Μεθαύριο Πέμπτη, αναμένεται η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΙΠΕΔ προκειμένου να ανοίξουν οι οικονομικές προσφορές της ιταλικής Italgas και της ΕPH του Τσέχου μεγιστάνα Ντάνιελ Κρετίνσκι.
Από το πόσο ψηλά θα μπει ο πήχης μεταξύ των διεκδικητών θα κριθεί αν τελικά το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων θα ζητήσει βελτιωμένη προσφορά ρίχνοντας την αυλαία του διαγωνισμού που ξεκίνησε πριν από 18 μήνες με εννέα συνολικά υποψηφίους ή αν η αγωνία θα …παραταθεί.
Εάν μείνουν στο διαγωνισμό και οι δυο μνηστήρες (εφόσον η διαφορά του τιμήματος μεταξύ των δύο προσφορών είναι μικρότερη από 15%) εκτιμάται ότι η διαδικασία θα πάει στο β΄γύρο και θα αυξηθεί το τίμημα που προσδιορίζεται σε άνω από 600-700 εκατομμύρια ευρώ. Αν είναι μεγαλύτερη η διαφορά από 15% μόνο ο πλειοδότης θα κληθεί να δώσει βελτιωμένη προσφορά.
Σε σχέση πάντως με τις άλλες ιδιωτικοποιήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, η πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών έχει μια μεγάλη διαφοροποίηση: ο πλειοδότης θα κληθεί να αγοράσει την εταιρεία, στην οποία ανήκουν οι συμμετοχές κατά 100% στην ΕΔΑ Αττικής (αναπτύσσει το δίκτυο αερίου στο λεκανοπέδιο Αττικής) και στη ΔΕΔΑ (επενδύει στην ανάπτυξη του δικτύου στην υπόλοιπη Ελλάδα πλην Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας) αλλά και το 49% της ΕΔΑ ΘΕΣΣ (που αναπτύσσεται στις δύο τελευταίες περιοχές).
Σήμερα, το ποσοστό αυτό κατέχει στην εταιρεία η Eni Gas e Luce, θυγατρική που ενεργειακού κολοσσού ENI SpA ώστε να αποκτήσει το 100% των μετοχών της. Κάτι αντίστοιχο έκανε προ τριετίας και η Shell πουλώντας στην ΔΕΠΑ την συμμετοχή της στην Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας (πρώην ΕΠΑ Αττικής).
H Eni Gas e Luce είναι μια πολυεθνική εταιρεία φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιείται σε έξι χώρες στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα (ελέγχει το 100% της ZeniΘ) και διαθέτει 9,7 εκατ. πελάτες συνολικά. Η εταιρεία έχει εκφράσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει από την ΕΔΑ ΘΕΣΣ που δραστηριοποιείται στα δίκτυα και υπάρχει συμφωνία με την ΔΕΠΑ για τον τρόπο που θα γίνει η συναλλαγή.
Ο μηχανισμός αυτός δεν έχει ανακοινωθεί.
Ωστόσο, πληροφορίες αναφέρουν ότι θα είναι συνάρτηση του τιμήματος που θα δοθεί για την ΔΕΠΑ Υποδομών, καθώς το σχέδιο να αγοράσει η ΔΕΠΑ το 100% και μετά να το πουλήσει δεν προχώρησε. Ο λόγος είναι ότι με τον τρόπο αυτό η διαδικασία θα δημιουργούσε ένα είδος benchmark, με αποτέλεσμα να υπάρχουν «κερδισμένοι» και «χαμένοι» από την πώληση.
Έτσι, ο πλειοδότης θα κληθεί να προσφέρει τίμημα και για την θυγατρική της ΔΕΠΑ Υποδομών, ολοκληρώνοντας ένα σχεδιασμό που ξεκίνησε προ τριετίας με στόχο την έξοδο των Ιταλών από την εταιρεία. Μάλιστα στο παρελθόν υπήρξαν πληροφορίες και για απευθείας διαπραγμάτευση μεταξύ της ΕΝΙ και της Italgas με στόχο την απόκτηση της ΕΔΑ ΘΕΣΣ από την τελευταία. Οι συζητήσεις αυτές, οι οποίες προηγήθηκαν της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης τελικά δεν προχώρησαν.
Σήμερα, το 65% των μετοχών της ΔΕΠΑ Υποδομών ελέγχεται από το ΤΑΙΠΕΔ και το 35% από τα Ελληνικά Πετρέλαια.
Η Italgas είναι ο μεγαλύτερος διανομέας φυσικού αερίου στην Ιταλία, με μερίδιο αγοράς 34% και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος διαχειριστής δικτύων στην Ευρώπη, μετά την απόσχισής της από την Snam το 2016. Η εταιρεία διαχειρίζεται 70.000 χιλιόμετρα δικτύων εξυπηρετώντας περισσότερους από 1.800 δήμους.
Η EPH αντίστοιχα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς ομίλους στην κεντρική Ευρώπη, ο οποίος κατέχει και εκμεταλλεύεται περιουσιακά στοιχεία στην Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία.
Η EPH είναι ένας καθετοποιημένος όμιλος ενεργειακών επενδύσεων με δραστηριότητες στην παραγωγή ενέργειας, στην μεταφορά, αποθήκευση και διανομή φυσικού αερίου, θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι δύο διεκδικητές ποντάρουν στις τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα και στο σχεδιασμό για ένα μεγάλο επενδυτικό πλάνο με στόχο την αυξημένη διείσδυση στην ελληνική επικράτεια.
Πρόσθετο δέλεαρ αποτελούν τα σταθερά ρυθμιζόμενα έσοδα από την ΡΑΕ και οι αποδόσεις που είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ καθώς το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC) για τις τρεις θυγατρικές της ΔΕΠΑ Υποδομών ξεπερνά το 7% για τα έτη 2021 και 2022 ενώ προβλέπεται και έξτρα WACC ως επιπλέον κίνητρο για την ανάπτυξη του επενδυτικού προγράμματος.