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα είτε πολύ σύντομο. Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες πριν από την πανδημία (1989-2019) περιλάμβαναν ιστορικές αλλαγές, όπως το τέλος του ψυχρού πολέμου, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, την άνοδο της Κίνας, την έναρξη ενός δεύτερου ψυχρού πολέμου και την κυριαρχία του διαδικτύου.
Νωρίτερα τον περασμένο αιώνα, τρεις δεκαετίες (1914-1944) περιλάμβαναν δύο παγκόσμιους πολέμους, το τέλος μιας ευρωπαϊκής κυρίαρχης παγκόσμιας τάξης υπέρ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης και την άνοδο της μηχανής εσωτερικής καύσης.
Τα ενεργειακά συστήματα, όμως, χαρακτηρίζονται από πολλά μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία για την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση που τείνουν να αλλάζουν πολύ πιο αργά.
Οι περισσότερες πετρελαιοπηγές, κοιτάσματα φυσικού αερίου, διυλιστήρια, αγωγοί, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, τοπικά συστήματα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, οδικά δίκτυα, σιδηρόδρομοι και αεροδρόμια που χρησιμοποιούνταν το 1989 εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται το 2019.
Ασφαλώς, αρκετές αλλαγές στα υποσυστήματα ενέργειας, όπως η αντικατάσταση ατμομηχανών από ντίζελ, ή η κυριαρχία του φυσικού αερίου έχουν συμβεί εδώ και μερικές δεκαετίες.
Ωστόσο, ακόμη και για αυτά η μετάβαση διαρκεί περισσότερο από ό,τι υποστηρίζουν οι περισσότεροι παρατηρητές. Η πετρελαιοκίνηση των αμερικανικών σιδηροδρόμων ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε 20 χρόνια (1940-1960), αλλά η ανάπτυξη του πετρελαιοκινητήρα είχε ήδη ξεκινήσει για περισσότερα από 40 χρόνια, από τη δεκαετία του 1890.
Αντίθετα, οι μεγάλης κλίμακας μακροοικονομικές αλλαγές στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα στο σύνολό του, όπως η αντικατάσταση των παραδοσιακών καυσίμων από τον άνθρακα και μεταγενέστερα το πετρέλαιο, είχαν διάρκεια 50-100 χρόνια.
Αλλαγή τροχιάς για το ενεργειακό σύστημα
Ο οδικός χάρτης του ΔΟΕ είναι ακόμη πιο φιλόδοξος, διότι προβλέπει την αλλαγή όχι μόνο της ταχύτητας με την οποία μεταβάλλεται το ενεργειακό σύστημα, αλλά ολόκληρης της τροχιάς του.
Εάν το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα είναι σαν ένα supertanker, που χαρακτηρίζεται από αδράνεια, η επιτάχυνση ή η διακοπή της πλεύσης του σκάφους είναι δύσκολη, αλλά η ριζική αλλαγή της πορείας του κατά 120° ή 180° ενώ κινείται είναι πολύ πιο δύσκολη. Στο παρελθόν, η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας έτεινε να αυξάνεται σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού, της αστικοποίησης και των εισοδημάτων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες πριν από την πανδημία (1989-2019), η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε με σύνθετο ετήσιο ρυθμό 1,8%, ενώ η κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε κατά 0,5% ετησίως.
Ωστόσο, τις επόμενες τρεις δεκαετίες (2019-2050), ο οδικός χάρτης προβλέπει ότι ο ενεργειακός εφοδιασμός θα μειωθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,4%, ενώ η κατά κεφαλήν κατανάλωση θα μειωθεί κατά 1,1% ετησίως. Έτσι, κατά τον ΔΟΕ, ο παγκόσμιος ενεργειακός εφοδιασμός μειώνεται παρόλο που ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,8% ετησίως και το κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,0% ετησίως.
Το εάν όλα αυτά καθιστούν τον οδικό χάρτη του ΔΟΕ ένα «φιλόδοξο μονοπάτι» ή μια μη ρεαλιστική φαντασίωση είναι θέμα αντίληψης και οι απόψεις μπορούν και διαφέρουν.